Όταν τα ρωσικά στρατεύματα έφυγαν από την πόλη της Μπούκα, λίγο έξω από το Κίεβο, ξεκίνησε μια μαζική επιχείρηση για τον εντοπισμό και την καταγραφή των νεκρών.
Το BBC ακολούθησε αστυνομικούς και οικογένειες των θυμάτων σε αυτή τη δύσκολη και ζοφερή αναζήτηση.
Από τότε που απελευθερώθηκε η Μπούκα, ο αρχηγός της Αστυνομίας, Βιτάλι Λόμπας, περνάει τις ημέρες του μέσα σε μια αίθουσα ενός εγκαταλελειμμένου σχολείου, συλλέγοντας πληροφορίες για τα πτώματα που έχουν εντοπιστεί.
Ο θάνατος του Βιτάλι Μπρέζνεφ
Ένα πρωί, του τηλεφώνησε ο 24χρονος Ντμίτρο Κουσνίρ, αστυνομικός σε ένα από τα τμήματα για τα οποία είναι υπεύθυνος ο Λόμπας, για την καταγραφή ενός πτώματος που είχε εντοπιστεί πίσω από μια πολυκατοικία λίγο έξω από την πόλη.
Το πτώμα βρισκόταν πάνω σε ένα λευκό πάπλωμα στολισμένο με κόκκινα λουλούδια και περιστοιχισμένο από άδεια μπουκάλια μπίρας και άλλων αλκοολούχων ποτών. Οι δύο άνδρες που βρίσκονταν εκεί, φορούσαν μπλε χειρουργικά γάντια, δίνοντας την εντύπωση ότι ήταν υγειονομικοί υπάλληλοι. Όμως, οι ίδιοι είπαν ότι ονομάζονται Βολοντίμιρ και Σέρχι Μπρέζνεφ και ότι ήταν ο πατέρας και ο αδελφός του νεκρού άνδρα.
Το πτώμα στην κουβέρτα ανήκε στον Βιτάλι Μπρέζνεφ, έναν 30χρονο πρώην μάγειρα, ο οποίος, πριν από τη ρωσική εισβολή, ζούσε μια ήσυχη ζωή με τη σύντροφό του στον έκτο όροφο της πολυκατοικίας, η οποία τώρα ορθωνόταν μπροστά από το άψυχο σώμα του.
Ο Βολοντίμιρ και ο Σέρχι είχαν χάσει επαφή με τον Βιτάλι έναν μήνα νωρίτερα, όταν οι Ρώσοι κατέλαβαν την Μπούκα και οι επικοινωνίες διακόπηκαν. Ήταν αδύνατον να εισέλθουν στην περιοχή και να πλησιάσουν το κτίριο, έτσι τον αναζητούσαν για έναν μήνα στο διαδίκτυο, ψάχνοντας μάταια στα social media για κάποιο στοιχείο ότι είναι ζωντανός.
Όταν οι ρωσικές δυνάμεις τελικά αποσύρθηκαν, πριν από περίπου μία εβδομάδα, ο Σέρχι δέχθηκε ένα τηλεφώνημα από τα σύντροφο του Βιτάλι, η οποία του διηγήθηκε όλα όσα είχαν συμβεί. Σύμφωνα με την ίδια, οι Ρώσοι επιτέθηκαν στην πολυκατοικία και εισέβαλαν ένοπλοι σε όλα τα διαμερίσματα, απαιτώντας να τους δώσουν οι κάτοικοι τις κάρτες SIM και τα κλειδιά τους.
Ανέκριναν την ίδια και τον Βιτάλι σε χωριστά δωμάτια, τους χτύπησαν και πυροβόλησαν το σκυλί τους, είπε η κοπέλα. Στη συνέχεια, την πήγαν στο υπόγειο μαζί με κάποιους άλλους κατοίκους της πολυκατοικίας και έφραξαν την πόρτα, αλλά τον Βιτάλι τον μετέφεραν σε άλλο μέρος και της είπαν ότι δεν θα τον ξαναέβλεπε, όπως και έγινε.
«Φαινόταν ότι κάποιος είχε δολοφονηθεί»
Όταν ο ουκρανικός στρατός κήρυξε τη Μπούκα αρκετά ασφαλή ώστε να επιστρέψουν οι κάτοικοι, ο Βολοντίμιρ και ο Σέρχι πήγαν στην πολυκατοικία που έμενε ο Βιτάλι. Μέσα, βρήκαν λεκέδες από αίμα στα πατώματα και στις σκάλες και σκόρπιες φωτογραφίες από τα διαμερίσματα. Στις πόρτες υπήρχαν τρύπες από τους πυροβολισμούς με τις καραμπίνες. Οι ατσάλινες πόρτες είχαν παραβιαστεί με λοστούς.
«Φαινόταν ότι κάποιος είχε δολοφονηθεί εκεί μέσα», είπε ο Σέρχι. «Αλλά δεν υπήρχε πτώμα».
