Ο νομπελίστας Αμερικανός οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν ανατρέχει πίσω στις απαρχές του Αμερικανικού Εμφυλίου, αναζητώντας τους λόγους για τους οποίους οι Νότιοι της Συνομοσπονδίας είχαν τότε πιστέψει ότι θα μπορούσαν όντως να νικήσουν τους Βόρειους.
Τον Απρίλιο του 1861, το πυροβολικό των ανταρτών άνοιξε πυρ στο Φορτ Σάμτερ με εκείνη τη μάχη να θεωρείται πια ως η εναρκτήρια του αμερικανικού Εμφυλίου.
Εκείνος ο πόλεμος ωστόσο, όπως σημειώνει ο Κρούγκμαν στο άρθρο του για τους New York Times, θα εξελισσόταν κατά τρόπο καταστροφικό για τον Νότο, που έχασε πάνω από το 20% των νεαρών ανδρών του στα πεδία των μαχών.
«Όμως γιατί πίστεψαν οι αποσχιστές ότι θα μπορούσαν να τα καταφέρουν;», διερωτάται ο Κρούγκμαν, προτού αρχίσει να δίνει ο ίδιος κάποιες απαντήσεις.
«Ένας λόγος ήταν ότι πίστευαν ότι είχαν στην κατοχή τους ένα ισχυρό οικονομικό όπλο. Η οικονομία της Βρετανίας, της ηγέτιδας δύναμης στον κόσμο εκείνη την εποχή, εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από το βαμβάκι του (σ.σ. αμερικανικού) Νότου και πίστευαν ότι η διακοπή αυτής της προσφοράς θα ανάγκαζε τη Βρετανία να παρέμβει στο πλευρό της Συνομοσπονδίας.»
Ο Αμερικανικός Εμφύλιος όντως επηρέασε, αρχικά, τις εξαγωγές αμερικανικού βαμβακιού, με αποτέλεσμα χιλιάδες εργάτες πίσω στην Αγγλία να μείνουν χωρίς δουλειά.
«Στο τέλος, φυσικά, η Βρετανία παρέμεινε ουδέτερη – εν μέρει επειδή οι Βρετανοί εργάτες είδαν τον Εμφύλιο Πόλεμο ως μια ηθική σταυροφορία ενάντια στην σκλαβιά και συσπειρώθηκαν γύρω από την Ένωση (σ.σ. τους Βόρειους του Αμερικανικού Εμφυλίου) παρά τα βάσανά τους», γράφει ο Κρούγκμαν, σύμφωνα με τον οποίο όσα είχαν συμβεί τότε στην άλλη άκρη του Ατλαντικού παρουσιάζουν ομοιότητες με όσα συμβαίνουν σήμερα στην Ουκρανία.
«Ο Βλαντιμίρ Πούτιν είδε την εξάρτηση της Ευρώπης, και ειδικότερα της Γερμανίας, από το ρωσικό φυσικό αέριο με τον ίδιο τρόπο που οι ιδιοκτήτες σκλάβων έβλεπαν την εξάρτηση της Βρετανίας από το βαμβάκι: Ως μια μορφή οικονομικής εξάρτησης που θα ανάγκαζε αυτά τα έθνη να αποδεχθούν τις στρατιωτικές του φιλοδοξίες», γράφει ο Κρούγκμαν στους New York Times.
Ο Πούτιν ωστόσο «δεν είχε εντελώς άδικο», συνεχίζει ο Αμερικανός νομπελίστας, που με άλλο άρθρο του προ ημερών «είχε κατηγορήσει τη Γερμανία για την απροθυμία της να κάνει οικονομικές θυσίες για χάρη της ελευθερίας της Ουκρανίας».
«…η απάντηση της Γερμανίας στις εκκλήσεις της Ουκρανίας για στρατιωτική βοήθεια τις παραμονές του πολέμου ήταν αξιολύπητη», γράφει ο Κρούγκμαν, παραδεχόμενος ότι ο ίδιος «προσπαθεί να ντροπιάσει τη Γερμανία προκειμένου εκείνη να γίνει καλύτερος υπερασπιστής της Δημοκρατίας».
«Η Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες έσπευσαν να παράσχουν φονικά όπλα, συμπεριλαμβανομένων εκατοντάδων αντιαρματικών πυραύλων που ήταν τόσο κρίσιμοι για την απόκρουση της επίθεσης της Ρωσίας στο Κίεβο. Η Γερμανία, από την άλλη πλευρά, πρόσφερε… κράνη.»
«Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι εάν, ας πούμε, ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν ακόμη πρόεδρος στις ΗΠΑ, το στοίχημα του Πούτιν ότι το διεθνές εμπόριο θα λειτουργούσε ως δύναμη καταναγκασμού και όχι ειρήνης, θα είχε δικαιωθεί.»
Σύμφωνα με τον Πολ Κρούγκμαν ωστόσο, η σχέση ανάμεσα στην παγκοσμιοποίηση και τον πόλεμο δεν είναι τόσο απλή όσο πολλοί υποθέτουν.
