THE NEW YORK TIMES/ANDREW HIGGINS
Με τη γνωστή ροπή του να δημιουργεί ανησυχία στη Δύση, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν έσπευσε την Πέμπτη να στείλει στρατεύματα στην κεντροασιατική χώρα του Καζακστάν, σε μια προσπάθεια να σβήσει την τελευταία από τις πολλές φωτιές που έχουν περικυκλώσει τα εδάφη της πρώην Σοβιετικής Ενωσης. Είναι περιοχές τις οποίες η Μόσχα θεωρεί ως δική της σφαίρα επιρροής, αν και αγωνίζεται να διατηρήσει την ηρεμία σε αυτές. Αν και η κρίση στο Καζακστάν αποκάλυψε για ακόμη μία φορά πόσο ευάλωτοι είναι οι αυταρχικοί ηγέτες στους οποίους έχει εμπιστευθεί το Κρεμλίνο τη διαφύλαξη της τάξης, παράλληλα έδωσε στη Ρωσία μια νέα ευκαιρία να επιβεβαιώσει την επιρροή της στα πρώην σοβιετικά εδάφη, έναν από τους πολυτιμότερους –μακροπρόθεσμα– στόχους του Πούτιν. Η άφιξη 2.500 ενστόλων στο Καζακστάν εν μέσω συνεχιζόμενων εκρήξεων βίας συνιστά την τέταρτη φορά εδώ και δύο χρόνια που η Μόσχα προχωρεί σε επίδειξη ισχύος απέναντι σε γειτονικές της χώρες, τις οποίες η Δύση έχει επί μακρόν επιχειρήσει να προσεταιρισθεί. Είχαν προηγηθεί η Λευκορωσία, η Αρμενία και η Ουκρανία.
Πολλοί αναρωτιούνται πόσες πυρκαγιές μπορούν να ξεπηδήσουν γύρω από τα σύνορα της Ρωσίας
Το θέαμα μιας χώρας όπως το Καζακστάν, που μοιάζει τόσο μεγάλο και δυνατό, να διολισθαίνει τόσο γρήγορα στο χάος είναι σοκαριστικό, λέει ο Μαξίμ Σουχόφ, διευθυντής του κέντρου για Διεθνείς Μελέτες στο Κρατικό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων της Μόσχας. Εδειξε όμως επίσης ότι, με την εξαίρεση της Ουκρανίας, σε όσες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες προσπαθούσαν να ισορροπήσουν μεταξύ Ανατολής και Δύσης, «με την πρώτη ανάφλεξη στρέφονται στη Ρωσία». Ο Σουχόφ λέει ότι η αναταραχή στο Καζακστάν θα μπορούσε να θεωρηθεί μια σοβαρή κρίση, την οποία η Ρωσία θέλει να μετατρέψει σε ευκαιρία. Πολλοί ωστόσο αναρωτιούνται πόσες πυρκαγιές μπορούν να ξεπηδήσουν γύρω από τα ρωσικά σύνορα, προτού μια ανάλογη κρίση ξεσπάσει στη δική της επικράτεια. «Αν κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί στο Καζακστάν, τότε σίγουρα μπορεί να συμβεί και στη Ρωσία», επισημαίνει ο Σκοτ Χόρτον, λέκτορας Νομικής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, ο οποίος έχει διατελέσει σύμβουλος αξιωματούχων στο Καζακστάν και σε άλλες χώρες της Κεντρικής Ασίας τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Αλλοι αναλυτές εκτιμούν πως όσο ο Πούτιν απολαμβάνει την αναστάτωση στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ ως απόδειξη ότι η δημοκρατία αποτυγχάνει, τόσο δυσαρεστείται όταν η πυρκαγιά φτάνει στο κατώφλι της Ρωσίας – ακόμη και αν βραχυπρόθεσμα αποτελεί ευκαιρία. «Οπως και να ‘χει, ο Πούτιν ξέρει να εκμεταλλεύεται καλά μια τέτοια κατάσταση». Αφότου τον Αύγουστο του 2020 προσφέρθηκε να παράσχει «αποτελεσματική βοήθεια» στον πρόεδρο της Λευκορωσίας, Αλεξάντερ Λουκασένκο, για να αναχαιτίσει ένα κύμα τεράστιων διαδηλώσεων, ο Πούτιν απέστειλε «ειρηνευτές» για να σταματήσει έναν άγριο πόλεμο για διαφιλονικούμενα εδάφη μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν. Η Ρωσία έχει αναπτύξει πάνω από 100.000 στρατιώτες στα σύνορά της με την Ουκρανία για να ασκήσει πιέσεις στο Κίεβο να εγκαταλείψει το πολυετές φλερτ του με το ΝΑΤΟ.
