Kathimerini.gr
Δημήτρης Μακκός
Μερικές ώρες έχουν απομείνει για τη διεξαγωγή του πρώτου τηλεοπτικού προεδρικού ντιμπέιτ στις Ηνωμένες Πολιτείες ανάμεσα στον Δημοκρατικό, Τζο Μπάιντεν και τον Ρεπουμπλικανό, Ντόναλντ Τραμπ, σε μια εξαιρετικά πολωμένη προεκλογική περίοδο ενόψει των εκλογών της 5ης Νοεμβρίου. Με αφορμή την πρώτη τηλεμαχία του 2024 (υπάρχει συμφωνία για ακόμα μία στις 10 Σεπτεμβρίου), ανατρέχουμε στις σημαντικότερες στιγμές των προεδρικών ντιμπέιτ των τελευταίων έξι δεκαετιών, που συχνά επηρέασαν και την ίδια τη σύγχρονη πολιτική ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών.
1960: Κένεντι εναντίον Νίξον
Το πρώτο τηλεοπτικό ντιμπέιτ πραγματοποιήθηκε το 1960 ανάμεσα στον Δημοκρατικό γερουσιαστή, Τζον Φ. Κένεντι και τον Ρεπουμπλικανό αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, Ρίτσαρντ Νίξον. Πρόκειται για μια στιγμή που θα άλλαζε τον τρόπο διεξαγωγής των προεκλογικών εκστρατειών μέσα στις επόμενες δεκαετίες καθώς, μέσω της τηλεόρασης, η πολιτική μεταφερόταν στα σαλόνια των Αμερικανών. Υπολογίζεται ότι περίπου 70 εκατομμύρια πολίτες συντονίστηκαν στους δέκτες τους.
Πριν από το πρώτο ντιμπέιτ, ο Κένεντι ήταν σχετικά άγνωστος στο αμερικανικό κοινό. Ωστόσο, κατά τη διάρκειά του, κατάφερε και εντυπωσίασε με την άνεση που έδειχνε μπροστά στην κάμερα. Μεγάλη συζήτηση είχε γίνει για την εμφάνιση των δύο υποψηφίων και τον επακόλουθο επικοινωνιακό της αντίκτυπο. Ο Νίξον αρνήθηκε να βάλει μακιγιάζ, με αποτέλεσμα να φαίνεται χλωμός ενώ συχνά ίδρωνε, έχοντας μάλιστα νοσηλευτεί πρόσφατα. Από την άλλη, ο Κένεντι δέχθηκε να βαφτεί λίγο πριν μπει στο πλατό, με αποτέλεσμα να δείχνει πιο «ζωντανός» στον φακό συγκριτικά με τον αντίπαλό του.
Ο Ρεπουμπλικανός αντιπρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον ακούει τον γερουσιαστή Τζον Κένεντι, υποψήφιο των Δημοκρατικών για την προεδρία, κατά τη διάρκεια ζωντανής μετάδοσης του τέταρτου προεδρικού ντιμπέιτ στις 21 Οκτωβρίου 1960. – Φωτ.: AP
Δεν είναι σαφές σε τι βαθμό αυτή η αντίθεση στην εμφάνιση έπαιξε τελικά ρόλο, κυρίως στους αναποφάσιστους. Μετά το πρώτο ντιμπέιτ, πάντως, ο υποψήφιος αντιπρόεδρος του Νίξον, Χένρι Κάμποτ Λοτζ, φέρεται να είπε για τον Κένεντι ότι «αυτό το κάθαρμα μας πήρε τις εκλογές». Από την άλλη, ο υποψήφιος αντιπρόεδρος του Κένεντι, Λίντον Τζόνσον, πίστευε ότι το ντιμπέιτ είχε χαθεί για τον Δημοκρατικό. Ο Λοτζ είδε το ντιμπέιτ στην τηλεόραση, ενώ ο Τζόνσον άκουσε το ντιμπέιτ στο ραδιόφωνο.
