Kathimerini.gr
ΘΥΜΙΟΣ ΤΖΑΛΛΑΣ
Το εβδομαδιαίο ραντεβού της βασίλισσας με τον εκάστοτε επικεφαλής της κυβέρνησης, εδώ και 70 χρόνια, ήταν μια συνάντηση σε ανώτατο πολιτειακό επίπεδο και συχνά με ψυχοθεραπευτικές προεκτάσεις.
Στο θεατρικό έργο The Audience, ο Χάουαρντ Γουίλσον, πρωθυπουργός της Βρετανίας τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, ανοίγει σε κάποια στιγμή συζήτηση με τη βασίλισσα Ελισάβετ για βιβλία. Η κουβέντα καταλήγει σε μια άβολη στιγμή σιωπής, με την Ελισάβετ ανήμπορη να επιδείξει στοιχειώδεις γνώσεις λογοτεχνίας. Θεατρική αδεία, ο συγγραφέας ομολόγησε το κοινό μυστικό στη Βρετανία: η βασίλισσα δεν κατάφερε ποτέ να αποκτήσει αξιόλογη μόρφωση.
Ο σεβασμός στον θεσμό της μοναρχίας και στο πρόσωπο της Ελισάβετ επέτρεπε στον βρετανικό δημόσιο διάλογο μόνο τέτοιες φευγαλέες υπόνοιες για την επάρκεια της βασίλισσας. Κάποιοι υπήρξαν πιο άμεσοι. «Μπορείς να εκλέγεις το μεγαλείο, αλλά όχι να το κληροδοτείς γενετικά», είχε γράψει στο περιοδικό Prospect ο συγγραφέας Γιαν Μαρτέλ. «Στους Ουίνδσορ η μόρφωση ήταν άγνωστη λέξη σε σχέση με το ενδιαφέρον για τα σκυλιά ή τα άλογα», αναφέρει στο βιβλίο του για τη βασίλισσα ο Ντιν Πάλμερ, παραγωγός ντοκιμαντέρ για το BBC. Η μητέρα της βασίλισσας θεωρούσε ότι η μόρφωση ήταν μια αχρείαστη ταλαιπωρία για τις δύο κόρες της (Μάργκαρετ και Ελισάβετ), ένας αποπροσανατολισμός από τον πραγματικό στόχο: έναν καλό γάμο.
Ίσως το σημαντικότερο επίτευγμα της βασίλισσας είναι πως οι αναφορές αυτές αφορούν το περιθώριο του βίου της και όχι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του. Η Ελισάβετ δεν όφειλε τον γενικό σεβασμό των συμπατριωτών της στην αγάπη της για τις επιστήμες, την αρχιτεκτονική ή τις τέχνες. Ήταν η προσήλωση στον ρόλο της και ο σχεδόν αψεγάδιαστος τρόπος με τον οποίο τον επιτελούσε που την καθιστούσαν μία από τις πλέον επιτυχημένες βασίλισσες στη μακραίωνη ιστορία του θεσμού. Μόνο το 7% των Βρετανών έχει αρνητική άποψη για εκείνη, ενώ τη συμπαθεί περίπου το 76% (το αντίστοιχο ποσοστό για τον πρωθυπουργό της χώρας ή τον αρχηγό της αντιπολίτευσης κυμαίνεται στο 25%).
Ενώ η Ελισάβετ ήταν ένα τόσο εκτεθειμένο δημόσιο πρόσωπο, με κορυφαίο συμβολικό ρόλο (επικεφαλής του κράτους, του στρατού και της Εκκλησίας) και άμεση πρόσβαση στο «αυτί του πρωθυπουργού», εντούτοις είχε αποφύγει με θαυμαστή συνέπεια οποιαδήποτε ανάμειξη στις δουλειές των πολιτικών. Και όμως, κανείς άλλος συμπατριώτης της δεν είχε τόσες ευκαιρίες να αναμειχθεί. Ποιος άλλος Βρετανός μπορεί να επικαλεστεί ότι συναντά τον πρωθυπουργό κάθε εβδομάδα από το 1952; Με έναν πρόχειρο υπολογισμό, τα τελευταία 70 χρόνια η Ελισάβετ είχε περάσει περίπου 1.200 ώρες με 15 πρωθυπουργούς.
