Kathimerini.gr
Γιώργος Σκαφιδάς
Τραμπ εναντίον Μπάιντεν: Η μάχη του 2020 για την προεδρία των ΗΠΑ θα μπορούσε, θεωρητικώς, να «παίξει» σε «σίκουελ» και το 2024, με το ίδιο δίδυμο υποψηφίων και προορισμό τον Λευκό Οίκο.
Ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει, άλλωστε, ήδη από τον περασμένο Νοέμβριο ανακοινώσει επισήμως την υποψηφιότητά του για το προεδρικό χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων, ενώ και η πλευρά Μπάιντεν έχει αφήσει να εννοηθεί ότι ο νυν πρόεδρος θα ήθελε να διεκδικήσει την επανεκλογή του σε δύο χρόνια από τώρα.
Το 2024 ο Τζο Μπάιντεν θα είναι 82 ετών και ο Τραμπ 78. Οι γηραιότεροι στα χρονικά πρόεδροι των ΗΠΑ (που είναι όντως οι κ.κ. Μπάιντεν και Τραμπ, μαζί με τον Ρόναλντ Ρίγκαν) θα έχουν έως τότε… γεράσει κι άλλο.
Η ηλικία είναι απλά ένας αριθμός, θα πουν κάποιοι, αντιδρώντας. Ο εκάστοτε πρόεδρος έχει γύρω του έναν πολυπληθή κρατικό μηχανισμό νεότερων σε ηλικία στελεχών που τον στηρίζει σε κάθε του πολιτική κίνηση, θα πουν άλλοι.
Ολοένα γηραιότεροι
Το θέμα της – ολοένα μεγαλύτερης – ηλικίας των πολιτικών έχει ωστόσο αποκτήσει… διαστάσεις. Οι κ.κ. Μπάιντεν και Τραμπ δεν είναι μεμονωμένες περιπτώσεις. Η διάμεση ηλικία των μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων στις ΗΠΑ έχει επίσης αυξηθεί σημαντικά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, με τον μέσο βουλευτή να είναι πια 58 ετών τη στιγμή της εκλογής του, ενώ όμως ο μέσος Αμερικανός είναι 20 χρόνια νεότερος (38). Η ηλικία έγινε πέρυσι «θέμα» και για έναν άλλο λόγο: με φόντο την απόφαση για τις εκτρώσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, κάποια από τα μέλη του οποίου (ο Κλάρενς Τόμας, ο Σάμιουελ Αλίτο) είναι πια άνω των 70 ετών.
Πρόσφατες δημοσκοπήσεις (CBS/YouGov, Reuters/Ipsos) δείχνουν ότι το «ηλικιακό» όντως απασχολεί τους Αμερικανούς ψηφοφόρους, καθώς εκείνοι στην πλειονότητά τους υποστηρίζουν ότι θα πρέπει τεθούν ανώτατα όρια ηλικίας (maximum age limits) για τους εκλεγμένους αξιωματούχους. Κι αυτό, για μια σειρά από λόγους, σύμφωνα με όσους υποστηρίζουν την επιβολή τέτοιων ορίων: Επειδή οι νέοι ως εκφραστές φρέσκων ιδεών καταλήγουν να υποεκπροσωπούνται στους θεσμούς… Επειδή κάποιοι από τους μεγαλύτερους σε ηλικία μπορεί να μην συμβαδίζουν πια με τις εξελίξεις…
Το θέμα των κ.κ. Μπάιντεν και Τραμπ δεν είναι, ωστόσο, μόνο ηλικιακό. Αν και πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, οι εν λόγω πολιτικοί έχουν βρεθεί στο στόχαστρο ερευνών και επικρίσεων το τελευταίο διάστημα, συγκεντρώνοντας «πυρά».
Απόρρητα έγγραφα
Ο Ντόναλντ Τραμπ «πιάστηκε» το περασμένο καλοκαίρι, στο πλαίσιο εφόδου που πραγματοποίησαν αιφνιδιαστικά πράκτορες του FBI στην έπαυλή του στο Μαρ-α-Λάγκο της Φλόριντα, να έχει παρανόμως στην κατοχή του «άκρως απόρρητα» κυβερνητικά έγγραφα που δεν θα έπρεπε να είναι εκεί αλλά στα Εθνικά Αρχεία.
Λίγους μήνες αργότερα ωστόσο, δικηγόροι και συνεργάτες του Τζο Μπάιντεν (όχι το FBI) θα έβρισκαν άκρως απόρρητα έγγραφα, που χρονολογούνται από την περίοδο που ο Μπάιντεν ήταν αντιπρόεδρος στο πλευρό του Μπαράκ Ομπάμα, σε δύο τοποθεσίες: Στις εγκαταστάσεις της δεξαμενής σκέψης «Penn Biden Center for Diplomacy and Global Engagement» στην Ουάσιγκτον (αν και αξίζει να σημειωθεί ότι η εν λόγω δεξαμενή σκέψης συστάθηκε την περίοδο 2017 – 2018, μετά το τέλος δηλαδή της θητείας του Μπάιντεν ως αντιπροέδρου), και στην ιδιωτική οικία (στο γκαράζ και σε ένα διπλανό δωμάτιο) του Τζο Μπάιντεν στην πόλη Γουίλμινγκτον του Ντέλαγουερ.
Τα εν λόγω έγγραφα έχουν πια επιστραφεί στα Εθνικά Αρχεία όπου θα έπρεπε να βρίσκονται. Παράλληλα ωστόσο, στην σκιά των αποκαλύψεων έχει πια ξεκινήσει σχετική έρευνα από την αμερικανική Δικαιοσύνη σε βάρος του νυν προέδρου, μια έρευνα της οποίας μάλιστα ηγείται ο (ειρήσθω εν παρόδω διορισμένος από τον Ντόναλντ Τραμπ το 2017 στην εισαγγελία του Μέριλαντ) Ρόμπερτ Χερ.