Την επόμενη ημέρα, οι δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι ο Κένεντι είχε αρχίσει να γίνεται το φαβορί για την εκλογική νίκη ενώ πριν από το πρώτο ντιμπέιτ, ο Νίξον προηγούνταν με έξι ποσοστιαίες μονάδες στις εθνικές δημοσκοπήσεις. Υπήρξαν άλλες τρεις τηλεμαχίες μεταξύ του Νίξον και του Κένεντι εκείνο το φθινόπωρο, και ένας πράγματι «πιο υγιής» Νίξον θεωρήθηκε ότι κέρδισε τις δύο από αυτές, ενώ το τελευταίο ντιμπέιτ κρίθηκε ισόπαλο. Ωστόσο, τα τρία αυτά τελευταία ντιμπέιτ παρακολουθήθηκαν από 20 εκατομμύρια λιγότερους πολίτες συγκριτικά με το πρώτο. Ο Κένεντι κέρδισε τελικά τις εκλογές.
1976: Φορντ εναντίον Κάρτερ
Η επόμενη προεδρική τηλεμαχία έγινε ύστερα από 16 ολόκληρα χρόνια, το 1976, όταν ο Δημοκρατικός Τζίμι Κάρτερ αντιμετώπισε τον μη εκλεγμένο εν ενεργεία Ρεπουμπλικανό πρόεδρο της χώρας, Τζέραλντ Φορντ, στον απόηχο του σκανδάλου Watergate και της ηχηρής παραίτησης Νίξον λόγω αυτού. Τόσο το επιτελείο του Φορντ όσο και αυτό του Κάρτερ θεώρησαν τότε ότι ένα τηλεοπτικό ντιμπέιτ θα βοηθούσε τη δημοφιλία και την αναγνωρισιμότητά τους στο εκλογικό σώμα. «Χρειάζονταν την έκθεση από τα ντιμπέιτ για να βοηθήσουν τους ψηφοφόρους να τους γνωρίσουν πραγματικά», λέει για την αναμέτρηση στο περιοδικό Time ο Μίτσελ Μακίνεϊ, μελετητής της πολιτικής επικοινωνίας και κοσμήτορας στο Πανεπιστήμιο του Akron.
Κορυφαία στιγμή της τηλεμαχίας ήταν όταν ο Φορντ απάντησε σε ερώτηση του Μαξ Φράνκελ των New York Times ότι «δεν υφίσταται σοβιετική κυριαρχία στην ανατολική Ευρώπη και δεν θα υπάρξει ποτέ υπό την κυβέρνηση Φορντ».
Μαρτυρίες από την εποχή λένε ότι ο τότε σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, Μπρεντ Σκόουκροφτ, χλόμιασε στο άκουσμά της δήλωσης, σε μια περίοδο που ο Φορντ ήδη κατηγορούνταν ως παραχωρητικός απέναντι στη Σοβιετική Ενωση. Επρόκειτο εν τέλει για μια σοβαρή γκάφα η οποία αναμφίβολα κόστισε στην καμπάνια του Φορντ και οδήγησε σε έντονη κριτική από τα μέσα ενημέρωσης. Είναι πιθανό επίσης να απομάκρυνε υπερσυντηρητικούς ψηφοφόρους αλλά και μετανάστες που κατάγονταν από την ανατολική Ευρώπη. Ο Κάρτερ κέρδισε τελικά τις εκλογές.
1980: Κάρτερ εναντίον Ρίγκαν
Το 1980 ο Κάρτερ αρνήθηκε να είναι παρών στο πρώτο ντιμπέιτ με τον Ρεπουμπλικανό, Ρόναλντ Ρίγκαν λόγω της συμμετοχής του ανεξάρτητου υποψηφίου, Τζον Αντερσον. Ως αποτέλεσμα, η τηλεθέαση ήταν αρκετά χαμηλή σε σύγκριση με προηγούμενες τηλεμαχίες, αλλά ο Ρίγκαν εκμεταλλεύθηκε την απουσία του Αμερικανού προέδρου για να αναπτύξει τις θέσεις του.
