ΒΙΒΙΑΝ ΓΙ / THE NEW YORK TIMES
Λίγες ώρες μετά τους σεισμούς, οι κάτοικοι της Αντιόχειας έστρωσαν να κοιμηθούν όπου βρήκαν: σε σκοτεινές γωνιές δρόμων, στα μικρά πάρκα της πόλης, δίπλα από δημοτικό σχολείο και σε βουνοπλαγιά, κάτω ακριβώς από μια από τις αρχαιότερες χριστιανικές εκκλησίες στον κόσμο.
Σε όλη την Αντιόχεια, την αρχαία πρωτεύουσα της επαρχίας Χατάι, που χτυπήθηκε σφοδρότερα από κάθε άλλη περιοχή από τον σεισμό, χιλιάδες κάτοικοι προσπαθούσαν να συμβιβασθούν συναισθηματικά με το κατακλυσμιαίο φαινόμενο που ανέτρεψε συθέμελα τις ζωές τους και άφησε τόσους πολλούς χωρίς στέγη, υλικά αγαθά, αναμνήσεις ή ακόμη και μέλλον στην περιοχή.
Πολλοί πάλευαν απλώς να επιβιώσουν τη νύχτα. Τα αυτοκίνητα είναι πολύ κρύα τη νύχτα και τα περισσότερα δεν είναι αρκετά μεγάλα για να χωρέσουν μια ολόκληρη οικογένεια. Ακόμη και το αυτοκίνητο, όμως, είναι πιο ζεστό από το αντίσκηνο, ενώ πιο άτυχοι στάθηκαν όσοι έχουν στην κατοχή τους μόνο έναν μουσαμά για να αντιμετωπίσουν το ψύχος. Οσα ξύλα και σκουπίδια να κάψουν οι κάτοικοι, το κρύο παραμένει αφόρητο.
AP Photo/Hussein Malla
Κοιμούνται στον δρόμο
Την Πέμπτη, οι κάτοικοι της πόλης που ήταν κάποτε η Αντιόχεια κοιμήθηκαν για τέταρτη νύχτα στους δρόμους. Πολλοί είχαν χάσει τα σπίτια τους από τον σεισμό, ενώ άλλοι φοβούνταν ότι τα εναπομείναντα κτίρια θα έπεφταν σε ενδεχόμενο μετασεισμό. Ο φόβος τους ήταν τέτοιος, που απέφευγαν ακόμη και να χρησιμοποιήσουν τις λίγες λειτουργικές τουαλέτες που είχαν απομείνει στα διαμερίσματά τους. «Θα πεθάνουμε στις καρέκλες μας, ενώ περιμένουμε τις σκηνές εκστρατείας», λέει η 70χρονη Σαμπριγέ Καραογλάν, ενώ κάθεται σε κάθισμα κατασκήνωσης τυλιγμένη με λεπτή κουβέρτα.
Η Αντιόχεια, που θεμελιώθηκε το 300 π.Χ. από στρατηγό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, έχει καταστραφεί και ανοικοδομηθεί πολλές φορές. Ελληνες, Ρωμαίοι και Βυζαντινοί την αποκαλούσαν με το ελληνιστικό της όνομα, Αντιόχεια, ενώ στην ακμή της υπήρξε η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ιχνη της ελληνιστικής, ρωμαϊκής και πρωτοχριστιανικής της ιστορίας βρίσκονται παντού.
Η ιστορική αναδρομή δεν προσφέρει, όμως, ανακούφιση στους κατοίκους. «Η Αντιόχεια δεν υπάρχει πια. Εχασα φίλους, το εστιατόριο που τρώγαμε. Εχασα όλες τις αναμνήσεις μου. Δεν έχω πια λόγο να ζω στην επαρχία Χατάι. Δεν υπάρχει πια τίποτα εδώ», λέει ο 41χρονος Καζίμ Κουσεϊρί.
Το ιστορικό κέντρο της πόλης, όπου ισλαμικά τεμένη, χριστιανικοί ναοί, κρύπτες Αλεβιτών και η εβραϊκή συναγωγή βρίσκονταν σε αγαστή γειτνίαση, έχει καταστραφεί ολοσχερώς. «Είναι οδυνηρό να βλέπω την οδό Ανεξαρτησίας γεμάτη ερείπια. Ηταν ένα τέλειο μέρος. Θα προτιμούσα αυτό να είχε συμβεί στη δική μου πόλη», λέει ο 34χρονος Κούρδος κτηνοτρόφος Αχμέτ Γιουνές από τη Σανλιούρφα, ο οποίος επισκεπτόταν την Αντιόχεια για τη ζωοπανήγυρη.
AP Photo/Hussein Malla
Με τα καταστήματα και τα εστιατόρια να έχουν κλείσει ή να έχουν καταστραφεί, τα μόνα τρόφιμα για τους κατοίκους προέρχονται από φορτία ανθρωπιστικής βοήθειας. Τα τρόφιμα αυτά είναι συνήθως φακές με σκέτα μακαρόνια, τόνος σε κονσέρβα και φρυγανιές.
Αλλο σημαντικό πρόβλημα για τους κατοίκους είναι η επικοινωνία με συγγενείς και φίλους, εξαιτίας των προβλημάτων στην τηλεφωνική κάλυψη και της έλλειψης ηλεκτρικού ρεύματος. Δεκάδες κάτοικοι συνωστίζονται γύρω από φορτηγά της εταιρείας ηλεκτρικού, προκειμένου να φορτίσουν τα κινητά τους από τις γεννήτριες των οχημάτων.
Το σημαντικότερο πρόβλημα, όμως, είναι το κρύο. Αν και οι ανθρωπιστικές οργανώσεις έχουν μοιράσει κουβέρτες και ζεστό ρουχισμό, κάτοικοι συνεχίζουν να κοιμούνται στα πάρκα, καίγοντας ό,τι βρουν για να ζεσταθούν. Φορτηγά και εθελοντές προμηθεύουν τους πολίτες με ζεστό τσάι και σούπες, ενώ ο ήλιος προσέφερε μια κάποια ανακούφιση. Αφού πέσει η νύχτα, όμως, ο αγώνας για ζέστη αρχίζει από την αρχή.
Πριν από λίγες ημέρες, οι κάτοικοι της Αντιόχειας ουδέποτε θα είχαν φανταστεί ότι η πόλη τους θα θύμιζε ερειπωμένο νεκροταφείο. «Η επαρχία Χατάι τελείωσε», λέει ο 55χρονος Ιμπραήμ Καγιά, ο οποίος αναζήτησε καταφύγιο με συγγενείς του στη λαχαναγορά της Αντιόχειας. Τα μόνα που κατάφεραν να σώσουν από το ερειπωμένο σπίτι τους ήταν μία σακούλα με γλυκά μπουρεκάκια. Οταν, όμως, κάποιος ξένος μπει στη σκηνή τους, οι συγγενείς του Καγιά δεν πρόκειται να τον αφήσουν νηστικό, προσφέροντάς του τσάι και όσο από το μπουρέκι τους απέμεινε.