Μεταξύ των στρατιωτών που εστάλησαν στο Καζακστάν ήταν μέλη της 45ης Ταξιαρχίας, της επίλεκτης Spetsnaz, μιας μονάδας που είναι διαβόητη για τις επιχειρήσεις της στον πρώτο και τον δεύτερο πόλεμο της Τσετσενίας, την κάποτε ταραγμένη, αλλά τώρα διά της βίας ειρηνική περιοχή του ρωσικού Καυκάσου. Η ίδια ταξιαρχία είχε δραστηριοποιηθεί και στη Νότια Οσετία, περιοχή της Γεωργίας στο επίκεντρο του πολέμου της χώρας με τη Ρωσία το 2008, και στην Κριμαία, την περιοχή που προσάρτησε η Ρωσία το 2014, καθώς και στη Συρία. Κατά πόσον αυτός ο επιθετικός ρόλος συνδράμει τον στόχο του Πούτιν να αποκαταστήσει την κυριαρχία της Ρωσίας στην πρώην σοβιετική σφαίρα επιρροής είναι αντικείμενο παθιασμένης διαμάχης. Στην Ουκρανία, π.χ., πέτυχε το ανάποδο, αφού κατάφερε να μετατρέψει τον σε γενικές γραμμές ρωσόφιλο πληθυσμό σε ορκισμένο εχθρό. Παράλληλα έχει οξύνει το κλίμα εκτός του πρώην σοβιετικού χώρου, γεγονός που έχουν αξιοποιήσει τα αντιρωσικά γεράκια, αναζωπυρώνοντας, π.χ., μια εν υπνώσει συζήτηση στη Σουηδία και τη Φινλανδία κατά πόσον θα έπρεπε να ενταχθούν ή έστω να συνδεθούν στενότερα με το ΝΑΤΟ.
Οταν το Καζακστάν ανεξαρτητοποιήθηκε από τη Σοβιετική Ενωση πριν από τρεις δεκαετίες, κατείχε το τέταρτο μεγαλύτερο οπλοστάσιο πυρηνικών και τεράστια αποθέματα πετρελαίου. Αποτελούσε σε τέτοιο βαθμό υπόσχεση και απειλή, ώστε ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Τζέιμς Μπέικερ Γ΄, έσπευσε στη νέα χώρα για να εδραιώσει τις σχέσεις του πίνοντας βότκα μέσα στη σάουνα με τον ηγέτη Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγιεφ. Εκτοτε το Καζακστάν έχει εγκαταλείψει τα πυρηνικά του, υποδέχθηκε ενεργειακούς γίγαντες των ΗΠΑ, όπως οι Chevron και Exxon Mobil για την ανάπτυξη των κοιτασμάτων του, και έγινε τόσο έμπιστος εταίρος ώστε τον περασμένο Σεπτέμβριο ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, είπε στον Καζάκο ομόλογό του, Κασίμ Τζομάρτ Τοκάγιεφ, ότι «οι ΗΠΑ έχουν την τιμή να αποκαλούν τη χώρα σας φίλη». Την ίδια στιγμή, όμως, μπορεί οι επιδόσεις της χώρας στον τομέα της καταστολής να είναι λιγότερο κακές από άλλες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας, όπως το Τουρκμενιστάν και το Ουζμπεκιστάν, με βάση όμως τη Διεθνή Αμνηστία διενεργούνται εκτεταμένα βασανιστήρια και άλλες μορφές κακοποίησης στα σωφρονιστικά ιδρύματα. Πάντως, στη μετασοβιετική εποχή τα ανθρώπινα δικαιώματα ουδέποτε αποτέλεσαν σημαντικό παράγοντα στους υπολογισμούς των ΗΠΑ και ακόμη λιγότερο σε εκείνους των βασικών ανταγωνιστών τους στην περιοχή, της Ρωσίας και της Κίνας.