Πίσω από το κτίριο και δίπλα σε ένα δάσος, βρήκαν έναν ρηχό τάφο και ξεκίνησαν να σκάβουν. Χρειάστηκε χρόνος για να βγάλουν από μέσα το πτώμα. Πρώτα είδαν ένα λουλουδάτο πάπλωμα που δεν αναγνώριζαν και στις καρδιές τους άναψε μια σπίθα ελπίδας.
Όταν όμως ξέθαψαν το πτώμα, είδαν ότι μέσα στο πάπλωμα υπήρχε μια κουρτίνα από το διαμέρισμα του Βιτάλι. Ύστερα, είδαν τα παπούτσια του νεκρού και τους φάνηκαν γνωστά. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και έπρεπε να γυρίσουν σπίτι πριν αρχίσει να ισχύει η απαγόρευση κυκλοφορίας, έτσι σκέπασαν το σώμα με ένα σεντόνι, ενώ μέσα τους υπήρχαν ακόμα μερικά ψήγματα ελπίδας.
Την επόμενη μέρα, ο Βολοντίμιρ και ο Σέρχι κατάφεραν να βγάλουν τα παπούτσια και τις κάλτσες του νεκρού και είδαν τα πόδια του Βιτάλι.
«Είδαμε το σχήμα των ποδιών του», είπε ο Βολοντίμιρ.
«Μετά κοιτάξαμε το σχήμα της μύτης και των χεριών του», συνέχισε ο Σέρχι. «Και ξέραμε πως ήταν συγγενής μας».
Ο Βολοντίμιρ είχε αγοράσει το μικρό διαμέρισμα στην Μπούκα για τον Βιτάλι πριν από δύο χρόνια, ως επένδυση για το μέλλον του γιου του.
«Είχε μια ήσυχη ζωή εδώ», είπε ο Σέρχι. «Ήταν ένα απλό παιδί, και τίποτε άλλο, ένας καλόκαρδος άνθρωπος. Έδινε πάντα το είναι του».
«Ήταν γιος και αδελφός», είπε ο Βολοντίμιρ, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά του.
«Ήταν οι γείτονές μας»
Αργότερα την ίδια ημέρα, ο αστυνόμος Λόμπας ήταν ακόμη πιο απασχολημένος. Η λίστα στο γραφείο του γινόταν όλο και μεγαλύτερη και το τηλέφωνό του δεν σταματούσε να χτυπά.
Μια γυναίκα είχε βρεθεί νεκρή σε ένα πηγάδι δίπλα από μια φάλαγγα κατεστραμμένων ρωσικών τανκς. Υπήρχε ένα πτώμα στον ένατο όροφο μιας πολυκατοικίας. Ένας οδηγός τηλεφώνησε και είπε ότι δεν μπορούσε να βρει το πτώμα που τον είχαν στείλει να περισυλλέξει.
Ο Λόμπας δέχθηκε κι άλλο τηλεφώνημα. «Εννέα;», ρώτησε. «Πού;»
Το τηλεφώνημα ήταν από μια αστυνομική μονάδα ενός γειτονικού τμήματος. Εννέα πτώματα είχαν ταφεί σε ένα κοντινό χωράφι. Ο Λόμπας τηλεφώνησε τότε σε μία από τις κινητές μονάδες του. «Η ομάδα είναι εξαντλημένη και δεν έχουν άλλους σάκους για τα πτώματα», είπε. «Περισυλλέγουν πτώματα όλη μέρα… Σας παρακαλώ πηγαίνετε να τους βοηθήσετε. Βρείτε σάκους και βοηθήστε τους να μαζέψουν τα πτώματα».
Οι εννέα τάφοι σχημάτιζαν μια ευθεία γραμμή στην άκρη του χωραφιού. Οι νεκροί είχαν ταφεί από τους γείτονές τους κατά τη διάρκεια της ρωσικής εισβολής στην πόλη.
«Κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους πέθαναν επειδή δεν μπορούσαν να βρουν φάρμακα και κάποιοι δολοφονήθηκαν από τους Ρώσους», είπε ένας 45χρονος από την περιοχή.
«Ήταν οι γείτονές μας», δήλωσε, με μια έκφραση θυμού στο πρόσωπό του.
«Αυτός είναι ο θείος Τόλια που έμενε στο δίπλα κτίριο και εδώ, ένας γείτονάς του. Εδώ είναι ένας άλλος που έμενε δίπλα και τον γνώριζα. Αυτός εδώ ο άντρας έχει τραύμα από σφαίρα, δεν τον ξέραμε αλλά βρήκαμε πάνω του το διαβατήριό του. Αυτή η ηλικιωμένη είχε σοβαρή μορφή διαβήτη και προσπαθήσαμε να τη βοηθήσουμε να φύγει από την Μπούκα αλλά δεν υπήρχε ανθρωπιστικός διάδρομος, κι έτσι πέθανε. Αυτός ο άνδρας πήγε τον σκύλο του βόλτα και δεν επέστρεψε ποτέ. Δεν είμαστε παθολόγοι, αλλά φαίνεται σαν να τον πυροβόλησαν», είπε ο άντρας, μιλώντας για τους νεκρούς.