ΚΥΠΕ
Σημειώθηκε πρόοδος με την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στην Κύπρο από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) και στόχος μας είναι μέχρι το 2030, η παραγωγή να φτάσει τουλάχιστον στο 23%, ανέφερε σήμερα η Επίτροπος Περιβάλλοντος Αντωνία Θεοδοσίου. Είπε ότι η άφθονη ηλιοφάνεια που υπάρχει στο νησί δίνει τεράστιες ευκαιρίες εκμετάλλευσης της ηλιακής ενέργειας ως βιώσιμης εναλλακτικής λύσης, ωστόσο σημείωσε ότι «η μετάβαση προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι αργή».
Σε εναρκτήρια ομιλία της στο εργαστήριο Νερό, Ενέργεια, Τρόφιμα, Οικοσύστημα για τη Μεσόγειο (WEFE4MED Nexus Community of Practice Workshop) που διοργανώνει σήμερα το Ινστιτούτο Κύπρου στη Λάρνακα, η κα. Θεοδοσίου είπε πως «το Ινστιτούτο, σε συνεργασία με το Ίδρυμα PRIMA, διαδραματίζουν ηγετικό ρόλο στην Κύπρο στην προώθηση της συνεργασίας για τη Μεσόγειο, μια πρωτοβουλία που είναι ουσιαστική για τη δημιουργία ενός πιο ανθεκτικού, ασφαλούς και βιώσιμου μέλλοντος, με διασφάλιση των πόρων, προώθηση της σταθερότητας της οικονομίας και αντιμετωπίζοντας τις περιβαλλοντικές προκλήσεις σε έναν ταχέως μεταβαλλόμενο κόσμο».
Πρόσθεσε ότι «βρισκόμαστε αντιμέτωποι με κοινές κλιματικές προκλήσεις στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, μιας περιοχής με πλούσια πολιτιστική και περιβαλλοντική κληρονομιά, αλλά και μιας κλιματικά και όχι μόνο εύθραυστης περιοχής. Η Κύπρος, όπως και οι γείτονες χώρες της στη Μεσόγειο, βρίσκεται υπό τεράστια πίεση» είπε και σημείωσε ότι «η βιώσιμη διαχείριση του νερού, της ενέργειας, των τροφίμων και των οικοσυστημάτων μας – που επηρεάζονται σοβαρά από την κλιματική κρίση – δεν είναι πλέον επιλογή αλλά αναγκαιότητα για την επιβίωσή μας».
Η περιοχή της Μεσογείου, συνέχισε «αντιμετωπίζει αυξανόμενες πιέσεις λόγω των κλιμακούμενων επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης, των δημογραφικών μεταβολών και της γεωπολιτικής αστάθειας. Αυτές οι πιέσεις θα συνεχίσουν να αυξάνονται, καθιστώντας απαραίτητη την υιοθέτηση λύσεων για την παροχή νερού, ενέργειας και τροφίμων σε όλους, με βιώσιμο και δίκαιο τρόπο, διατηρώντας παράλληλα την υγεία των φυσικών οικοσυστημάτων, και αντιμετωπίζοντας την αλληλεξάρτηση αυτών των τομέων» είπε.
Το νερό, είπε η Επίτροπος Περιβάλλοντος «είναι απαραίτητο για ολόκληρη την αλυσίδα εφοδιασμού αγροδιατροφικών προϊόντων, ωστόσο οι γεωργικές πρακτικές ενδέχεται να επηρεάζουν την ποιότητα του νερού. Το νερό είναι, επίσης ζωτικής, σημασίας για την παραγωγή ενέργειας, ενώ, παράλληλα, η ενέργεια είναι απαραίτητη για την άντληση, τη διανομή και την επεξεργασία του νερού, όπως στην περίπτωση των αφαλατώσεων».
Αναφερόμενη στην ενέργεια σημείωσε πως «είναι κρίσιμη σε όλη την αγροδιατροφική αλυσίδα, από την άντληση νερού μέχρι την επεξεργασία, τη μεταφορά και τη συντήρηση των τροφίμων. Παράλληλα, τα υγιή οικοσυστήματα είναι ζωτικής σημασίας για τη βιωσιμότητα όλων των τομέων, αλλά και αυτά υποβαθμίζονται από τη συνεχιζόμενη μη βιώσιμη χρήση των πόρων».
Η Κύπρος, ειδικότερα, σημείωσε «αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις που σχετίζονται με την επάρκεια του νερού, της ενέργειας και των τροφίμων· προκλήσεις που επιτείνονται λόγω των γεωγραφικών περιορισμών του νησιού, την υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων και, φυσικά, λόγω των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης».
