Οι οικονομικοί αναλυτές τείνουν να αναζητούν ιστορικές αναλογίες στην προσπάθειά τους να εξηγήσουν το παρόν, όπως σημειώνει ο νομπελίστας Αμερικανός οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν σε άρθρο του για τους New York Times. Όσοι είχαν μελετήσει για παράδειγμα προηγούμενες τραπεζικές κρίσεις, είχαν πολύ καλύτερη κατανόηση όσων συνέβησαν το 2008.
Πλέον, με φόντο τον πόλεμο στην Ουκρανία, πολλοί ανατρέχουν πίσω στον στασιμοπληθωρισμό της δεκαετίας του 1970, αναζητώντας αναλογίες. Ο Πολ Κρούγκμαν όμως διαφωνεί, σημειώνοντας πως ο πληθωρισμός σήμερα είναι πολύ διαφορετικός – και πιο εύκολος – από όσα είχαμε δει την περίοδο 1979-1980.
«Οικονομική επανάληψη του 2014»
Για τον Αμερικανό νομπελίστα ωστόσο, όσα βλέπουμε τώρα θα μπορούσαν να ερμηνευτούν και ως μια «οικονομική επανάληψη του 1914», της χρονιάς δηλαδή κατά την οποία πολλοί οικονομολόγοι θεωρούν ότι έλαβε τέλος το πρώτο κύμα της παγκοσμιοποίησης: η πρώτη φάση δηλαδή της τεράστιας επέκτασης του παγκόσμιου εμπορίου που είχε καταστεί εφικτή χάρη σε σιδηρόδρομους, ατμόπλοια και τηλεγραφικά καλώδια.
Ο Κρούγκμαν ανατρέχει στο βιβλίο «Οι Οικονομικές Συνέπειες της Ειρήνης» που είχε κυκλοφορήσει ο Τζον Μέιναρντ Κέινς το 1919, σημειώνοντας την άποψη του Κέινς που είχε δει τότε το τέλος μιας εποχής προόδου για την παγκόσμια οικονομία.
Τις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έγραφε ο Κέινς, ένας κάτοικος του Λονδίνου μπορούσε εύκολα να παραγγείλει «διάφορα προϊόντα από ολόκληρη τη γη, στις ποσότητες που επιθυμεί, και εύλογα να περιμένει την έγκαιρη παράδοσή τους στο κατώφλι του». Μερικά χρόνια αργότερα, ωστόσο, η κατάσταση δεν ήταν πια η ίδια.
«Ο Κέινς είχε δίκιο που είδε τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως το τέλος μιας εποχής για την παγκόσμια οικονομία», γράφει ο Κρούγκμαν στους Τάιμς της Νέας Υόρκης, υπογραμμίζοντας και μια άλλη ενδιαφέρουσα ομοιότητα: το γεγονός ότι το 1913 η ρωσική αυτοκρατορία ξεχώριζε για τις τεράστιες εξαγωγές της σε σιτάρι.
Η δεύτερη αποπαγκοσμιοποίηση
«Πρόκειται λοιπόν να δούμε μια δεύτερη αποπαγκοσμιοποίηση (deglobalization);», διερωτάται, επιστρέφοντας στο σήμερα, ο Αμερικανός νομπελίστας οικονομολόγος και ακαδημαϊκός μέσα από τις σελίδες των New York Times.
Σύμφωνα με τον ίδιο τον Κρούγκμαν, η απάντηση στο προαναφερθέν ερώτημα είναι «μάλλον ναι». «Και ενώ υπήρχαν σημαντικά μειονεκτήματα στην παγκοσμιοποίηση, όπως την ξέραμε, θα υπάρξουν ακόμη πιο έντονες συνέπειες εάν, όπως εγώ και πολλοί άλλοι φοβόμαστε, δούμε μια σημαντική υποχώρηση στο παγκόσμιο εμπόριο», συνεχίζει στην ανάλυσή του ο Αμερικανός.