Το δεύτερο ντιμπέιτ αποτέλεσε «μάχη» μόνο μεταξύ του Κάρτερ και του Ρίγκαν. Κορυφαία στιγμή είναι αυτή όταν ο Κάρτερ κατηγόρησε τον Ρίγκαν ότι σχεδίαζε να περικόψει τη χρηματοδότηση του Medicare για την υγειονομική περίθαλψη των Αμερικανών 65 ετών και άνω. Ο Ρίγκαν, ο οποίος κατηγορούσε συχνά τον Κάρτερ για παραποίηση των λεγομένων του, όταν πήρε τον λόγο, με ένα μειδίαμα απάντησε: «Ορίστε μας πάλι!» (There you go again). Στο βάθος ακούστηκαν γέλια, με τον Ρίγκαν να κερδίζει το επικοινωνιακό «παιχνίδι».
Αν και ο Κάρτερ δεν χρησιμοποιούσε τέτοιου τύπου ατάκες και γενικά ήταν αρκετά προσεκτικός, στο τέλος της συζήτησης που αφορούσε τα πυρηνικά όπλα, μια δήλωσή του σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως. Ο Αμερικανός πρόεδρος είπε ότι είχε μια συζήτηση για το θέμα με την 13χρονη τότε κόρη του η οποία του είπε ότι «το πιο σημαντικό πρόβλημα είναι τα πυρηνικά όπλα και ο έλεγχός τους». Κάποιοι μίλησαν για μια προσπάθεια εξανθρωπισμού του πυρηνικού κινδύνου, θέτοντας μάλιστα στην ατζέντα το ζήτημα της επιβίωσης των μελλοντικών γενεών. Αλλοι πάλι θεώρησαν την επίκληση στην κόρη του για ένα τέτοιο θέμα ως απλά παράξενη. Ο Ρίγκαν εν τέλει κέρδισε τις εκλογές.
1984: Ρίγκαν εναντίον Μοντέιλ
Το 1984, σε δύο ντιμπέιτ βρέθηκαν αντιμέτωποι ο πρόεδρος Ρίγκαν με τον Δημοκρατικό, Γουόλτερ Μοντέιλ. Από εκλογικής άποψης, ο Ρίγκαν ήταν φαβορί για την επανεκλογή καθώς απολάμβανε ποσοστό αποδοχής που έφτανε το 54%. Ετσι, τα ντιμπέιτ του Οκτωβρίου θεωρήθηκαν ως η μόνη ευκαιρία του Μοντέιλ να καλύψει τη μεγάλη δημοσκοπική διαφορά.
Ανάμεσα στις κορυφαίες στιγμές ήταν αυτή του δεύτερου ντιμπέιτ όταν στο «τραπέζι» τέθηκε η ηλικία του 73χρονου τότε Ρίγκαν και εμμέσως η δυνατότητά του να συνεχίσει να ασκεί καθήκοντα για ακόμα τέσσερα χρόνια.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρίγκαν και ο υποψήφιος των Δημοκρατικών για τις προεδρικές εκλογές Γουόλτερ Μοντέιλ κατά τη διάρκεια του πρώτου ντιμπέιτ για τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 1984 στο Λούισβιλ. – Φωτ.: Reuters
Ο Ρίγκαν είπε απέναντι στον 56χρονο Μοντέιλ: «Θέλω να ξέρετε ότι εγώ δεν θα κάνω την ηλικία θέμα αυτής της εκστρατείας. Δεν πρόκειται να εκμεταλλευθώ, για πολιτικούς σκοπούς, τη νεότητα και την απειρία του αντιπάλου μου». Συνολικά, πάντως, τα προεδρικά ντιμπέιτ του 1984 θεωρήθηκαν ότι βοήθησαν στην ενίσχυση της εκστρατείας του Δημοκρατικού Μοντέιλ, αλλά δεν ήταν τελικά αρκετά για να αλλάξουν το αποτέλεσμα των εκλογών. Ο Ρίγκαν επανεξελέγη.
