Γιώργος Σκαφιδάς
Η χρονιά που φεύγει είχε απ’ όλα: πολέμους και ειδικές στρατιωτικές επιχειρήσεις, εκλογικές αναμετρήσεις και πανδημίες, πολύνεκρες διαδηλώσεις, κυρώσεις και πυρηνικές απειλές.
Το 2022 μπήκε δυναμικά, με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία να ανεβάζει κατακόρυφα την ένταση στις 24 Φεβρουαρίου, αναδιαμορφώνοντας στην πορεία το διεθνές σκηνικό μέσα στο οποίο θα διεξάγονταν οι πολλές και σημαντικές εκλογικές αναμετρήσεις των περασμένων μηνών.
Πριν από περίπου 10 με 12 μήνες, θα μπορούσε κανείς – χωρίς να κινδυνεύει να θεωρηθεί υπερβολικός – να προχωρήσει σε μια σειρά από «προβλέψεις»: Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να πει ότι «βλέπει» τους Ρώσους να νικούν εύκολα στην Ουκρανία, τον Μπολσονάρο να επανεκλέγεται στην προεδρία της Βραζιλίας, τους Ρεπουμπλικάνους στις ΗΠΑ να ανακτούν άνετα τον έλεγχο και στα δύο σώματα του Κογκρέσου, και την Κίνα να ανακάμπτει αναπτυξιακά έχοντας θέσει υπό πλήρη έλεγχο την εξάπλωση της Covid 19. Ακόμη και πριν από 12 μήνες πολλοί βέβαια θα αντιδρούσαν στο άκουσμα των παραπάνω προβλέψεων, χωρίς όμως να μπορούν και να τις αποκλείσουν.
Τελικώς, από όλα τα παραπάνω τίποτα δεν συνέβη.
Βλ. Πούτιν (Mikhail Metzel, Sputnik, Kremlin Pool Photo via AP)
Οι ρωσικές δυνάμεις στην Ουκρανία δεν κατάφεραν να αλώσουν το Κίεβο αν και το επιχείρησαν, ενώ στην πορεία έχασαν και κάποια από τα εδάφη (Χάρκοβο, Χερσώνα) που είχαν καταφέρει να καταλάβουν εντός των ουκρανικών συνόρων. Εάν ο στόχος τους ήταν να φέρουν σε πέρας μια επιχείρηση – αστραπή που θα οδηγούσε την Ουκρανία υπό ρωσικό έλεγχο, αυτή η επιχείρηση απέτυχε. Πλέον, έπειτα από δέκα μήνες πολέμου, οι Ρώσοι οχυρώνονται εντός των ουκρανικών συνόρων σε μια προσπάθεια να αποτρέψουν νέες επαπειλούμενες απώλειες.
Κατά τα λοιπά και παρά τις πυρηνικές απειλές του, ο Βλαντιμίρ Πούτιν δεν προχώρησε σε κάποιο πυρηνικό πλήγμα (αν και έχασε τη «ρωσική» Χερσώνα έπειτα από την προσάρτησή της), πλην όμως αναγκάστηκε να προχωρήσει σε μερική επιστράτευση αν και ο πόλεμος στην Ουκρανία για τη Μόσχα ακόμη δεν είναι πόλεμος αλλά μια ειδική στρατιωτική επιχείρηση.
Ντ. Τραμπ (AP Photo/Andrew Harnik, File)
Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, οι Ρεπουμπλικάνοι του Ντόναλντ Τραμπ δεν τα πήγαν τελικώς τόσο καλά όσο ανέμεναν στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου. Αντί να ανακτήσουν άνετα τις πλειοψηφίες και στα δύο σώματα του Κογκρέσου πάνω σε ένα «κόκκινο τσουνάμι» όπως προσδοκούσαν, τελικώς το μόνο που κατάφεραν ήταν να πάρουν τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων, κι αυτόν όχι με την ευρεία πλειοψηφία που θα ήθελαν.
Για τα επόμενα δύο χρόνια, έως και τις προεδρικές του 2024, οι Δημοκρατικοί θα έχουν τον (διευρυμένο/ενισχυμένο μάλιστα σε σχέση με πριν) έλεγχο της Γερουσίας και οι Ρεπουμπλικάνοι τον έλεγχο της Βουλής, ενώ ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ έχει πια αρχίσει να αντιμετωπίζεται ως «βάρος» από την πλευρά πολλών Ρεπουμπλικάνων που δεν κρύβουν ότι θα ήθελαν να δουν το κόμμα τους να πηγαίνει στις εκλογές του 2024 με προεδρικό υποψήφιο όχι τον 76χρονο πρώην πρόεδρο αλλά τον 44χρονο κυβερνήτη της Φλόριντα, Ρον ντε Σάντις.
Νοτιότερα, στη Βραζιλία, ο Ζαΐρ Μπολσονάρο τελικώς όχι μόνο ηττήθηκε στις προεδρικές εκλογές του Οκτωβρίου από τον Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα αλλά και «αποδέχτηκε» την ήττα του.
