Αλεξία Καλαϊτζή
«Αν ήξερα τι θα με περίμενε, δεν θα ερχόμουν ποτέ στον Λίβανο», παραδέχεται σήμερα 60 χρόνια μετά την απόφασή της να αφήσει το Παρίσι για τη Ναμπατιέ, μια περιοχή στον νότιο Λίβανο όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο άνδρας που αγάπησε.
Η Μαρί Λουίζ ερωτεύτηκε τον Πικάρ όταν αυτή εργαζόταν ως νοσοκόμα και εκείνος σπούδαζε γιατρός στο Παρίσι. Αφού ο Πικάρ ολοκλήρωσε τις σπουδές, έφυγαν μαζί για τον Λίβανο. Εκεί μεγάλωσαν, εργάστηκαν και έκαναν δύο παιδιά. Σήμερα, σε ηλικία 83 και 86 ετών αντίστοιχα αναγκάστηκαν να εκτοπιστούν από το σπίτι τους, για δεύτερη φορά τα τελευταία 20 χρόνια.
«Προνομιούχοι»
Η «Κ» τους συνάντησε σε ένα καφέ στη Ζιμάεζι, την αρχοντική, αρμενική γειτονιά της Βηρυτού. Ηρθαν να κάτσουν για έναν καφέ και να βρουν εφημερίδα. «Είμαστε εδώ εξαιτίας του πολέμου. Θα πεθαίναμε από τις βόμβες, αν μέναμε πίσω. Ηταν πολύ επικίνδυνα. Ολοι οι φίλοι και οι γείτονες έφυγαν». Το ηλικιωμένο ζευγάρι έχει την οικονομική δυνατότητα να νοικιάσει ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Το να εγκαταλείπεις την εστία σου σε αυτή την ηλικία ωστόσο είναι πολύ σκληρό.
«Το ξενοδοχείο δεν έχει ασανσέρ. Ανεβαίνουμε τέσσερις ορόφους με τα πόδια κάθε φορά», λέει η Μαρί Λουίζ αναγνωρίζοντας ωστόσο πως και πάλι είναι από τους προνομιούχους μεταξύ των εκατοντάδων χιλιάδων εκτοπισμένων. Ξαφνικά, ο άνδρας της τη ρωτάει πού είναι και γιατί ήρθαν εδώ. Του εξηγεί με καρτερικότητα. «Από το σοκ, “χάνεται” λίγο», σημειώνει.
Το ζευγάρι είχε εκτοπιστεί ξανά στον πόλεμο των 33 ημερών το 2006, και γνωρίζει καλά τι σημαίνει να εγκαταλείπεις σε μία νύκτα το σπίτι σου. «Βαρέθηκα με τον Λίβανο», λέει η ηλικιωμένη γυναίκα. Το ζευγάρι θα περιμένει καρτερικά στην πρωτεύουσα έως ότου καταφέρει ο γιος τους, που ζει στη Νίκαια, να τους αγοράσει τα πολυπόθητα και πανάκριβα πλέον εισιτήρια για Γαλλία, ώστε να τους πάρει μαζί του.
Βρίσκοντας καταφύγιο σε ένα νυχτερινό κλαμπ της Βηρυτού
Ενα από τα πιο γνωστά κλαμπ της πόλης άνοιξε τις πόρτες του για να φιλοξενήσει περίπου 400 άτομα, όλα μέλη οικογενειών που έχουν φύγει είτε από τον Νότιο Λίβανο είτε την Νταχίε. [Αλεξία Καλαϊτζή]
Εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι εκτοπισμένοι δεν έχουν αυτήν την ευκαιρία. Ελλείψει εναλλακτικής λύσης ζουν στους προσωρινούς χώρους φιλοξενίας που έχουν δημιουργηθεί σε ασφαλείς περιοχές του Λιβάνου. Η συντριπτική πλειονότητα αυτών είναι δημόσια σχολεία που έχουν μετατραπεί σε ξενώνες. Υπάρχει όμως και μια εξαίρεση. Απέναντι από το λιμάνι της Βηρυτού ένα από τα πιο γνωστά κλαμπ της πόλης άνοιξε τις πόρτες του για να φιλοξενήσει περίπου 400 άτομα, όλα μέλη οικογενειών που έχουν φύγει είτε από τον Νότιο Λίβανο είτε την Νταχίε.