1988: Μπους ο πρεσβύτερος εναντίον Δουκάκη
Το 1988, αντιμέτωποι βρέθηκαν ο Ρεπουμπλικανός αντιπρόεδρος, Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος και ο Δημοκρατικός κυβερνήτης της Μασαχουσέτης, Μάικλ Δουκάκης. Ο Δουκάκης είχε σχολιαστεί τότε για την ψυχρότητα με την οποία τοποθετούνταν πάνω στα πολιτικά θέματα. Κάποια στιγμή, του έγινε μια αιφνιδιαστική ερώτηση από τον Μπέρναρντ Σο του CNN: ο πολιτικός ρωτήθηκε αν θα υποστήριζε τη θανατική ποινή σε περίπτωση βιασμού και δολοφονίας της συζύγου του. Μεγάλος πολέμιος της θανατικής ποινής (σε μια χώρα που πολλές πολιτείες συνεχίζουν να την επιβάλλουν έως σήμερα) ο Δουκάκης απάντησε: «Οχι Μπέρναρντ, και νομίζω ότι γνωρίζεις ότι αντιτίθεμαι στη θανατική ποινή σε όλη μου τη ζωή. Δεν βλέπω καμία απόδειξη ότι είναι αποτρεπτική [για ένα έγκλημα] και πιστεύω ότι υπάρχουν καλύτεροι και πιο αποτελεσματικοί τρόποι για την αντιμετώπιση των βίαιων εγκλημάτων». Πολλοί επέκριναν την επιλογή μιας τόσο άκομψης ερώτησης σε ένα πολιτικό ντιμπέιτ αλλά και η απάντηση του Δουκάκη θεωρήθηκε από πολιτικούς σχολιαστές ως αδιάφορη και άνευρη. Ο Μπους ο πρεσβύτερος κέρδισε τελικά τις εκλογές.
Εκείνη την εκλογική χρονιά, και το ντιμπέιτ των υποψήφιων αντιπροέδρων απέκτησε μια ενδιαφέρουσα στιγμή, όταν ο υποψήφιος αντιπρόεδρος με τον Μπους, Νταν Κουέιλ συνέκρινε πολιτικά τον εαυτό του με τον Τζον Φ. Κένεντι. «Γερουσιαστά, υπηρέτησα με τον Κένεντι. Γνώριζα τον Κένεντι. Ο Κένεντι ήταν φίλος μου. Γερουσιαστά, εσείς δεν είστε ο Κένεντι», απάντησε ο Δημοκρατικός, Λόιντ Μπέντσεν ενώ ακολούθησαν φωνές και χειροκροτήματα.
1992: Μπους ο πρεσβύτερος εναντίον Κλίντον
Το 1992, ήταν η χρονιά όπου τρεις υποψήφιοι συμμετείχαν σε ντιμπέιτ. Ο πρόεδρος Μπους με τους Ρεπουμπλικανούς είχε απέναντί του τον Δημοκρατικό, Μπιλ Κλίντον και τον ανεξάρτητο, Ρος Περό. Κανένας από τους υποψηφίους δεν ξεστόμισε κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί ατόπημα, και στις τρεις τηλεμαχίες.
Ο Περό κέρδισε τότε, κατά πολλούς, με το απλό και χιουμοριστικό του ύφος. Ο Κλίντον περιγράφηκε ως προσεκτικός, με μόνη όμως εξαίρεση την έντονη λογομαχία του με τον Μπους σχετικά με τη συμμετοχή του σε διαδηλώσεις κατά του πολέμου του Βιετνάμ στην Αγγλία. Ο Μπους επιτέθηκε σφοδρά στον Κλίντον κατηγορώντας τον για «συμμετοχή σε διαδηλώσεις εναντίον της χώρας του όταν νέοι άνδρες κρατούνταν αιχμάλωτοι στο Ανόι και παιδιά από τα γκέτο επιστρατεύονταν […] δεν είναι θέμα πατριωτισμού, είναι θέμα χαρακτήρα και κρίσης». Ο Κλίντον απάντησε πως «όταν ο Τζο Μακάρθι γύριζε σε όλη τη χώρα επιτιθέμενος στον πατριωτισμό των πολιτών, έκανε λάθος […] και ένας γερουσιαστής από το Κονέκτικατ του αντιστάθηκε, ονόματι Πρέσκοτ Μπους. Ο πατέρας σας είχε δίκιο που αντιστάθηκε στον Τζο Μακάρθι. Εσείς κάνατε λάθος που επιτεθήκατε στον πατριωτισμό μου. Ημουν αντίθετος με τον πόλεμο, αλλά αγαπώ την πατρίδα μου».