Τα σενάρια που ήθελαν τη Βραζιλία να ζει σκηνές τύπου «6ης Ιανουαρίου 2021», με τους οπαδούς του Μπολσονάρο να επιχειρούν δηλαδή κάτι σαν πραξικόπημα (όπως οι οπαδοί του Τραμπ στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ τον Ιανουάριο του 2021) εκβιάζοντας την παραμονή του εκλεκτού τους στην εξουσία παρά το εκλογικό αποτέλεσμα, τελικώς δεν πέρασαν από τη θεωρία στην πράξη. Τα περιορισμένης έκτασης επεισόδια, που σημειώθηκαν σε κάποιες περιπτώσεις, δεν εξαπλώθηκαν ούτε προσέλαβαν μεγαλύτερη ένταση, ενώ και η προσφυγή στις εκλογικές Αρχές, με την οποία ο Μπολσονάρο ζητούσε την ακύρωση μερίδας ψήφων επικαλούμενος δυσλειτουργίες, «κατέπεσε» μάλλον εύκολα και χωρίς να δοθεί συνέχεια, με τη Δικαιοσύνη να επιβάλει μάλιστα πρόστιμο στην πλευρά του Μπολσονάρο που φέρεται να «ενήργησε κακόπιστα» κατά την αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος.
Το 2022 θα σημαδευόταν ωστόσο και από «ιστορικές» διαδηλώσεις διαμαρτυρίας σε άλλες χώρες. Τους περασμένους μήνες χιλιάδες πολίτες βγήκαν, διαμαρτυρόμενοι, στους δρόμους του Ιράν έπειτα από τον θάνατο της 22χρονης Μαχσά Αμινί αλλά και στην Κίνα ενάντια στους δρακόντειους zero Covid περιορισμούς που έμελλε να θεωρηθούν (συν)υπεύθυνοι και για τον θάνατο δέκα ανθρώπων από πυρκαγιά σε πολυκατοικία στην επαρχία Σιντζιάνγκ.
REUTERS/Dilara Senkaya
Οι ιρανικές Αρχές, υπό την ηγεσία του προέδρου Εμπραχίμ Ραϊσί και του αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, απάντησαν στην εκ των έσω αμφισβήτηση εξαπολύοντας σκληρές και πολύνεκρες κατασταλτικές επιχειρήσεις, με τους διαδηλωτές και τις διαδηλώτριες ωστόσο να επιστρέφουν ξανά και ξανά στους δρόμους φέρνοντας έτσι σε εξαιρετικά δύσκολη θέση το θεοκρατικό ιρανικό καθεστώς.
Στην Κίνα από την άλλη πλευρά, οι Αρχές βρέθηκαν αντιμέτωπες με τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις των τελευταίων τριών δεκαετιών, μετά την Τιενανμέν το 1989. Υπό το βάρος των επιπτώσεων που είχαν στην κοινωνία και κυρίως στην οικονομία τα (πρακτικώς αδιέξοδα σε μεγάλο βαθμό) μέτρα τύπου zero Covid, οι κινεζικές Αρχές αναγκάστηκαν εν τω μεταξύ να κάνουν πίσω χαλαρώνοντας κάποιους από τους περιορισμούς, αποδεχόμενες έτσι – εμμέσως πλην σαφώς – λάθη, αδυναμίες και ελλείψεις.
«Αντί να δείξουν αδυναμία, τα δημοκρατικά συστήματα επέδειξαν ανθεκτικότητα. Αντί να δείξουν δύναμη, τα αυταρχικά συστήματα επέδειξαν τις τρωτότητές τους», σημειώνει ο Ζακ Μπίτσαμ σε άρθρο του για τον ιστοχώρο Vox, αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι μέσα στο 2022 είχαμε και άλλες εξελίξεις προς την αντίθεση κατεύθυνση: τη σαρωτική νίκη του Βίκτορ Όρμπαν στις εκλογές του Απριλίου στην Ουγγαρία, την άνοδο ακροδεξιών δυνάμεων στις εκλογές του Νοεμβρίου στο Ισραήλ, την εκλογή του Φερντινάντ Μπονγκμπόνγκ Μάρκος τζούνιορ (υιού του δικτάτορα Φερντινάντ Μάρκος) στην προεδρία των Φιλιππίνων και της Σάρα Ντουτέρτε (κόρης του Ροντρίγκο Ντουτέρτε) στην αντιπροεδρία…
«Η χρονιά που σκόνταψαν οι ισχυροί»
O Γκίντεον Ράχμαν των Financial Times προσεγγίζει, από την πλευρά του, το 2022 ως τη χρονιά κατά την οποία «σκόνταψαν οι ισχυροί» («The year the strongmen stumbled»).
Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν έχει μέχρι στιγμής εξελιχθεί όπως θα επιθυμούσε ο Βλαντιμίρ Πούτιν, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι η Ρωσία έχει ηττηθεί ή ότι το 2023 δεν θα είναι δύσκολο για τους Ουκρανούς.
Σύμφωνα με τον Ράχμαν ωστόσο, η χρονιά που φεύγει ήταν κακή και για τον Πούτιν αλλά και για πολλά από τα αυταρχικά καθεστώτα που τον υποστηρίζουν. Το Ιράν για παράδειγμα, που έχει στηρίξει τις ρωσικές δυνάμεις με drones στο ουκρανικό μέτωπο, κλήθηκε να διαχειριστεί τις πιο έντονες διαδηλώσεις που έχει ζήσει μετά το 1979, ενώ ο Αλί Χαμενεΐ είναι πια 83 ετών και άρρωστος, όπως σημειώνει ο Ράχμαν, ο οποίος βλέπει παράλληλα και το πολιτικό εκτόπισμα του 76χρονου Τραμπ να ξεφουσκώνει στον δρόμο προς το 2024…
«Ακόμη και στην Τουρκία, η κυριαρχία των ισχυρών ανδρών (σ.σ. strongman rule) κλυδωνίζεται», καταλήγει ο αρθρογράφος των FT με το βλέμμα στραμμένο στον Ερντογάν, αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι παρά τα μεγάλα λάθη που μπορεί να κάνουν, οι αυταρχικοί ηγέτες είναι συχνά πολύ δύσκολο να μας απαλλάξουν από την παρουσία τους…