Ταυτόχρονα αναφέρθηκε και στην λειψυδρία και τη διαχείριση των υδάτινων πόρων, που όπως είπε είναι «η κυριότερη πρόκληση» και σημείωσε πως «η Κύπρος είναι μία από τις πιο ξηρές χώρες στην Ευρώπη, και οι παρατεταμένες ξηρασίες και οι ακανόνιστες βροχοπτώσεις ασκούν τεράστια πίεση στα υδάτινα αποθέματα. Για μετριασμό του προβλήματος, έχουν κατασκευαστεί φράγματα για τη συλλογή και διατήρηση των περιορισμένων πόρων, λαμβάνονται επιπρόσθετα μέτρα τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα, ωστόσο, το πρόβλημα δεν αφορά μόνο την επάρκεια σε πόσιμο νερό ή για αγροτική χρήση».
Είπε ακόμα πως «η έλλειψη νερού έχει σημαντικές επιπτώσεις στην παραγωγή ενέργειας, την υγεία των οικοσυστημάτων και σε άλλους τομείς όπως είναι ο τουρισμός, ένας σημαντικός τομέας της οικονομίας μας που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην εκτεταμένη άρδευση για γήπεδα γκολφ και τουριστικές αναπτύξεις. Ο αγροτικός τομέας, ο οποίος διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εγχώρια οικονομία και την ασφάλεια τροφίμων, απορροφά μεγάλο ποσοστό νερού αλλά και ενέργειας».
Όπως ανέφερε η κα. Θεοδοσίου «η κυπριακή γεωργία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την άρδευση, που καλύπτει το 70% της συνολικής κατανάλωσης νερού, με εξαίρεση τις άνυδρες καλλιέργειες που όμως είναι επίσης ευάλωτες λόγω ολιγομβρίας. Οι αυξανόμενες θερμοκρασίες και τα συχνότερα ακραία καιρικά φαινόμενα επηρεάζουν ήδη τις αποδόσεις των καλλιεργειών, απειλώντας την επισιτιστική ασφάλεια».
Η Κύπρος, σημείωσε η Επίτροπος «εξακολουθεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα, κάτι που καθιστά τη χώρα ευάλωτη στις διακυμάνσεις των παγκόσμιων ενεργειακών αγορών, αλλά και συμβάλλει σημαντικά στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Αυτή η εξάρτηση από τις συμβατικές πηγές ενέργειας παρεμποδίζει τη μετάβαση σε μια πράσινη οικονομία και ασκεί επιπλέον πίεση στους υδάτινους πόρους μας, οι οποίοι είναι ήδη περιορισμένοι» είπε και πρόσθεσε πως «η μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν είναι μόνο περιβαλλοντική αναγκαιότητα, αλλά και οικονομική επιτακτική ανάγκη».
Αφού είπε πως «η Κύπρος διαθέτει άφθονη ηλιοφάνεια, γεγονός που μας δίνει τεράστιες ευκαιρίες εκμετάλλευσης της ηλιακής ενέργειας ως βιώσιμης εναλλακτικής λύσης» σημείωσε ότι «η μετάβαση προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι αργή, περιορίζοντας την ικανότητά μας να μειώσουμε τις εκπομπές άνθρακα. Παρόλα αυτά, έχει σημειωθεί πρόοδος με την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) να αυξάνεται σταθερά, φτάνοντας περίπου το 18% το 2022, και με στόχο τουλάχιστον το 23% έως το 2030».
Η στρατηγική για την ενεργειακή μετάβαση, εξήγησε η Αντωνία Θεοδοσίου «προέβλεπε την αξιοποίηση του φυσικού αερίου ως μεταβατική ενδιάμεση λύση, λόγω του ότι το φυσικό αέριο εκπέμπει λιγότερουs ρύπουs από το μαζούτ και είναι βοηθητικό στην τρέχουσα αδυναμία αποθήκευσηs ενέργειαs από ΑΠΕ. Το Υπουργείο Ενέργειας προχωρά με σημαντικά μέτρα για την αύξηση της διείσδυσης των ΑΠΕ, συμπεριλαμβανομένης της εισαγωγής ρυθμιστικών πλαισίων για τη δημιουργία ενεργειακών κοινοτήτων, γεγονός που θα επιτρέψει στους πολίτες, καθώς και σε ιδιωτικούς και δημόσιους φορείς, να συμμετέχουν στην παραγωγή, διανομή, κατανάλωση και αποθήκευση ενέργειας σε συνεργασία με τις Τοπικές Αρχές».
Η Κυβέρνησή μας, ανέφερε, προωθεί ενεργά μέτρα, με τεχνολογίες εξοικονόμησης νερού, επενδύει σε πρωτοβουλίες για αύξηση της χρήσης ΑΠΕ και προγράμματα διατήρησης οικοσυστημάτων, «ωστόσο χρειάζεται ακόμη να γίνουν πολλά».
Όπως είπε η κα. Θεοδοσίου «το εργαστήριο αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων. Προσφέρει μια πλατφόρμα για ανταλλαγή ιδεών, εξεύρεση λύσεων και κτίσιμο συνεργασιών που θα μας βοηθήσουν στις συλλογικές μας προσπάθειες» είπε και εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι τα αποτελέσματα του εργαστηρίου «θα συμβάλουν στη δημιουργία μιας ισχυρής βάσης για την επιτυχημένη εφαρμογή της πρακτικής WEFE Nexus στην Κύπρο και την ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου».