Γράφει ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου
Αυτό που διακήρυσσε ξανά και ξανά ο Τζο Μπάιντεν, αμφισβητούσαν οι Ευρωπαίοι και δεν ήθελε να πιστέψει το Κίεβο, είναι εδώ και λίγες ώρες η δραματική πραγματικότητα. Η Ρωσία διεξάγει ανοιχτό πόλεμο κατά της Ουκρανίας, τη δεύτερη σε έκταση χώρα της ηπείρου μας, που βιώνει τη χειρότερη στρατιωτική σύγκρουση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Είναι αλήθεια ότι κάτι ανάλογο συνέβη το 2008, όταν η Ρωσία κατατρόπωσε στρατιωτικά τη Γεωργία και αναγνώρισε τις συμμαχικές της, ντε φάκτο αυτόνομες «Δημοκρατίες» της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσετίας- το ανάλογο των αποσχιστικών οντοτήτων του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ, στην παρούσα κρίση. Με αυτόν τον τρόπο δημιούργησε μια παγωμένη σύγκρουση και απέτρεψε την ένταξη της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ χωρίς να πληρώσει ιδιαίτερο τίμημα.
Αυτή τη φορά, όμως, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Ο τότε πρόεδρος της Γεωργίας Σαακασβίλι έδωσε αφορμή στον Πούτιν, καθώς επιτέθηκε στρατιωτικά στις δύο αποσχιστικές «Δημοκρατίες», με την ολέθρια αυταπάτη ότι η υποστήριξη της Δύσης τον καθιστούσε άτρωτο. Τώρα είναι η Ρωσία εκείνη που επέλεξε τον πόλεμο. Ο πρόεδρος Πούτιν ισχυρίζεται ότι μόνος στόχος του είναι η προστασία των ομοεθνών του στο Ντονέτσκ και το Λουγκάνσκ, αλλά οι βομβαρδισμοί σε μεγάλες πόλεις έξω από αυτές τις περιοχές των Ρωσόφωνων, όπως το Χάρκοβο, η Οδησσός, ακόμη και το Κίεβο, άλλα μαρτυρούν. Εξαιρετικά δυσοίωνη είναι και η αποστροφή του περί ανάγκης «αποστρατιωτικοποίησης και αποναζιστικοποίησης» της Ουκρανίας, κάτι που παραπέμπει σε ανατροπή της κυβέρνησης και παγίωσης ενός αδύναμου κράτους περιορισμένης κυριαρχίας. Οι επόμενες ώρες και ημέρες είναι απολύτως κρίσιμες και θα ξεκαθαρίσουν την εικόνα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Η Δύση δεν είναι άμοιρη ευθυνών για την υπό εξέλιξη γεωπολιτική, οικονομική και ανθρωπιστική τραγωδία. Ό,τι και να λένε οι ηγέτες της σήμερα για το απαραβίαστο των συνόρων και της εθνικής κυριαρχίας, οι πόλεμοι στη Γιουγκοσλαβία και η δημιουργία κρατών- προτεκτοράτων είναι πολύ νωπές μνήμες. Η προς ανατολάς διεύρυνση του ΝΑΤΟ όταν η ίδια η Ρωσία, πρώτα με τον Γέλτσιν και ύστερα με τον Πούτιν, βολιδοσκοπούσαν τον Κλίντον για την ένταξή τους σ’ αυτό, ήταν μια πρόκληση στον πληγωμένο πατριωτισμό ενός μεγάλου και ιστορικού έθνους- το ρητορικό ερώτημα για το πώς θα αισθανόταν η Αμερική αν η Ρωσία εγκαθιστούσε βάσεις και πυραύλους σε Κούβα και Βενεζουέλα δεν θα βρει απάντηση ή μάλλον έχει ήδη απαντηθεί από την κρίση των πυραύλων, του 1962. Ακόμη και το περασμένο Σαββατοκύριακο, στη διεθνή διάσκεψη του Μονάχου, οι Δυτικοί καταχειροκροτούσαν τον Ουκρανό πρόεδρο όταν όχι μόνο επιβεβαίωνε την επιθυμία του για ένταξη στο ΝΑΤΟ, αλλά άφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο πυρηνικού επανεξοπλισμού της χώρας του. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες Γαλλίας και Γερμανίας, ουδεμία πίεση ασκήθηκε από την Ουάσιγκτον στο Κίεβο να εφαρμόσει τις ειρηνευτικές συμφωνίες του Μινσκ για τον Ντονμπάς, οι οποίες έχουν περιβληθεί από το κύρος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Τα πελώρια ερωτήματα της ημέρας αφορούν, ωστόσο, τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Η σημερινή, μεγάλης κλίμακας εισβολή απειλεί να τον μετατρέψει σε παρία της διεθνούς κοινότητας- ούτε καν η Κίνα δεν είναι πρόθυμη να τον καλύψει. Ακόμη και οι στενότεροι σύμμαχοί του στις πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες ανατριχιάζουν όταν βλέπουν τη Ρωσία να εξαπολύει πόλεμο εναντίον των Σλάβων αδελφών (στη ρωσική συλλογική συνείδηση οι Μεγαλορώσοι, οι Λευκορώσοι και οι Μικροί Ρώσοι της Ουκρανίας είναι αδέλφια εξ αίματος) με τους οποίους τη συνδέουν στενοί ιστορικοί και πολιτιστικοί δεσμοί.