Οι ακροάσεις
Η εβδομαδιαία συνάντηση του αρχηγού της κυβέρνησης με την αρχηγό του κράτους λεγόταν audience (ακρόαση). Ήταν ένα έθιμο που ξεκίνησε από τον Τσόρτσιλ και τον πατέρα της Ελισάβετ, βασιλιά Γεώργιο ΣΤ΄, αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ανάλογα με την προσωπική χημεία ανάμεσα στον πρωθυπουργό και στη μονάρχη, οι συναντήσεις μπορεί να διαρκούσαν από 20 λεπτά μέχρι και δύο ώρες. Δεν τηρούνταν πρακτικά, δεν παρίσταντο σύμβουλοι. Ήταν μόνο η βασίλισσα και ο πρωθυπουργός και όσα έλεγαν δεν κοινοποιούνταν. Η εχεμύθεια δεν είχε σπάσει ποτέ από το Παλάτι, άλλη μία ένδειξη της προσοχής με την οποία η Ελισάβετ συμπεριφερόταν στον ρόλο της. Κυρίως από αφηγήσεις πρωθυπουργών ξέραμε τα δύο κυρίαρχα χαρακτηριστικά των συναντήσεων.
Ήταν κατ’ αρχάς ουσιαστικές πολιτικές συνομιλίες, στις οποίες η βασίλισσα προσερχόταν έχοντας διαβάσει λεπτομερώς το briefing που της παρέδιδαν οι συνεργάτες της. «Μη γελιέστε, οι συναντήσεις είναι απαιτητικές και δεν έχουν εθιμοτυπικό χαρακτήρα. Η βασίλισσα γνωρίζει καλά το αντικείμενο και έχει τεράστια εμπειρία», είχε πει η Μάργκαρετ Θάτσερ. «Καθ’ οδόν για να δω τη βασίλισσα και ξέρω ότι, όπως πάντα, θα μου κάνει τις πιο δύσκολες ερωτήσεις», είχε γράψει στο Τwitter ο Μπόρις Τζόνσον.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό των συναντήσεων ήταν ο προσωπικός τους χαρακτήρας. Ο γραμματέας της Ελισάβετ, Σερ Τόμι Λάσελς, είχε γράψει στα απομνημονεύματά του ότι συχνά έβλεπε τον Τσόρτσιλ να φεύγει από το δωμάτιο σκουπίζοντας τα μάτια του. Ο Εργατικός πρωθυπουργός Τζέιμς Κάλαχαν (1976-79) είχε πει ότι το να συναντάς την Ελισάβετ είναι σαν να μιλάς με τον ψυχίατρο. Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Τόνι Μπλερ, τριάντα χρόνια αργότερα: «Δεν υπάρχει τίποτα που να μην μπορείς να πεις στη βασίλισσα, γιατί ξέρεις ότι δεν θα φανερώσει ποτέ τίποτε σε κανέναν. Της έλεγα τα πάντα, από τα νέα της οικογένειας μέχρι τις μεγάλες μου αποφάσεις». Ο Συντηρητικός Τζον Μέιτζορ (1990-1997) είχε επικυρώσει: «Με τη βασίλισσα μπορείς να συζητήσεις πραγματικά τα πάντα». Η ίδια η Ελισάβετ σε ντοκιμαντέρ του BBC το 1992 είχε πει ότι οι συναντήσεις «βοηθούν τους πρωθυπουργούς να εκτονώνουν λίγη από την πίεση που νιώθουν όταν ασκούν τα καθήκοντά τους». Ακόμη και η περιγραφή του ρόλου του μονάρχη με συνταγματικούς όρους, διατυπωμένη από τον μεγάλο Βικτωριανό συγγραφέα Γουόλτερ Μπάτζετ, ενέχει μια ψυχοθεραπευτική διάσταση: «να συμβουλεύει, να ενθαρρύνει και να προειδοποιεί».
Ουίνστον, ο αγαπημένος
Το 1952, όταν η Ελισάβετ ανέβηκε στον θρόνο, οι ρόλοι ήταν αντίστροφοι. Θα ήταν μάλλον παράδοξο η 26χρονη βασίλισσα να συμβουλεύει τον 78χρονο Τσόρτσιλ. Λίγο πριν από την πρώτη τους συνάντηση, ο πρωθυπουργός αναφώνησε στους συνεργάτες του: «Μα είναι παιδί!». Και όταν η πόρτα έκλεισε πίσω τους, είπε στη βασίλισσα: «Τώρα, λόγω εμπειρίας, θα σας συμβουλεύω εγώ, θα έρθει όμως η στιγμή που θα συμβουλεύετε πρωθυπουργούς νεαρότερους από εσάς». Όταν της απηύθυνε αυτά τα λόγια, ο Τόνι Μπλερ, ο Ντέιβιντ Κάμερον, η Τερέζα Μέι και ο Μπόρις Τζόνσον δεν είχαν γεννηθεί.
