ΚΟΡΕΪ ΚΙΛΓΚΑΝΟΝ, ΜΑΪΚ ΜΠΕΪΚΕΡ, ΛΟΥΚ ΜΠΡΟΟΥΝΤΓΟΥΟΤΕΡ, ΣΟΝ ΧΑΜΠΛΕΡ / THE NEW YORK TIMES
O Λουίτζι Μαντζόνε είναι ο 26χρονος άνδρας που συνελήφθη σε κατάστημα McDonald’s στην πολιτεία της Πενσιλβάνια και ανακρίνεται ως ύποπτος για τη δολοφονία του CΕO της ασφαλιστικής UnitedHealthcare την προηγούμενη εβδομάδα στο κέντρο του Μανχάταν. Ο Μαντζόνε προέρχεται από πλούσια οικογένεια της Βαλτιμόρης με σημαντικές επιχειρήσεις στον τομέα του Real Estate. Πήρε το πτυχίο και το μεταπτυχιακό του δίπλωμα από το πανεπιστήμιο Penn της Πενσιλβάνια, ένα από τα ακριβότερα εκπαιδευτικά ιδρύματα στις ΗΠΑ και μέλος της λεγόμενης Ivy League.
Σύμφωνα με φίλους και συγγενείς, ο Μαντζόνε έκοψε σχεδόν όλες τις κοινωνικές επαφές του πριν από έξι μήνες, όταν σταμάτησε απότομα και φαινομενικά αναίτια να μιλάει στους πάντες. Υπέφερε από φρικτούς πόνους στη σπονδυλική στήλη, πιθανότατα εξαιτίας κάποιου τραυματισμού, και, σύμφωνα με ανθρώπους που τον γνωρίζουν, αυτό το πρόβλημα υγείας τον έκανε σκοτεινό και λιγομίλητο. Τον Ιούλιο, ένας άνδρας έγραψε στην πλατφόρμα Χ αναζητώντας τον: «Δεσμεύτηκες να έρθεις στον γάμο μου, αν δεν μπορείς να τηρήσεις την υπόσχεσή σου σε παρακαλώ ενημέρωσέ με ώστε να αλλάξω τα σχέδια». Το τι συνέβη αυτούς τους έξι μήνες θα μπει κατά πάσα πιθανότητα στο μικροσκόπιο των Αρχών που τον συνέλαβαν.
Αναρτήσεις στο Ιντερνετ
Ο Μαντζόνε έχει αφήσει στο Ιντερνετ μια σειρά από δημοσιεύσεις με θέμα την αυτοβελτίωση, την υγιεινή διατροφή, την τεχνολογία. Στον ιστότοπο αναγνωστών GoodReads έχει μάλιστα βαθμολογήσει με «τέσσερα στα πέντε» το μανιφέστο του Τεντ Καζίνσκι, του αναρχικού πριμιτιβιστή, ο οποίος σκότωσε τρεις ανθρώπους σχετιζόμενους με τη βιομηχανία της σύγχρονης τεχνολογίας στέλνοντας επιστολές-βόμβες από την καλύβα όπου κατοικούσε τις δεκαετίες του 1980 και του 1990.
Οι σφαίρες που βρέθηκαν στο σημείο της δολοφονίας του Μπράιαν Τόμσον είχαν επάνω τους χαραγμένες τις λέξεις «Delay, Deny, Defend» (καθυστέρησε, αρνήσου, υπερασπίσου), τρεις λέξεις που περιγράφουν συνοπτικά τη στρατηγική που ακολουθούν οι ασφαλιστικές εταιρείες προκειμένου να αποφύγουν να αποζημιώσουν τους πελάτες, και που αποτέλεσαν τον τίτλο ενός βιβλίου που γράφτηκε το 2010 και ασκεί έντονη κριτική στον κλάδο.
Εξαρχής η αστυνομία είχε λάβει σοβαρά υπ’ όψιν την πιθανότητα η δολοφονία να αποτελεί εκδίκηση για άρνηση της ασφαλιστικής εταιρείας να αναλάβει κάποια ευθύνη. Τις τελευταίες ημέρες, και με αφορμή τη δολοφονία του διευθύνοντος συμβούλου μιας από τις μεγαλύτερες ασφαλιστικές εταιρείες στη χώρα, έχει ξεσπάσει ένα κύμα οργής ενάντια στην (παντοδύναμη στην Αμερική) ασφαλιστική βιομηχανία, ενώ ο άγνωστος δράστης έχει αποκτήσει διαστάσεις λαϊκού ήρωα.
Ο Αρον Κράνστον, φίλος και συμμαθητής του Μαντζόνε στο ιδιωτικό λύκειο Γκίλμαν στη Βαλτιμόρη, δήλωσε πως ο νεαρός υπήρξε πάντοτε αρκετά κοινωνικός και φιλικός. Δεν ήταν ιδιαίτερα πολιτικοποιημένος, όμως ήταν «ίσως ο πιο έξυπνος» μαθητής του σχολείου. Ηδη από τα μαθητικά του χρόνια είχε δημιουργήσει ένα παιχνίδι για smartphone, στο οποίο μπορούσες να πετάξεις μια σαΐτα ανάμεσα από αντικείμενα. «Είχε μεγάλη πίστη στη δύναμη της τεχνολογίας να αλλάξει τον κόσμο», σχολιάζει ο πρώην συμμαθητής του.
Σε εταιρείες τεχνολογίας
Μετά το πανεπιστήμιο ο Μαντζόνε εργάστηκε κανονικά ή στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης σε διάφορες εταιρείες τεχνολογίας με έδρα την Καλιφόρνια. Προσφάτως είχε ζήσει για έξι μήνες στη Χονολουλού της Χαβάης, μένοντας σε ένα χώρο συμβίωσης εν ονόματι Surfbreak, που φιλοξενεί κυρίως ανθρώπους που εργάζονται από απόσταση. Ο ιδρυτής της κοινότητας, Ρ. Τζ. Μάρτιν, ανέφερε ότι όταν γνώρισε τον Λουίτζι Μαντζόνε, το 2022, επρόκειτο να γίνει ένας από τους πρώτους 20 ανθρώπους που θα κατοικούσαν στον χώρο. Τον περιέγραψε ως έναν έξυπνο και ζωηρό μηχανικό υπολογιστών. Σημείωσε όμως ότι τον βασάνιζε ένας πόνος στην πλάτη. «Η σπονδυλική στήλη του ήταν εκτός θέσης», είπε. «Ο τελευταίος του σπόνδυλος είχε μετατοπιστεί. Νομίζω πως τρυπούσε ένα νεύρο».
Την ώρα της σύλληψής του βρέθηκε πάνω του χειρόγραφο κείμενο, έκτασης 262 λέξεων, που κατηγορεί τη βιομηχανία ασφαλίσεων ότι «κακοποιεί τη χώρα βγάζοντας ασύλληπτα κέρδη επειδή την έχουμε αφήσει να δρα ατιμώρητη».