Ακόμη κι αν πετύχει τους στρατιωτικούς στόχους της χωρίς σοβαρό τίμημα, η Ρωσία θα έχει καταφέρει να πυροβολήσει το πόδι της. Χάρη στον ουκρανικό πόλεμο, το ΝΑΤΟ, μια συμμαχία που πριν από λίγους μήνες υφίστατο τρομερό πλήγμα γοήτρου στο Αφγανιστάν και ανακηρυσσόταν «εγκεφαλικά νεκρή» από τον Εμανουέλ Μακρόν, αποκτά προφανή αιτία ύπαρξης και προβάλλει ενισχυμένο όσο ποτέ μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Οι Ευρωπαίοι, ακόμη και εκείνοι που επιζητούσαν πολιτική ανοιχτών θυρών έναντι της Ρωσίας (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Αυστρία κ.α.) θα στοιχηθούν πίσω από τις ΗΠΑ, με μεγάλο κόστος για τους ίδιους, πρώτα απ΄όλα στον ενεργειακό τομέα.
Ενδεχομένως το πιο οδυνηρό πλήγμα για τη Ρωσία θα έρθει στο πεδίο των οικονομικών κυρώσεων. Είναι αλήθεια ότι ο Πούτιν είχε οκτώ χρόνια (από την κρίση του 2014) να προετοιμαστεί για τις Δυτικές κυρώσεις και το έκανε σε μεγάλο βαθμό επιτυχημένα, σωρεύοντας τεράστια συναλλαγματικά αποθέματα, βρίσκοντας υποκατάστατα για πολλές εισαγωγές από τη Δύση και εναλλακτικές από την πλευρά της Κίνας. Αυτή τη φορά, όμως, οι κυρώσεις δεν θα έχουν σχέση με ό,τι έχει προηγηθεί. Ο Nord Stream 2, ένα στρατηγικής σημασίας σχέδιο, είναι πολύ πιθανό ότι δεν θα λειτουργήσει ποτέ, οι Αμερικανοί θα αποκλείσουν τη Ρωσία από κρίσιμες τεχνολογίες αιχμής, ενώ δεν μπορεί να αποκλειστεί ούτε ο εξοστρακισμός της χώρας από το SWIFT, δυσκολεύοντας εξαιρετικά τις διεθνείς συναλλαγές της σε δολάρια.
Η τσαρική Αυτοκρατορία, η Σοβιετική Ένωση και η νέα Ρωσία των Γέλτσιν και Πούτιν, παρά τις τεράστιες διαφορές τους, μοιράζονταν ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό: Στο γεωπολιτικό και στρατιωτικό πεδίο ήταν γίγαντες, δυνάμεις παγκόσμιας εμβέλειας, αλλά στο οικονομικό ωχριούσαν απελπιστικά έναντι των αναπτυγμένων δυνάμεων της Δύσης. Παρά τη θεαματική σταθεροποίησή της έναντι της ολέθριας εποχής Γέλτσιν, η Ρωσία του Πούτιν δεν έλυσε αυτή τη θεμελιώδη αντίφαση. Εξακολουθεί να έχει μια οικονομία μικρότερη από εκείνη της Ιταλίας ή της Καλιφόρνιας και να εξάγει μόνο υδρογονάνθρακες και όπλα. Χωρίς μεγάλες επενδύσεις και μεταφορά τεχνογνωσίας από πιο προηγμένες οικονομίες, το μέλλον της διαγράφεται δυσοίωνο. Με δεδομένη την ακραία σύγκρουση με τη Δύση, η μόνη εναλλακτική του Πούτιν είναι η Κίνα, έναντι της οποίας, όμως, θα είναι ο ελάσσων εταίρος. Ίσως αυτός είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος που εγγράφει το σημερινό άλμα του Πούτιν στο κενό, μεγαλύτερος και από εκείνον να αποτελματωθεί σε ένα ουκρανικό Αφγανιστάν, στην καρδιά της Ευρώπης.