Η Κάουθερ πέρασε την είσοδο του τεράστιου μαύρου κτιρίου πριν από 10 ημέρες. «Στην αρχή ήμασταν στον δρόμο, άστεγοι. Δεν είχαμε βρει φιλοξενία και κοιμόμασταν για τρεις ημέρες μέσα στο αυτοκίνητο». Η 33χρονη γυναίκα, που μέχρι πρότινος έμενε στα νότια προάστια της Βηρυτού, αισθάνθηκε πολύ πιο ασφαλής όταν βρέθηκε στην κεντρική αίθουσα του κλαμπ και αντίκρισε τις άλλες οικογένειες. Η καθεμία είχε καταλάβει έναν μικρό χώρο στον οποίο είχε στριμώξει τα πράγματά της και στρώματα. Τα παιδιά ξεχνιόντουσαν χαζεύοντας στα κινητά τους ή παίζοντας το ένα με το άλλο ενώ οι γονείς μιλούσαν μεταξύ τους.
Κάθε οικογένεια έχει καταλάβει έναν μικρό χώρο όπου έχει στριμώξει τα πράγματά της και στρώματα. [Αλεξία Καλαϊτζή]
«Αισθανόμαστε καλά εδώ αλλά σίγουρα θέλουμε να επιστρέψουμε στα σπίτια μας. Να τελειώσει ο πόλεμος, να πάμε πίσω στην Νταχίε», δήλωσε η γυναίκα, χωρίς να γνωρίζει ωστόσο αν το σπίτι της υπάρχει ακόμα ή έχει καταστραφεί. Το μόνο που ξέρει είναι πως η γειτονιά της είχε χτυπηθεί. Η Κάουθερ αποφάσισε με τον σύζυγό της να φύγουν μετά την επίθεση κατά του Νασράλα. «Τα παιδιά είχαν φοβηθεί πάρα πολύ».
Τον φόβο των εγγονών της θυμάται και η Ράντα Χασάν όταν περιγράφει τη νύχτα κατά την οποία μαζί με την οικογένειά της εγκατέλειψαν το σπίτι τους στην Νταχίε, έπειτα από εντολή εκκένωσης του ισραηλινού στρατού. «Οι άνθρωποι έτρεχαν. Ηταν σαν την Αποκάλυψη. Ανθρωποι με παιδιά φώναζαν για βοήθεια, κάποιον να τους πάρει από εκεί. Δεν είχαμε αυτοκίνητο. Αρχισα να κλαίω», είπε η γυναίκα προσθέτοντας πως μισή ώρα μετά την ανακοίνωση ξεκίνησαν να πέφτουν οι πρώτες βόμβες.
Η Ράντα Χασάν μαζί με την οικογένειά της εγκατέλειψαν το σπίτι τους στην Νταχίε, έπειτα από εντολή εκκένωσης του ισραηλινού στρατού. [Αλεξία Καλαϊτζή]
Εκτοπισμένοι στο εκκρεμές του πολέμου
Ανάμεσα στους εκτοπισμένους είναι και πολλοί Σύροι πρόσφυγες, όπως ο Γιούνες Ισμαήλ, ο οποίος προσπαθώντας να ξεφύγει από τον πόλεμο στη Συρία ήρθε πριν από οκτώ χρόνια στον Λίβανο. Το Sky Bar έχει γεμίσει από κόσμο και έτσι κοιμάται με τον γιο του στον προαύλιο χώρο μαζί με άλλες οικογένειες. Ωστόσο στη διάρκεια της ημέρας, μπαίνει με το παιδί του εντός του κλαμπ για να περάσουν την ώρα τους και να προμηθευτούν τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης. Πρόσφυγας για δεύτερη φορά αναρωτιέται πού μπορεί να πάει ώστε να είναι ασφαλής πλέον. «Πριν από δύο ημέρες το κτίριο στο οποίο ζούσαμε [στην Νταχίε] χτυπήθηκε. Το μόνο που θέλω είναι ένα μέλλον για μένα και τα παιδιά μου. Αν υπάρξει κάποια χώρα που θα μας φιλοξενήσει, είμαι έτοιμος να πάω».
Η περιοχή Νταχίε στα νότια προάστια της Βηρυτού σφυροκοπείται από τις ισραηλινές δυνάμεις. (AP Photo/Bilal Hussein)
Οι αριθμοί
Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, οι περίπου 900 χώροι φιλοξενίας που έχουν δημιουργηθεί είναι πλήρεις. Μέχρι σήμερα, αρκετοί άνθρωποι κοιμούνται στα αυτοκίνητά τους, σε σκηνές στην παραλιακή οδό ή ακόμα και σε εγκαταλελειμμένα κτίρια στο κέντρο της πόλης, που στερούνται βασικών υποδομών.
Η κυβέρνηση του Λιβάνου αναφέρει πως οι εκτοπισμένοι έχουν φτάσει συνολικά το 1/5 του πληθυσμού, δηλαδή 1,2 εκατομμύρια. Ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης εκτιμά πως οι εκτοπισμένοι ξεπερνούν τους 608.000 ανθρώπους, ενώ αναφέρει πως περίπου 320.000 Λιβανέζοι και Σύριοι έχουν φύγει από τη χώρα.