Η κλιμάκωση των συγκρούσεων συνεχίζεται ακατάπαυστα μετά την 7η Οκτωβρίου στη Μέση Ανατολή, η οποία μοιάζει να προετοιμάζεται για ακόμα περισσότερη βία. Θα ξεσπάσει ευρύτερος πόλεμος; Πόσο πιθανός είναι ένας πόλεμος ΗΠΑ – Ιράν;
Το τελευταίο ερώτημα επανήλθε στο προσκήνιο με δραματικό τρόπο μετά το χτύπημα εναντίον βάσης των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ιορδανία την Κυριακή, με τρεις Αμερικανούς στρατιώτες νεκρούς και πάνω από 40 τραυματίες. Η Ουάσιγκτον αποδίδει την επίθεση σε οργανώσεις ενόπλων που υποστηρίζονται από το Ιράν.
Το χτύπημα ήρθε τη στιγμή που ναυτικός συνασπισμός υπό την ηγεσία των ΗΠΑ ήδη πολεμά τους υποστηριζόμενους από το Ιράν Χούθι, στην Ερυθρά Θάλασσα.
Εντωμεταξύ, η επίσης υποστηριζόμενη από το Ιράν Χεζμπολάχ του Λιβάνου εκτοξεύει κατά κύματα ρουκέτες εναντίον του στενότερου συμμάχου των ΗΠΑ στην περιοχή, του Ισραήλ, το οποίο ανταποδίδει.
Ενώ ο πόλεμος του Ισραήλ στη Γάζα εναντίον της Χαμάς, η οποία επίσης ανήκει στον αντι-ισραηλινό άξονα υπό το Ιράν, με δεκάδες χιλιάδες Παλαιστινίους νεκρούς, συνεχίζεται ανεξέλεγκτα, προκαλώντας τεράστια ανθρωπιστική καταστροφή. Πόσο κοντά είναι η Μέση Ανατολή στο να βγει από το σπιράλ της βίας;
Τα «μαθήματα» της Αμερικής
Πολλά θα κριθούν από την απάντηση της Ουάσιγκτον στο χτύπημα της Κυριακής. Αμεση σύγκρουση μεταξύ του Ιράν και των ΗΠΑ έχει απειλήσει να ξεσπάσει πολλές φορές, αλλά αποφεύχθηκε και από τις δύο πλευρές, κατά τις προηγούμενες δεκαετίες.
Οι πολιτικοί αντίπαλοι του Μπάιντεν στο εσωτερικό των ΗΠΑ, που έχουν εισέλθει σε προεκλογική περίοδο, ενόψει των προεδρικών εκλογών τον Νοέμβριο του 2024, επισημαίνουν ότι έχουν σημειωθεί περισσότερες από 160 επιθέσεις εναντίον αμερικανικών στρατευμάτων από την έναρξη της επίθεσης του Ισραήλ στη Γάζα. Κατηγορούν τον Λευκό Οίκο ότι δεν κάνει αρκετά για να αποτρέψει την επιθετικότητα της Τεχεράνης.
Ωστόσο, πολλοί άλλοι επισημαίνουν τους κινδύνους: «Οπως συμβούλευσαν οι ΗΠΑ το Ισραήλ μετά την 7η Οκτωβρίου, με βάση τα μαθήματα που πήρε η Αμερική από την αντίδρασή της στην 11η Σεπτεμβρίου, δεν πρέπει να επιτρέπει κάποιος στον αντίπαλο να προσδιορίζει τη στρατηγική και την τακτική του», υποστηρίζει ο Πολ Σάλεμ, επικεφαλής της δεξαμενής σκέψης του Ινστιτούτου Μέσης Ανατολής, τον οποίο επικαλείται αρθρογράφος της Washington Post σε ανάλυση με τίτλο «Οι συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή εξελίσσονται σπειροειδώς».
«Οι ΗΠΑ θα απαντήσουν σίγουρα σε αυτή την τελευταία επίθεση που υποστηρίζεται από το Ιράν – όπως θα έπρεπε. Αλλά η Ουάσιγκτον θα πρέπει να επιλέξει την έκταση και το χρονοδιάγραμμα αυτής της απάντησης σύμφωνα με τις δικές της στρατηγικές προτεραιότητες, όχι από το επείγον μιας εφήμερης πολιτικής ανάγκης για σπασμωδική αντίδραση που καθοδηγείται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης», πρόσθεσε ο ίδιος.
Το διακύβευμα είναι αναμφισβήτητα τεράστιο. Μία ανοιχτή σύγκρουση μεταξύ των δυνάμεων των ΗΠΑ και του Ιράν θα μπορούσε πιθανότατα να ανακόψει τις ελπίδες για κατάπαυση του πυρός μεταξύ του Ισραήλ και της Χαμάς.