Ο Τσόρτσιλ υπήρξε ο μέντορας της Ελισάβετ και διαμόρφωσε το πολιτικό αισθητήριό της όσο κανείς άλλος. Το 1955, όταν πια αποσύρθηκε από την πολιτική ζωή, η Ελισάβετ τού έγραψε για να του πει πόσο της έλειπε και πόσο καθοριστική υπήρξε η καθοδήγησή του στις πρώτες της μέρες στον θρόνο. Δέκα χρόνια αργότερα, στην κηδεία του, η βασίλισσα έσπασε το πρωτόκολλο και προσήλθε πριν από την οικογένεια στο λαϊκό προσκύνημα της σορού στο Ουέστμινστερ Χολ (σε αυτές τις περιπτώσεις η μονάρχης προβλεπόταν να φτάνει τελευταία). Όταν τη ρώτησαν ποιος υπήρξε ο αγαπημένος της πρωθυπουργός, απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη: «Winston of course, because it’s always such fun». Σε σχέση με όσους ακολούθησαν, ο Τσόρτσιλ ήταν ασύγκριτα πιο αστείος και συναρπαστικός. Οι τρεις Τόρις που κυβέρνησαν διαδοχικά τη Βρετανία τη δεκαετία 1955-1964 (Σερ Ίντεν, Σερ Μακμίλαν και Σερ Ντάγκλας Χιουμ) ήταν προβλέψιμοι αριστοκράτες. Άθελά τους προλείαναν το έδαφος για την αβίαστα καλή σχέση της Ελισάβετ με τον «λαϊκό και εύκολο» Χάρολντ Γουίλσον, τον πρώτο Εργατικό πρωθυπουργό μετά το 1951.
Εργατικοί: πάντα καλή παρέα
Εκ πρώτης όψεως ο Γουίλσον και η Ελισάβετ δεν είχαν πολλά κοινά. Εκείνος αριστερός και μοντέρνος, με μεταρρυθμιστική ατζέντα και εμμονή στο να μετατρέψει τη Βρετανία σε τεχνολογικό έθνος. Εκείνη συντηρητική εκπρόσωπος ενός θεσμού που αντλεί την ισχύ του από το παρελθόν. Όμως ο Γουίλσον ήταν καλή παρέα και μετρ της ανάλαφρης κουβέντας (του άρεσε να μοιράζεται με τη βασίλισσα ιστορίες για τις ερωτικές περιπέτειες του Ζισκάρ Ντ’ Εστέν στο εξωτικό Παρίσι). Οι συναντήσεις τους ξεπερνούσαν τις δύο ώρες και μετά το πέρας τους ο πρωθυπουργός συνέχιζε και στα κοκτέιλ.
Ακόμη σπουδαιότερο όμως, ο Γουίλσον αποδείχθηκε ένας συντηρητικός Εργατικός πρωθυπουργός που δεν είχε καμία πρόθεση να δυσκολέψει τη μοναρχία. Εκτός από πιπεράτες ιστορίες για τον Ντ’ Εστέν, εξασφάλισε στο Παλάτι διαδοχικές αυξήσεις των κυβερνητικών κονδυλίων υπό τον φόβο του στιγματισμού του ως ανατροπέα των βρετανικών ηθών και αξιών. Ο διάδοχός του, Τζέιμς Κάλαχαν (επίσης εξαιρετικά συμπαθής στη βασίλισσα), συνέχισε στο ίδιο μοτίβο. Η απειλή δεν ήρθε ποτέ από την Αριστερά για την Ελισάβετ, σε βαθμό που οι ριζοσπάστες αριστεροί μέσα στο κόμμα, όπως ο Τόνι Μπεν, άρχισαν να διαμαρτύρονται για την ειδική σχέση του κόμματος με το Παλάτι. Η πρώτη μεγάλη κρίση διαρκείας στις σχέσεις της Ελισάβετ με την Ντάουνινγκ Στριτ ήρθε μαζί με τη Μάργκαρετ Θάτσερ.