«Ο πρόεδρος Μπάιντεν ξαφνικά βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα ραγδαία διογκούμενο πολιτικό πρόβλημα το οποίο απειλεί να παραλύσει την ατζέντα του και να αμβλύνει τη δυναμική που εκείνος ήλπιζε να εκμεταλλευτεί στα μισά της θητείας του», σχολιάζουν οι συντάκτες της Washington Post, βλέποντας έναν «απροσδόκητο πολιτικό κίνδυνο» για τον νυν πρόεδρο ο οποίος θα έχει τώρα μπροστά του εβδομάδες ερευνών, επικριτικών δημοσιευμάτων και γενικότερης έντασης.
Ομοιότητες και διαφορές
Οι υποθέσεις του Τραμπ και του Μπάιντεν διαφέρουν, γράφει ο Τσάρλι Σάβατζ στους New York Times, αναφερόμενος σε μια σειρά από «σημαντικές διαφορές» που έχουν να κάνουν με την ποσότητα των απορρήτων εγγράφων (που ήταν πολύ περισσότερα στην περίπτωση του Τραμπ) και την ανταπόκριση των άμεσα εμπλεκομένων (η ομάδα του Μπάιντεν εντόπισε μόνη της το πρόβλημα και συνεργάζεται πλήρως με τις Αρχές από την πρώτη στιγμή, σε αντίθεση με την ομάδα του Τραμπ που ήταν συγκρουσιακή και απρόθυμη).
Από εκεί και πέρα ωστόσο, παρά τις όποιες διαφορές, οι συντάκτες των Τάιμς της Νέας Υόρκης εκτιμούν ότι η τρέχουσα έρευνα φέρνει σε «άβολη θέση» τον ίδιο τον Μπάιντεν ενώ παράλληλα «θολώνει τα νερά της αμερικανικής πολιτικής» απομακρύνοντας το ενδιαφέρον από τις αδυναμίες του Τραμπ και των Ρεπουμπλικάνων.
Η κατώτερη των προσδοκιών επίδοση των Ρεπουμπλικάνων, που εξασφάλισαν μεν την πλειοψηφία στη Βουλή αλλά όχι και στη Γερουσία στις ενδιάμεσες εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου, έδωσε «ανάσα» στους Δημοκρατικούς.
Η εν λόγω «ανάσα» ενισχύθηκε στην πορεία σημαντικά και από την εικόνα των Ρεπουμπλικάνων που αδυνατούσαν επί ημέρες, λόγω εσωτερικών διαφωνιών, να εκλέξουν τον Κέβιν Μακάρθι στην προεδρία της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Όλα αυτά ωστόσο πλέον ανήκουν στο (πρόσφατο) παρελθόν, με την ατζέντα στις ΗΠΑ να μετακινείται πια σε βάρος του Τζο Μπάιντεν τον οποίο οι Ρεπουμπλικάνοι, όπως ήταν αναμενόμενο, θα επιχειρήσουν να πλήξουν πολιτικά και μέσω των ερευνών που θα προωθήσουν σε βάρος του υιού του, Χάντερ Μπάιντεν, ο οποίος έχει προβληματικό παρελθόν καταχρήσεων και σχέσεων με ξένα επιχειρηματικά συμφέροντα. Σημειώνεται ότι στο στόχαστρο επικρίσεων έχει βρεθεί παλαιότερα ως «εμπλεκόμενος σε ύποπτες συναλλαγές» και ο Τζέιμς Μπάιντεν, αδελφός του προέδρου Τζο.
Κι όλα αυτά, ενώ την ίδια ώρα δικαστήριο του Μανχάταν επιβάλλει πρόστιμο ύψους 1,6 εκατ. δολ. στην οικογενειακή εταιρεία του Τραμπ («Trump Organization») που έχει καταδικαστεί για φορολογικές απάτες.
Αν και τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, Μπάιντεν και Τραμπ βρίσκονται ξαφνικά αμφότεροι να ατενίζουν το εκλογικό 2024 μέσα από νέφη ερευνών, καταγγελιών και επικρίσεων.
Και αν στην περίπτωση του Τραμπ η εναλλακτική επιλογή προεδρικού υποψηφίου (δια)φαίνεται σαφής (καθώς ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του κυβερνήτη της Φλόριντα Ρον Ντε Σάντις που ακόμη όμως δεν έχει ανοίξει επισήμως τα χαρτιά του), δεν ισχύει το ίδιο και για την περίπτωση του Τζο Μπάιντεν καθώς δεν είναι σαφές ποιον ή ποιους θα μπορούσαν να παρουσιάσουν οι Δημοκρατικοί ως εναλλακτικές επιλογές προεδρικών υποψηφίων…
«Είναι αυτή η αρχή του τέλους για τον Τζο Μπάιντεν;», διερωτάται ο Φρέντι Γκρέι μέσα από τις σελίδες του Spectator, υπογραμμίζοντας με νόημα ότι οι αποκαλύψεις για τα απόρρητα έγγραφα που βρίσκονταν στην κατοχή του Μπάιντεν προήλθαν όχι από το αντίπαλο στρατόπεδο των Ρεπουμπλικάνων αλλά από το περιβάλλον του ιδίου του Μπάιντεν και των Δημοκρατικών που (ενδεχομένως κάποιοι από αυτούς) να θέλουν τώρα να προωθήσουν μια άλλη προεδρική υποψηφιότητα στον δρόμο προς το 2024… Ποια θα μπορούσε να είναι αυτή, μένει να φανεί.