«Θα προκαλούσε σχεδόν σίγουρα ολοκληρωτική επίθεση της Χεζμπολάχ στο Ισραήλ. Θα μπορούσε να μετατρέψει τις τοπικές μάχες σε μανιώδη κόλαση στο Ιράκ και στη Συρία και να αποσταθεροποιήσει φιλικά καθεστώτα στην Αίγυπτο, την Ιορδανία και στον Κόλπο», αναφέρει σε ανάλυσή του ο Σάιμον Τίσνταλ του Guardian.
Επιπλέον, «μια ανοιχτή αντιπαράθεση ΗΠΑ – Ιράν θα δίχαζε, ίσως μόνιμα, τις χώρες της Δύσης ανάμεσα σε εκείνες, όπως η Βρετανία, που θα υποστήριζαν την Ουάσιγκτον, και άλλες, όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία, που θα προέτασσαν τη διπλωματική επίλυση των διαφορών με την Τεχεράνη», προσθέτει ο Τίσνταλ.
«Αυτό θα βοηθούσε την Κίνα να προωθήσει τις αντιδημοκρατικές γεωπολιτικές φιλοδοξίες της και τη Ρωσία να δικαιολογήσει την επιθετικότητά της στην Ουκρανία», επισημαίνει ο ίδιος.
Η Ελοΐζ Φαγέ, ερευνήτρια στη δεξαμενή σκέψης IFRI στο Παρίσι, την οποία επικαλείται το Politico σε ανάλυση με τίτλο «Οι σύμμαχοι του Ιράν επιτίθενται στη Δύση. Τι θα συμβεί στη συνέχεια;», εκτιμά ότι «οι ΗΠΑ είναι απίθανο να χτυπήσουν άμεσα το Ιράν, εκτός εάν μπορεί να αποδειχθεί ότι η Τεχεράνη διέταξε την επίθεση».
«Η απάντηση των ΗΠΑ θα είναι πιθανότατα χτυπήματα στους εταίρους του [Ιράν]», όπως εξηγεί.
Αυτή είναι η εκτίμηση και του Αντριου Μπόρεν, πρώην αξιωματούχου των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών και διευθυντή παγκόσμιας ασφάλειας της εταιρείας πληροφοριών Flashpoint.
«Ο υπολογισμός των κινδύνων δεν είναι εύκολος, καθώς πρέπει να συνυπολογίζονται η όποια πυρηνική ικανότητα του Ιράν, αλλά και οι επόμενες κινήσεις του καθεστώτος», τονίζει ο Μπόρεν.
«Απαιτείται ακόμη επαναξιολόγηση των θέσεων των εταίρων και συμμάχων της Αμερικής στην περιοχή, όπως η Σαουδική Αραβία, η Ιορδανία, η Τουρκία, το Ισραήλ και η Αίγυπτος», προσθέτει ο ίδιος.
Τι θα κάνει η Ευρώπη
Υποστηρικτές των Χούθι ανεμίζουν μια παλαιστινιακή σημαία και μια σημαία της Υεμένης κατά τη διάρκεια διαδήλωσης στη Σαναά της Υεμένης, χθες Δευτέρα. (Φωτογραφία από Reuters)
Με εξαίρεση τη σταθερά πιστή Βρετανία, χωρίς κοινή στρατηγική και με αποκλίνοντα συμφέροντα στην περιοχή, οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι της Ουάσιγκτον θα απέφευγαν την ενεργή εμπλοκή.
«Δεν υπάρχει διάθεση στην Ευρώπη για μεγάλη σύγκρουση με το Ιράν», επισημαίνει η Φαγέ. «Η Ευρώπη θα πρέπει να ανησυχεί, αλλά θα είναι δύσκολο να ασχοληθεί ταυτόχρονα και με την Ουκρανία, οπότε είναι πιθανό να αφήσει την Ουάσιγκτον να επιλύσει τα ζητήματα στη Μέση Ανατολή».
Πάντως, οι Ευρωπαίοι ήδη αναλαμβάνουν δράση με κάποιο τρόπο: η Ιταλία, η Γερμανία, το Βέλγιο και άλλες χώρες της Ε.Ε. έχουν υποσχεθεί να στείλουν δυνάμεις τους για περιπολίες στην Ερυθρά Θάλασσα.
Οι υπουργοί Εξωτερικών των χωρών-μελών πρόκειται να συναντηθούν στις 19 Φεβρουαρίου για να συζητήσουν αποστολή της Ε.Ε. στην περιοχή.