Κλίντον, Περό και Μπους γελούν στο τέλος του προεδρικού ντιμπέιτ του 1992 στο ανατολικό Λάνσινγκ. – Φωτ.: Reuters
Σε όλα τα ντιμπέιτ που πραγματοποιήθηκαν κανένας από τους υποψηφίους δεν θεωρήθηκε ξεκάθαρος νικητής. Οι τέσσερις τηλεμαχίες διεξήχθησαν σε διάστημα εννέα ημερών, προσελκύοντας μεγάλο αριθμό τηλεθεατών. Ο Κλίντον κέρδισε τις εκλογές.
1996: Κλίντον εναντίον Ντόουλ
Το 1996 ο πρόεδρος πλέον Μπιλ Κλίντον αντιμετώπισε τον Ρεπουμπλικανό, Μπομπ Ντόουλ.
«Εχω παρακολουθήσει κάθε προεδρικό και αντιπροεδρικό ντιμπέιτ από την πρώτη κιόλας αναμέτρηση του Κένεντι με τον Νίξον. Χάρη σε μια μνήμη που αποθηκεύει gigabite άχρηστων πληροφοριών, μπορώ να ανακαλέσω στιγμές από σχεδόν όλες. Oσον αφορά όμως το 1996, αν μου βάζατε ένα όπλο στο κεφάλι και μου ζητούσατε να θυμηθώ οποιαδήποτε στιγμή από οποιοδήποτε ντιμπέιτ εκείνης της προεκλογικής εκστρατείας, θα είχατε ένα πτώμα στα χέρια σας», σχολιάζει με χιούμορ στο Politico, ο αναλυτής, Τζεφ Γκρίνφιλντ.
Ανάμεσα πάντως σε κάποιες αξιομνημόνευτες στιγμές εκείνων των ντιμπέιτ ήταν όταν ο Ντόουλ ρωτήθηκε από έναν φοιτητή αν στα 73 του ήταν πολύ μεγάλος για να καταλάβει τις ανάγκες των νέων. Απάντησε ότι στην ηλικία του, η ευφυΐα και η εμπειρία του σήμαιναν ότι είχε «το πλεονέκτημα της σοφίας». Ο Κλίντον ανταπάντησε: «Μπορώ να σας πω ότι δεν νομίζω ότι ο γερουσιαστής Ντόουλ είναι πολύ μεγάλος για να γίνει πρόεδρος. Είναι η ηλικία των ιδεών του που αμφισβητώ». Ο Κλίντον επανεξελέγη.
2000: Μπους ο νεότερος εναντίον Γκορ
Στις αμφίρροπες εκλογές του 2000, οι οποίες τελικά κρίθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο, τα ντιμπέιτ θεωρήθηκαν κομβικής σημασίας στις προεκλογικές εκστρατείες των υποψηφίων. Ο Δημοκρατικός αντιπρόεδρος Αλ Γκορ είχε απέναντί του τον Ρεπουμπλικανό κυβερνήτη του Τέξας, Τζορτζ Μπους, τον νεότερο. O Γκορ θεωρούνταν πολύ πιο έμπειρος και γνώστης των εσωτερικών θεμάτων αλλά και της εξωτερικής πολιτικής συγκριτικά με τον Μπους. Είχε επίσης ένα μικρό προβάδισμα σε αρκετές εθνικές δημοσκοπήσεις.
Κατά τη διάρκεια του πρώτου ντιμπέιτ, o Γκορ απέσπασε αρνητικές κριτικές επειδή ακουγόταν συχνά να αναστενάζει δυνατά την ώρα που ο Μπους έδινε απαντήσεις. Πολλές φορές επίσης ο φακός τον έπιασε να κουνά το κεφάλι απογοητευμένος όσο άκουγε την τοποθέτηση του αντιπάλου του. «Θεωρήθηκε πιο επιθετικός και ο κόσμος δεν βρήκε το στυλ και τη συμπεριφορά του τόσο άνετη», σχολιάζει ο Μακίνεϊ.