Οι εξαγωγές σιτηρών από την Ουκρανία και τη Ρωσία έχουν ήδη πληγεί, ενώ παράλληλα η Ευρωπαϊκή Ένωση κάνει βήματα απεξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο και πετρέλαιο.
Παράλληλα ωστόσο, από τον πόλεμο πλήττεται και η ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία καθώς πολλές από τις καλωδιώσεις των οχημάτων της κατασκευάζονταν στην Ουκρανία.
«Ωστόσο, η απόφαση της Ρωσίας να μετατραπεί σε διεθνή παρία δεν θα ήταν από μόνη της αρκετή ώστε να μειώσει δραστικά το παγκόσμιο εμπόριο», συνεχίζει ο Κρούγκμαν, ο οποίος όμως βλέπει προβλήματα μέσα από τα οποία αναδύονται τάσεις αποπαγκοσμιοποίησης και σε ένα άλλο μέτωπο: εκείνο της Κίνας.
Ο παράγοντας Κίνα
Ο τρόπος με τον οποίο η Κίνα αντιμετωπίζει την πανδημία του κορωνοϊού εξελίσσεται πια σε πηγή αυξανόμενης οικονομικής αναστάτωσης, σύμφωνα με τον επιφανή Αμερικανό οικονομολόγο. «Η κινεζική κυβέρνηση εξακολουθεί να επιμένει στη χρήση εγχώριων εμβολίων που δεν λειτουργούν πολύ καλά ενώ συνεχίζει παράλληλα να απαντά στις ανόδους των κρουσμάτων με δρακόντεια λοκντάουν τα οποία όμως προκαλούν προβλήματα όχι μόνο στην Κίνα αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο», εξηγεί ο Κρούγκμαν.
Τα αυταρχικά καθεστώτα ως αναξιόπιστοι εταίροι
Αλλά και πέρα από όλα τα παραπάνω, «αυτό που μας δίδαξε ο Πούτιν είναι ότι οι χώρες που διοικούνται από ισχυρούς άνδρες που περιβάλλονται από αυλοκόλακες (yes-men) δεν είναι αξιόπιστοι επιχειρηματικοί εταίροι», όπως σημειώνει ο Αμερικανός οικονομολόγος. «Μια κινεζική αντιπαράθεση με τη Δύση, οικονομική ή στρατιωτική, θα ήταν παράλογη – αλλά το ίδιο παράλογη ήταν και η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία», συνεχίζει ο ίδιος, υπογραμμίζοντας «ότι ο πόλεμος της Ουκρανίας φαίνεται να οδήγησε σε μεγάλης κλίμακας φυγή κεφαλαίων από την… Κίνα».
Εάν, πάντως, δεχθούμε ότι πρόκειται να δούμε μια μερική υποχώρηση της παγκοσμιοποίησης, «θα είναι άραγε αυτό κακό;», διερωτάται ο Κρούγκμαν.
«Οι πλούσιες, προηγμένες οικονομίες θα καταλήξουν ελαφρώς πιο φτωχές από ό,τι θα ήταν εάν τα πράγματα ήταν διαφορετικά», εξηγεί ο ίδιος επικαλούμενος το παράδειγμα της Βρετανίας «που κατάφερε να συνεχίσει να αναπτύσσεται παρά την πτώση του παγκόσμιου εμπορίου μετά το 1913». «Ανησυχώ όμως για τον αντίκτυπο στα έθνη που έχουν σημειώσει πρόοδο τις τελευταίες δεκαετίες αλλά θα ήταν απελπιστικά φτωχά χωρίς πρόσβαση στις παγκόσμιες αγορές — έθνη όπως το Μπαγκλαντές», συνεχίζει ο Κρούγκμαν.
«Δυστυχώς, μαθαίνουμε ξανά τα διδάγματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου: Τα οφέλη της παγκοσμιοποίησης κινδυνεύουν πάντα από την απειλή του πολέμου και τις ιδιοτροπίες των δικτατόρων. Για να κάνουμε τον κόσμο διαχρονικά πλουσιότερο, πρέπει να τον κάνουμε ασφαλέστερο», καταλήγει ο Αμερικανός.
Πηγή: New York Times