Kathimerini.gr
Του Γιώργου Σκαφιδά
Καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία διανύει πια την έκτη εβδομάδα επιχειρήσεων μέσα σε συνθήκες αμείωτης έντασης, με τις απειλές να κλιμακώνονται, τα ρήγματα να διευρύνονται και τις βόμβες να πέφτουν βροχή, είναι σαφές πως η κρίση θα είναι μαραθώνια και ο εν εξελίξει αγώνας ένας αγώνας αντοχής για όλους τους άμεσα και έμμεσα εμπλεκομένους.
Η πλευρά Πούτιν δεν φαίνεται προς το παρόν διατεθειμένη να κάνει πίσω. Αντιθέτως, εντείνει την πίεση όχι μόνο στρατιωτικά εντός της Ουκρανίας αλλά και πέραν των ουκρανικών συνόρων, έναντι της Δύσης, ενώ οι Ουκρανοί από την άλλη πλευρά αντιστέκονται-αντεπιτίθενται και οι δυτικοί πιέζουν από απόσταση.
O πρωθυπουργός της Ολλανδίας, Μαρκ Ρούτε, έστειλε το μήνυμα, προ ημερών, πως οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας ήρθαν για να μείνουν.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο ωστόσο, εάν δεχθούμε πως ο αγώνας είναι μαραθώνιος, και με δεδομένο πως οι κυρώσεις δεν βλάπτουν μόνον την πλευρά που τις υφίσταται αλλά και την πλευρά που τις επιβάλλει, το ερώτημα πια είναι ποιά από τις δύο πλευρές θα κάνει πρώτη πίσω, η Δύση ή η Ρωσία, με την υποσημείωση βέβαια πως η Δύση δεν είναι χώρα όπως η Ρωσία αλλά σύνολο χωρών τα συμφέροντα των οποίων άλλοτε συγκλίνουν και άλλοτε αποκλίνουν.
Οι Ουκρανοί έχουν παρουσιαστεί διατεθειμένοι να κάνουν κάποιους συμβιβασμούς, αποδεχόμενοι ένα μελλοντικό καθεστώς μερικώς αποστρατιωτικοποιημένης «ουδετερότητας» για τη χώρα τους το οποίο όμως θα συνοδεύεται και από νέες εγγυήσεις ασφαλείας. Στο ίδιο πλαίσιο, έχουν στείλει το μήνυμα πως θα ήταν διατεθειμένοι να συζητήσουν και μια φόρμουλα ειρήνευσης που θα αφήνει προσωρινά εκτός, προς μελλοντική διευθέτηση, τις εκκρεμότητες της Κριμαίας, του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ. Από εκεί και πέρα ωστόσο, τα όποια περιθώρια συμβιβασμών για το Κίεβο στενεύουν, και η μπάλα επιστρέφει στο γήπεδο της Ρωσίας.
Οι Αμερικανοί από την άλλη πλευρά (αλλά και ο Καναδάς, η Ιαπωνία, η Αυστραλία κ.ά.) δείχνουν να έχουν κάποια παραπάνω περιθώρια ελιγμών καθώς δεν επηρεάζονται τόσο όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση από τις κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στη Ρωσία.
Μέσα σε έναν παγκοσμιοποιημένα διασυνδεδεμένο κόσμο, όλοι επηρεάζονται από όλους. Πλην όμως τα κόστη δεν είναι σε κάθε διεθνή κρίση ίδια για όλους.
Οι Αμερικανοί θα ήθελαν να δουν τους Ευρωπαίους να εντείνουν ακόμη περισσότερο τις κυρώσεις τους κατά της Μόσχας. Πίσω στη Γηραιά Ήπειρο ωστόσο, υπάρχει προβληματισμός.
Ο Μάικλ Γκέρσον, αρθρογράφος της Washington Post και άλλοτε σύμβουλος του Τζορτζ Μπους του νεότερου στον Λευκό Οίκο, αγγίζει ένα μάλλον ευαίσθητο θέμα όταν διερωτάται «για πόσο καιρό θα καταφέρει η Δύση να μείνει ενωμένη ενάντια στον Πούτιν;». Και όχι μόνο η Δύση ευρύτερα αλλά και η Ευρώπη ειδικότερα.
«Για πόσο καιρό θα παραμείνει η Ευρώπη ενωμένη ενάντια στον Πούτιν, όταν οι χώρες της καλούνται να αντιμετωπίσουν ενεργειακές ελλείψεις, θέσεις εργασίας που χάθηκαν και την πραγματικότητα της φιλοξενίας εκατομμυρίων προσφύγων;», σημειώνει ο Γκέρσον σε άρθρο του για την Washington Post. «Πώς θα αντιδράσουν οι Βρετανοί όταν δουν, ας πούμε, το κόστος της ενέργειας να αυξάνεται κατά 50% ή περισσότερο;», συνεχίζει ο Αμερικανός, προτού στρέψει το βλέμμα του στη Γερμανία και στη μερίδα εκείνη των Γερμανών αξιωματούχων που επί σειρά ετών προσέγγιζαν τον Πούτιν μέσα από ένα πρίσμα κατευνασμού. Ο αρθρογράφος της Washington Post εκτιμά μάλιστα πως οι «Γερμανοί υποστηρικτές του κατευνασμού» που τώρα σιωπούν, κάποια στιγμή θα σπάσουν την «προσωρινή» σιωπή τους και θα επιστρέψουν στα παλαιά τους επιχειρήματα, σε συνάρτηση βέβαια και με τις λοιπές εξελίξεις.
«Το να (σ.σ. να καταφέρουν να) συσπειρώσουν τους λαούς τους ώστε να αποδεχθούν τα προσωρινά οικονομικά βάρη που απαιτούνται προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο Πούτιν είναι τώρα η κύρια πρόκληση για τους Ευρωπαίους ηγέτες και τον πρόεδρο των ΗΠΑ. Δεν θα είναι εύκολο, αλλά σίγουρα θα είναι πιο εύκολο από το να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Ζελένσκι», καταλήγει ο Γκέρσον αναδεικνύοντας ένα θέμα το οποίο πολλές ευρωπαϊκές ηγεσίες θα προτιμούσαν να μην κληθούν να αντιμετωπίσουν.
«Ο Πούτιν ένωσε τη Δύση, όμως τώρα έρχονται τα δύσκολα», έγραφαν προ ημερών σε ανάλογο πνεύμα και οι (κάθε άλλο παρά τυχαίοι) κ.κ. Τόμας ντε Μεζιέρ (Γερμανός, πρώην υπουργός Άμυνας και Εσωτερικών) και Γουές Μίτσελ (Αμερικανός, άλλοτε κορυφαίος αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ), στο πλαίσιο άρθρου που συνυπέγραψαν και δημοσίευσαν στο περιοδικό στο περιοδικό Foreign Policy.
«Η μεγαλύτερη απειλή για αυτήν τη νέα ενότητα της Δύσης, εκτός από τα ρωσικά τανκς ή ακόμη και τα πυρηνικά όπλα, είναι η απροθυμία να γίνουν οι πραγματικές θυσίες που θα απαιτηθούν για χάρη της ασφάλειας», σημειώνουν χαρακτηριστικά οι κ.κ. ντε Μεζιέρ και Μίτσελ, βλέποντας και αναδεικνύοντας μια «απειλή» διαφορετική από τις άλλες. Μια απειλή που θα εντείνεται όσο ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται, προετοιμάζοντας το έδαφος για δυνητικά ενδοδυτικά ρήγματα και αποκλίσεις.