Kathimerini.gr
Την περασμένη Τρίτη, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Αντονι Μπλίνκεν επιβεβαίωσε δημοσιεύματα του δυτικού Τύπου που θέλουν το Ιράν να έχει προμηθεύσει με βαλλιστικούς πυραύλους τη Ρωσία. Τα όπλα αυτά αναμένεται, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, να χρησιμοποιηθούν εναντίον της Ουκρανίας μέσα στις επόμενες εβδομάδες.
Στο πλαίσιο αντιποίνων, το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών και χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Βρετανία ανακοίνωσαν πρόσθετες κυρώσεις κατά νομικών και φυσικών προσώπων τόσο του Ιράν όσο και της Ρωσίας. Ωστόσο, «οι κινήσεις αυτές δύσκολα θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως έκπληξη από τη Μόσχα και την Τεχεράνη και δεν θα ωθήσουν καμία από τις δύο χώρες να κάνουν πίσω», αναφέρει σε ανάλυσή του στο Atlantic Council ο καθηγητής, Μαρκ Κατζ.
Το βασικό ερώτημα που τίθεται λοιπόν είναι το πώς η μεταφορά ιρανικών βαλλιστικών πυραύλων στη Ρωσία θα επηρεάσει προσεχώς τις διμερείς τους σχέσεις. Μήπως η εξάρτηση της Ρωσίας από το Ιράν, αρχικά για μη επανδρωμένα αεροσκάφη και τώρα για πυραύλους, δίνει στην Τεχεράνη έναν βαθμό επιρροής στη Μόσχα; Τι θα ήθελε η Τεχεράνη να κερδίσει με αυτή την κίνηση;
Είναι γνωστό, ότι το Ιράν επιθυμεί να αποκτήσει εδώ και καιρό ρωσικής κατασκευής μαχητικά αεροσκάφη Su-35 αλλά και πυραυλικά συστήματα αεράμυνας S-400. Σύμφωνα με μελέτη των Χάνα Νοτ και Τζιμ Λάμσον που δημοσιεύθηκε τον Αύγουστο, υπάρχουν πολλά ακόμη ρωσικά οπλικά συστήματα και τεχνολογίες που επιδιώκει να αποκτήσει το Ιράν.
Δορυφορικές εικόνες, που δείχνουν πλοίο, το οποίο φέρεται ότι μετέφερε τους πυραύλους στο ρωσικό λιμάνι Ολια, στο Αστραχάν – Φωτ.: Maxar / SkyNews
Ωστόσο, όπως σημειώνει ο Κατζ, δεν είναι τόσο απλό για τη Μόσχα να αποφασίσει την αποστολή όπλων στην Τεχεράνη. Ενδεχομένως βιαστικές κινήσεις θα έχουν αντίκτυπο στις σχέσεις της Ρωσίας με «παραδοσιακούς» αντιπάλους του Ιράν στην περιοχή όπως η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Το γεγονός αυτό, θα μπορούσε να ωθήσει τις δύο τελευταίες χώρες σε πιο στενές σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ακόμα και το Ισραήλ.
Το ίδιο το Ιράν είναι λογικά αρνητικό σε μια τέτοια εξέλιξη. Η συνεργασία Σαουδικής Αραβίας-Ρωσίας στο σχήμα ΟΠΕΚ+, για παράδειγμα, η οποία διατηρεί τις παγκόσμιες τιμές του πετρελαίου σχετικά υψηλότερες, εξυπηρετεί σε μεγάλο βαθμό τα ιρανικά συμφέροντα. Τόσο η Ρωσία όσο και το Ιράν έχουν ανάγκη να πωλούν το πετρέλαιό τους σε καλές τιμές λόγω του πλήγματος των δυτικών κυρώσεων. Αν όμως οι Σαουδάραβες καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η Ρωσία έχει γίνει σταθερός σύμμαχος του Ιράν και αποφασίσουν να αυξήσουν την παραγωγή πετρελαίου, οι χαμηλότερες τιμές που θα προκύψουν θα πλήξουν τόσο τη Μόσχα όσο και την Τεχεράνη.
Επιπλέον, ενώ η Τεχεράνη μπορεί να θέλει Su-35, S-400 και άλλα ρωσικά οπλικά συστήματα και τεχνολογίες, η άμεση παραλαβή τους μπορεί να μην είναι ο βασικός στόχος της ιρανικής ηγεσίας. Αλλωστε, το Ιράν, πλην εξαιρέσεων, δεν πραγματοποιεί άμεσες στρατιωτικές ενέργειες, αλλά προτιμά να δρα μέσω πληρεξουσίων, όπως η Χεζμπολάχ, οι Χούθι και άλλες πολιτοφυλακές.
«Η Τεχεράνη μπορεί να βλέπει τη Ρωσία όχι τόσο ως μια μεγάλη δύναμη όσο ως έναν ακόμα πληρεξούσιο, του οποίου η θέληση να πολεμήσει εναντίον ενός κοινού εχθρού την ωφελεί και της επιτρέπει να αποφύγει το κόστος ενός άμεσου πολέμου», σημειώνει ο Κατζ.
Βέβαια, η ίδια η Ουκρανία δεν αποτελεί κάποια απειλή για το Ιράν. Ωστόσο, στον βαθμό που οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες δυτικές χώρες αφιερώνουν πόρους και χρόνο για την υποστήριξη της Ουκρανίας, τότε ίσως διαθέσουν αναγκαστικά λιγότερους για την ανάσχεση του Ιράν.
«Η μεγάλη ανησυχία της Τεχεράνης θα μπορούσε να είναι η Ρωσία να χάσει τον πόλεμο επιτρέποντας έτσι στις Ηνωμένες Πολιτείες και τους δυτικούς συμμάχους της να επικεντρωθούν περισσότερο στο Ιράν. Η μεταφορά οπλισμένων μη επανδρωμένων αεροσκαφών και τώρα πυραύλων στη Ρωσία, λοιπόν, μπορεί να θεωρηθεί ως μια καλή επένδυση για την Τεχεράνη, είτε λάβει ρωσικά οπλικά συστήματα σε αντάλλαγμα είτε όχι», τονίζει ο καθηγητής.