Διακοπές για τεμπέληδες
Δεν υπήρχε ίχνος προσωπικής σύνδεσης ανάμεσα στις δύο γυναίκες. Η Θάτσερ ήταν αυτοδημιούργητη, με καλές σπουδές και μια δύσκολη ανέλιξη στο σημαντικότερο πόστο της χώρας. Δεν ένιωσε ποτέ άνετα με το lifestyle του Παλατιού. Οι συναντήσεις με τη βασιλική οικογένεια σε πιο χαλαρό επίπεδο στην εξοχική βασιλική κατοικία στη Σκωτία ήταν ένα μαρτύριο για εκείνη. Θεωρούσε χάσιμο χρόνου τις εθιμοτυπίες, τις συζητήσεις για άλογα και τους περιπάτους στις εξοχές. Το κυριότερο, δεν είχε καμία ανοχή για όσους έχαναν τον δικό τους χρόνο, αδιάφορο αν το έκαναν μέσα στα πλούτη ή στη φτώχεια. Στον κόσμο της Θάτσερ όλοι έπρεπε να δουλεύουν αδιάκοπα. Όταν, μετά τον πόλεμο των Φόκλαντ η Ελισάβετ επιχείρησε να υπενθυμίσει στον Σεσίλ Πάρκινσον (υπουργό των Τόρις και ιθύνοντα νου στη μεγαλοπρεπή εκλογική της νίκη του 1983) ότι η Θάτσερ χρειάζεται διακοπές, εισέπραξε την απάντηση ότι η πρωθυπουργός θεωρεί πως «οι διακοπές είναι για τους τεμπέληδες».
Η θατσερική ανοχή στην απραξία ήταν μηδενική, είτε απέναντι στη βασίλισσα είτε στον άνεργο ανθρακωρύχο που δεν έπαιρνε τη ζωή στα χέρια του για να στύψει την πέτρα ενώ βρισκόταν με την πλάτη στον τοίχο. Και εκείνη την περίοδο, οι άνεργοι ήταν πάρα πολλοί. Η Θάτσερ δεν ήταν Γουίλσον. Ήρθε με πραγματική ατζέντα ανατροπής και την έβαλε σε εφαρμογή, διχάζοντας τη χώρα όπως κανείς άλλος Βρετανός πρωθυπουργός τον 20ό αιώνα. Έκλεισε τις παλιές βιομηχανίες και τα ορυχεία, με το επιχείρημα ότι η ανάγκη επανεκκίνησης της βρετανικής οικονομίας δεν είχε τίμημα. Όταν οι ανθρακωρύχοι βγήκαν στα χαρακώματα και η χώρα βρέθηκε στα πρόθυρα της εξέγερσης, το Παλάτι ανησύχησε. To 1985, από το «κόκκινο Μάντσεστερ» και την πρώτη σελίδα της εφημερίδας Manchester Evening News, ο πρίγκιπας Κάρολος εξέφρασε την αγωνία του απέναντι στο ενδεχόμενο να παραλάβει ως διάδοχος μια διχασμένη χώρα, χωρισμένη σε έχοντες και μη έχοντες, με ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας αποξενωμένο. Η Θάτσερ τηλεφώνησε εξαγριωμένη στο Παλάτι για να ζητήσει εξηγήσεις. Ο Νόρμαν Τέμπιντ, ένας από τους επιφανέστερους σκληροπυρηνικούς συνεργάτες της Θάτσερ, κατακεραύνωσε τον διάδοχο στην τηλεόραση: «Είναι λογικό ο πρίγκιπας Κάρολος να ανησυχεί για τους ανέργους, έφτασε 40 χρονών και δεν έχει δουλέψει ούτε αναλάβει κάποια ευθύνη στη ζωή του». Στον απαξιωτικό εξάψαλμο του Τέμπιντ προς τον γιο της σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση, η Ελισάβετ θα πρέπει να αναγνώρισε και τα λόγια του Πάρκινσον για τις διακοπές των τεμπέληδων στη δική τους ιδιωτική συνομιλία το καλοκαίρι του ’82.