Η Γαλλία διαθέτει δύο πολεμικά πλοία στην περιοχή, το «Alsace» και το «Languedoc» – το οποίο έχει εκτοξεύσει πυραύλους για να καταρρίψει μη επανδρωμένα αεροσκάφη των Χούθι. Ωστόσο, τα πλοία δεν συμμετέχουν επίσημα στην υπό την ηγεσία των ΗΠΑ επιχείρηση Prosperity Guardian στην Ερυθρά Θάλασσα.
Οι ΗΠΑ και η Βρετανία πραγματοποίησαν πολλαπλά χτυπήματα κατά των Χούθι στην Υεμένη και επιφυλάχθηκαν να αναλάβουν περαιτέρω δράση εάν τα δεξαμενόπλοια και τα εμπορικά πλοία που χρησιμοποιούν την πολυσύχναστη πλωτή οδό εξακολουθήσουν να παρενοχλούνται.
Νωρίτερα αυτόν τον μήνα, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι το Παρίσι δεν είχε συμμετάσχει στις επιθέσεις αυτές, για να αποφύγει την «κλιμάκωση».
Το κόστος σε ενέργεια και τρόφιμα
Η Ερυθρά Θάλασσα είναι από τις σημαντικότερες οδούς παγκοσμίως για τις μεταφορές πετρελαίου και φυσικού αερίου, αλλά μέχρι στιγμής ο αντίκτυπος στις αγορές ενέργειας είναι περιορισμένος – παρόλο που μεγάλες ναυτιλιακές εταιρείες έχουν δώσει εντολή στα πλοία τους να πάρουν τον μακρύ δρόμο γύρω από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας της Αφρικής αντί για τη διώρυγα του Σουέζ.
Μια πιο ριζοσπαστική επιλογή για το Ιράν θα ήταν να κλείσει το Στενό του Ορμούζ – το οποίο συνδέει τον Κόλπο με τον Ινδικό Ωκεανό και αντιπροσωπεύει περίπου το ένα πέμπτο της παγκόσμιας διακίνησης πετρελαίου.
Η πρόσφατη αποφυγή της Ερυθράς Θάλασσας από τα φορτηγά πλοία έχει πιο άμεσο αντίκτυπο στα φρούτα και τα λαχανικά.
Σε αντίθεση με το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, τα ευπαθή γεωργικά προϊόντα δεν μπορούν εύκολα να επαναδρομολογηθούν γύρω από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, καθώς μία τέτοια επιλογή αυξάνει έως και κατά τρεις εβδομάδες τον συνολικό χρόνο διαμετακόμισης.
Αυτό σημαίνει ότι τα φρέσκα προϊόντα κινδυνεύουν να σαπίσουν καθ’ οδόν προς την Ευρώπη, κάτι που θα μπορούσε να διαλύσει την ευρύτερη οικονομία των τροφίμων και να επηρεάσει τον εφοδιασμό της ηπείρου με τα πάντα, από κρέας μέχρι τσάι και καφέ.
Ιδιαίτερα δεχόμαστε πλήγμα οι μεσογειακές χώρες -Ελλάδα, Κύπρος και Ιταλία- οι οποίες προηγουμένως επωφελούμασταν από τη γρήγορη πρόσβαση στη διώρυγα του Σουέζ.
Η «σωστή» απάντηση
Αν και η κλίμακα και ο στόχος της απάντησης που έχει υποσχεθεί να δώσει η Ουάσιγκον για το αιματηρό χτύπημα της βάσης της στην Ιορδανία δεν έχουν αποσαφηνιστεί ακόμη, οποιαδήποτε μονομερής κίνηση θα προκαλούσε αντιδράσεις βασικών συμμάχων της στη Μέση Ανατολή.
Η Σαουδική Αραβία πιέζει για αυτοσυγκράτηση. Η Τουρκία, βασικός σύμμαχος στο ΝΑΤΟ, έχει καταγγείλει την εκστρατεία του Ισραήλ στη Γάζα, ενώ ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατηγορεί τη Βρετανία και τις ΗΠΑ ότι προσπαθούν να μετατρέψουν την Ερυθρά Θάλασσα σε «θάλασσα αίματος».
Η πρόκληση για τον Μπάιντεν είναι το πώς θα προβεί σε αντίποινα χωρίς να διακινδυνεύσει κλιμάκωση από το Ιράν και τους εταίρους του στην περιοχή, αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα τον κίνδυνο να κατηγορηθεί ως «αδύναμος» από τους πολιτικούς του αντιπάλους στο εσωτερικό.
Με πληροφορίες από Reuters, Washington Post, Politico, Guardian