«Ο Γκορ έδωσε κάτι που έμοιαζε με διάλεξη: διόρθωνε τον αντίπαλό του, αναστενάζοντας εκνευρισμένος με τις απαντήσεις του Μπους. Οι ειδήμονες και οι δημοσκοπήσεις συμφώνησαν: ο Γκορ είχε κερδίσει το ντιμπέιτ. Μέσα σε μια εβδομάδα, όμως, ο Μπους είχε προβάδισμα σε αρκετές δημοσκοπήσεις, καθώς οι ψηφοφόροι προφανώς αποφάσισαν ότι είχαν κουραστεί από τον παντογνώστη καθηγητή», σχολίαζε το περιοδικό Time το 2000 για το ντιμπέιτ.
Στο τρίτο ντιμπέιτ, μια παράξενη στιγμή προκάλεσε επίσης αρνητικές εντυπώσεις για τον Δημοκρατικό υποψήφιο: ενώ ο Μπους μιλούσε, ο Γκορ έφυγε από τη θέση του και τον πλησίασε για άγνωστο λόγο. Ο Μπους χαμογέλασε και συνέχισε να μιλά, προκαλώντας τα γέλια του ακροατηρίου. Ο Μπους ο νεότερος κέρδισε τις εκλογές.
2004: Μπους ο νεότερος εναντίον Κέρι
Τα ντιμπέιτ του 2004 έρχονται έπειτα από μια τετραετία κοσμογονίας για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ και ο επονομαζόμενος πόλεμος κατά της τρομοκρατίας μετά τις επιθέσεις του 2001 κυριαρχούν στις ειδήσεις και τις προεκλογικές εκστρατείες. Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, ο Μπους ο νεότερος βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Δημοκρατικό, Τζον Κέρι. Ανάμεσα στις κορυφαίες στιγμές του πρώτου ντιμπέιτ είναι η δήλωση του Κέρι ότι «δεν υπήρχαν όπλα μαζικής καταστροφής [στο Ιράκ], δεν υπήρχε άμεση απειλή, δεν υπήρχε σύνδεση με την Αλ Κάιντα» με τον Μπους να τονίζει ότι «ο κόσμος είναι πιο ασφαλής χωρίς τον Σαντάμ Χουσέιν».
Σε γενικές πάντως γραμμές σχολιάστηκε η αντίθεση του στυλ των τοποθετήσεων ανάμεσα στους δύο υποψηφίους. Στο τελευταίο ντιμπέιτ, για παράδειγμα, ο Μπους θεωρήθηκε ότι μιλούσε με σχετικά απλά επιχειρήματα προς την κάμερα ενώ ο Κέρι χρησιμοποιούσε σειρά από γεγονότα προκειμένου να υποστηρίξει τις θέσεις του. Ο Μπους επανεξελέγη.
2008: Ομπάμα εναντίον Μακέιν
Τα προεδρικά ντιμπέιτ του 2008 πραγματοποιήθηκαν μερικές εβδομάδες μετά την κατάρρευση της Lehman Βrothers και ως εκ τούτου είχαν την οικονομία στο επίκεντρο. O Δημοκρατικός, Μπαράκ Ομπάμα είχε απέναντί του τον Ρεπουμπλικανό, Τζον Μακέιν με την πρώτη τηλεμαχία να συντονίζει στους δέκτες περίπου 80 εκατομμύρια τηλεθεατές.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Brookings, ο Ομπάμα ήταν σαφής και άμεσος καθώς εξηγούσε την οικονομική κρίση στους απλούς Αμερικανούς. Ο ξεκάθαρος ένοχος στη ρητορική του Ομπάμα ήταν τα «οκτώ χρόνια αποτυχημένων οικονομικών πολιτικών» της διακυβέρνησης Μπους. Με το 84% των Αμερικανών σε εθνικές δημοσκοπήσεις να πιστεύει ότι η χώρα όδευε προς τη λάθος κατεύθυνση, ο Ομπάμα ακολούθησε μια ξεκάθαρη στρατηγική: τη σύνδεση των πολιτικών της οκταετίας Μπους με τον Μακέιν.