Ο θανάσιμος κίνδυνος
Ο πρωθυπουργός πάντως που έσωσε τη βασίλισσα από τον θανάσιμο κίνδυνο της απραξίας ήταν ο Τόνι Μπλερ. Όταν η Ελισάβετ επέλεξε να μην κάνει τίποτα και να αποτραβηχτεί από τον εθνικό θρήνο για τον θάνατο της πριγκίπισσας Νταϊάνα το 1997, ο Μπλερ με μια ιστορική του παρέμβαση την έπεισε να συμμετάσχει στο εθνικό πένθος χωρίς αστερίσκους και δεύτερες σκέψεις. Ο Μπλερ ενστικτωδώς αναγνώρισε ότι χειριζόταν την πιο δύσκολη στιγμή της μοναρχίας στη σύγχρονη ιστορία του θεσμού. Σε αντίθεση με τα έμμεσα λόγια συμπάθειας για τους ανθρακωρύχους, το Παλάτι δεν έβρισκε να πει δυο κουβέντες για τον τραγικό θάνατο ενός μέλους της οικογένειας. Ο αναχωρητισμός εκλήφθηκε ως σιωπηρή αποδοκιμασία στο πρόσωπο της Νταϊάνα την ώρα του τραγικού της θανάτου και βύθισε τον θεσμό στη δηλητηριώδη ασυναρτησία. Το Παλάτι ήταν ξαφνικά παντελώς άσχετο με τα τεκταινόμενα και το λαϊκό αίσθημα. Η Ελισάβετ άκουσε τον Μπλερ και βγήκε μπροστά. Η εικόνα της με τον Φίλιππο να περπατάνε έξω από το Μπάκιγχαμ Πάλας ανάμεσα στο πλήθος και στις χιλιάδες ανθοδέσμες στην είσοδο του παλατιού είναι από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές της βασιλείας της.
Η ειρωνεία είναι ότι την παρτίδα έσωσε για τη βασίλισσα ένας πρωθυπουργός τον οποίο αντιπαθούσε εξίσου βαθιά με τη Θάτσερ. Γιατί ούτε εκείνος είχε χρόνο για ορεινά σπορ αναψυχής και συζητήσεις για τζιπ και σκύλους. Το 1997, η βασίλισσα έκανε πάντως αυτό που της ζήτησε ο πρωθυπουργός και έκτοτε επέστρεψε στη γνώριμη ζώνη της: παρούσα μεν, αλλά σε απόσταση ασφαλείας από τα τρέχοντα: την οικονομική κρίση του 2008, το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Σκωτίας το 2014, το Brexit το 2016. Με την παροιμιώδη ατσαλοσύνη του, ο Μπόρις Τζόνσον πήγε να τη σύρει στην περιπέτεια του Brexit το 2019. Την ενέπλεξε σε παιχνίδια με το κλείσιμο της Βουλής, προσδίδοντας ξαφνικά δραματικές πολιτικές προεκτάσεις στον συμβολικό ρόλο που έχει η βασίλισσα στην έγκριση της διαδικασίας. Ο τότε αρχηγός της αντιπολίτευσης Τζέρεμι Κόρμπιν ζήτησε εσπευσμένα να τη δει, αλλά η Ελισάβετ κατάφερε να μείνει και πάλι μακριά.
Η βασίλισσα δεν ήθελε να ανακατεύεται στη ζωή του πρωθυπουργού, ίσως γιατί όλα αυτά τα χρόνια άκουγε από πρώτο χέρι τις δυσκολίες τους. «Μου είπε ότι δυσκολευόταν να πιστέψει πώς ένας άνθρωπος θέλει να κάνει αυτή τη δουλειά», αποκάλυψε –και πάλι απρόσεκτα– ο Μπόρις. Λίγες στιγμές αργότερα έλαβε ένα αυστηρό μήνυμα από το Μπάκιγχαμ Πάλας ότι δεν πρέπει ποτέ να αποκαλύπτει το περιεχόμενο των συνομιλιών του με τη βασίλισσα. Μια υπενθύμιση ότι με κάποιον τρόπο ισχύει το «ψυχιατρικό απόρρητο», η αμοιβαία δηλαδή κατανόηση ανάμεσα στη μονάρχη και στον εκάστοτε πρωθυπουργό ότι οι κορυφαίοι τους ρόλοι στιγματίζουν τον ψυχισμό τους με έναν τρόπο που μπορούν να νιώσουν μόνο όσοι τους αναλαμβάνουν. Ίσως αυτό να είναι και το μυστικό που είχε διαφυλάξει το περιεχόμενο των συζητήσεων ανάμεσα στους δύο κορυφαίους της χώρας για εβδομήντα χρόνια.