«Υπήρχε μια μακροχρόνια πεποίθηση μεταξύ των δυτικών ελίτ ότι το εμπόριο είναι καλό για την ειρήνη. Η πίεση που άσκησε επί μακρόν η Αμερική υπέρ της απελευθέρωσης του εμπορίου, κάτι που ξεκίνησε πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν πάντοτε εν μέρει ένα πολιτικό σχέδιο: ο Κόρντελ Χαλ, υπουργός Εξωτερικών του Φρανκλίνου Ρούσβελτ, πίστευε ακράδαντα ότι οι χαμηλότεροι δασμοί και το αυξημένο διεθνές εμπόριο θα βοηθούσαν ώστε να μπουν τα θεμέλια για την ειρήνη.»
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν, επίσης, ένα οικονομικό αλλά και πολιτικό εγχείρημα, το οποίο προήλθε από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, που ιδρύθηκε το 1952 με ρητό στόχο να καταστήσει τις βιομηχανίες της Γαλλίας και της Γερμανίας τόσο αλληλοεξαρτώμενες ώστε να μην υπάρξει ποτέ άλλος ευρωπαϊκός πόλεμος.
«Όσο για τις ρίζες της τρέχουσας τρωτότητας της Γερμανίας, εκείνες πάνε πίσω στη δεκαετία του 1960 οπότε η κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας άρχισε να προωθεί – στο πλαίσιο της Ostpolitik – την εξομάλυνση των σχέσεων με τη Σοβιετική Ένωση, με την ελπίδα ότι η σταδιακά μεγαλύτερη ενσωμάτωση με τη Δύση θα ενίσχυε την κοινωνία των πολιτών και θα ωθούσε την Ανατολή πιο κοντά στη δημοκρατία.»
Για την ιστορία, «το ρωσικό αέριο άρχισε να ρέει στη Γερμανία το 1973», όπως σημειώνει ο Κρούγκμαν, προτού θέσει το ερώτημα «εάν το εμπόριο προάγει την ειρήνη και την ελευθερία;».
«Σε κάποιες περιπτώσεις σίγουρα ναι», απαντά ο ίδιος. Σε άλλες περιπτώσεις, ωστόσο, αυταρχικοί ηγέτες θα μπορούσαν να θεωρήσουν ότι οι δημοκρατίες μπορεί να κάνουν τα στραβά μάτια μπροστά σε καταχρήσεις εξουσίας προκειμένου να μην υποστούν οικονομικές απώλειες.
Ο Πολ Κρούγκμαν «δεν μιλάει μόνο για τη Ρωσία» όπως σημειώνει ο ίδιος στο άρθρο του. Μιλάει και για την Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία κάθεται και βλέπει – χωρίς να αντιδρά – εδώ και χρόνια τον Βίκτορ Όρμπαν να ξηλώνει κατά τρόπο συστηματικό τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Ο Κρούγκμαν συνεχίζει μάλιστα διερωτώμενος εάν αυτή η (σ.σ. ευρωπαϊκή) αδυναμία (σ.σ. αντίδρασης στον Όρμπαν) μπορεί και σε ποιο βαθμό να συσχετιστεί με τις μεγάλες επενδύσεις ευρωπαϊκών και γερμανικών συμφερόντων στην Ουγγαρία…
«Το πραγματικά μεγάλο ερώτημα» ωστόσο, σύμφωνα με τον Κρούγκμαν, είναι εκείνο που σχετίζεται με την Κίνα, η μεγαλύτερη ενσωμάτωση της οποίας στην παγκόσμια οικονομία θα μπορούσε να ερμηνευτεί κατά τρόπο διττό: είτε ως λόγος αποφυγής παράτολμων τυχοδιωκτικών πολιτικών (μιας κινεζικής στρατιωτικής εισβολής, για παράδειγμα, στην Ταϊβάν), είτε ως εξέλιξη υπονομευτική του δυνητικά αποδυναμωμένου ή άτολμου τρόπου με τον οποίο θα μπορούσε να απαντήσει η Δύση σε αυτές τις τυχοδιωκτικές πολιτικές εάν εκείνες περάσουν από τη θεωρία στην πράξη.
Ο Κρούγκμαν δεν προτείνει μια επιστροφή στον προστατευτισμό. Υποστηρίζει ωστόσο πως θα πρέπει να λαμβάνονται πιο σοβαρά υπόψη οι εθνικές ανησυχίες ασφαλείας που σχετίζονται με το εμπόριο.
«Τα νομοταγή έθνη πρέπει να δείξουν ότι δεν θα αποθαρρυνθούν από την υπεράσπιση της ελευθερίας. Αυταρχικοί ηγέτες μπορεί να πιστεύουν ότι η οικονομική έκθεση των δημοκρατιών στα αυταρχικά καθεστώτα θα τις κάνει να φοβούνται να υπερασπιστούν τις αξίες τους. Πρέπει να τους αποδείξουμε ότι κάνουν λάθος», γράφει ο νομπελίστας Αμερικανός οικονομολόγος στους New York Times.
«Κι αυτό στην πράξη σημαίνει ότι η Ευρώπη πρέπει να κινηθεί γρήγορα και να διακόψει τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου και ότι η Δύση είναι ανάγκη να προμηθεύσει την Ουκρανία με τα όπλα που χρειάζεται, όχι απλώς για να κρατήσει τον Πούτιν μακριά αλλά για να καταγάγει μια ξεκάθαρη νίκη. Το διακύβευμα εδώ είναι πολύ μεγαλύτερο από την Ουκρανία», καταλήγει.
Πηγή: New York Times