Από την πλευρά του, ο Μακέιν καλούνταν να διαφοροποιήσει τις θέσεις του τόσο από τον Ομπάμα όσο και από τον ίδιο τον αντιδημοφιλή Μπους, πράγμα δύσκολο σε δίλεπτες απαντήσεις. Και οι δύο πλευρές απέφυγαν σοβαρά λάθη ενώ δεν υπήρξαν αξιομνημόνευτες ατάκες.
Ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών για τις προεδρικές εκλογές γερουσιαστής Τζον Μακέιν με τον υποψήφιο των Δημοκρατικών για τις προεδρικές εκλογές γερουσιαστή Μπαράκ Ομπάμα, στις 26 Σεπτεμβρίου 2008, στο Πανεπιστήμιο του Μισισιπή. – Φωτ.: AP
«Το ισχυρότερο επιχείρημα του Μακέιν ήρθε προς το τέλος εκείνης της βραδιάς όταν ισχυρίστηκε ότι ο αντίπαλός του δεν έχει τις γνώσεις ή την εμπειρία για να γίνει πρόεδρος. Δεδομένου όμως ότι η κατηγορία αυτή ήταν κεντρική στην προεκλογική εκστρατεία του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, είναι μια κριτική που ο Μακέιν θα έπρεπε να είχε τονίσει πολύ περισσότερο καθ’ όλη τη διάρκεια της τηλεοπτικής αντιπαράθεσης», σχολιάζει το Brookings. Ο Ομπάμα κέρδισε τελικά τις εκλογές.
2012: Ομπάμα εναντίον Ρόμνεϊ
To 2012, ο Ομπάμα αντιμετώπισε τον Ρεπουμπλικανό, Μιτ Ρόμνεϊ, με το CNN να εκτιμά ότι το πρώτο ντιμπέιτ της χρονιάς αποτέλεσε «συντριβή» για τον Αμερικανό πρόεδρο. Ο Ρόμνεϊ βρισκόταν πίσω στις δημοσκοπήσεις και ήξερε ότι το ντιμπέιτ ήταν η ευκαιρία του να «ψαλιδίσει» τη διαφορά. Εμφανίστηκε με αυτοποπεποίθηση και πολλές φορές έβαλε τον Ομπάμα στην άμυνα. Ο πρώην στρατηγικός σύμβουλος του Ομπάμα, Ντέιβιντ Αξελροντ, αποκάλεσε εκείνη τη νύχτα «οδυνηρή ανάμνηση», εν πολλοίς επειδή δεν είχαν προετοιμάσει κατάλληλα τον Ομπάμα για την τηλεμαχία. Οι δημοσκοπήσεις των επόμενων ημερών επιβεβαίωσαν την ήττα του Ομπάμα: Για πρώτη φορά, ο Ρόμνεϊ πέρασε μπροστά στις δημοσκοπήσεις Gallup και Pew. Εν μέσω σφοδρής κριτικής, ο Ομπάμα εμφανίστηκε πολύ καλύτερα προετοιμασμένος στα επόμενα ντιμπέιτ ανατρέποντας σημαντικά τις εντυπώσεις.
Μια από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές των ντιμπέιτ εκείνης της χρονιάς ήταν όταν στη δεύτερη τηλεμαχία ο Ρόμνεϊ, απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με την ισότητα των μισθών ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες ισχυρίστηκε ότι έχει «ντοσιέ γεμάτα με γυναίκες» ως υποψήφιες για υπουργικές θέσεις. Η φράση έγινε meme στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με τους χρήστες να διακωμωδούν τον Ρόμνεϊ. Ο Ομπάμα κέρδισε και πάλι τις εκλογές.
Ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών για τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, Ρόμνεϊ και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ομπάμα μιλούν ταυτόχρονα, ενώ ο συντονιστής Σίφερ τους παρακολουθεί. – Φωτ.: Reuters
2016: Τραμπ εναντίον Χίλαρι Κλίντον
Το 2016 το πρώτο ντιμπέιτ μεταξύ του Ρεπουμπλικανού, Ντόναλντ Τραμπ και της Δημοκρατικής, Χίλαρι Κλίντον παρακολουθήθηκε από 84 εκατομμύρια τηλεθεατές, αριθμό που αποτέλεσε ρεκόρ όλων των εποχών. Οι ανταλλαγές προσβολών κυριάρχησαν στο δεύτερο ντιμπέιτ, με την Κλίντον να επιτίθεται στον Τραμπ για σεξιστικά σχόλια εναντίον γυναικών που είχε κάνει σε βίντεο του 2005. Ο Τραμπ απάντησε ότι ο Μπιλ Κλίντον, σύζυγος της Χίλαρι, έχει κάνει χειρότερα στις γυναίκες. Στο βιβλίο της που εκδόθηκε το 2017, η Κλίντον έγραψε ότι στο δεύτερο ντιμπέιτ τους ο Τραμπ την έκανε να ανατριχιάσει και αναρωτήθηκε αν θα έπρεπε να του πει «κάνε πίσω, κάθαρμα».
Στο τρίτο ντιμπέιτ ο Τραμπ αποκάλεσε την Κλίντον «μοχθηρή γυναίκα» και αρνήθηκε να δηλώσει ευθέως ότι θα αποδεχθεί το εκλογικό αποτέλεσμα. Χαρακτηριστική ήταν και η αντιμεταναστευτική ρητορική της εποχής για το λεγόμενο τείχος που ήθε να χτίσει ο Τραμπ στα σύνορα με το Μεξικό: «Χρειαζόμαστε το τείχος. Η συνοριοφυλακή, όλοι θέλουν το τείχος». Ο Τραμπ κέρδισε τις εκλογές.
2020: Τραμπ εναντίον Μπάιντεν
Το 2020, ο Ντόναλντ Τραμπ συμμετείχε στο πρώτο ντιμπέιτ εναντίον του Δημοκρατικού, Τζο Μπάιντεν όντας πίσω στις δημοσκοπήσεις. Κατά τη διάρκειά του, ο Τραμπ επέλεξε έναν επιθετικό τόνο σε μια προσπάθεια να κερδίσει της εντυπώσεις από τον «κοιμισμένο Τζο» (Sleepy Joe), όπως τον αποκαλούσε συχνά. Ο Τραμπ διέκοπτε επανειλημμένα όχι μόνο τον Μπάιντεν αλλά και τον ίδιο τον συντονιστή, Κρις Γουάλας, σε σημείο που κάποια στιγμή ο έλεγχος της συζήτησης χάθηκε.
Ο Μπάιντεν προσπάθησε μάταια να αγνοήσει τον Τραμπ που μιλούσε πάνω του καθ’ όλη τη διάρκεια αλλά αποκάλεσε τον τότε πρόεδρο «κλόουν» περισσότερες από μία φορές. «Θα το βουλώσεις, φίλε; Αυτό είναι τόσο αντιπροεδρικό», είπε ο Μπάιντεν ύστερα από ακόμα μια διακοπή του Τραμπ. Το επεισοδιακό ντιμπέιτ λειτούργησε εν τέλει εναντίον του Τραμπ, με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν ότι οι αναποφάσιστοι ψηφοφόροι είχαν απωθηθεί από τη συμπεριφορά του.
Το δεύτερο προεδρικό ντιμπέιτ, που είχε προγραμματιστεί για τις 15 Οκτωβρίου ακυρώθηκε λόγω νόσησης του Τραμπ με κορωνοϊό και της άρνησής του να διεξαχθεί διαδικτυακά.
Το τρίτο ντιμπέιτ διεξήχθη κανονικά στις 22 Οκτωβρίου. Μέχρι τότε, όμως, ήδη περισσότεροι από 40 εκατομμύρια Αμερικανοί είχαν ήδη ψηφίσει ταχυδρομικά και ο Μπάιντεν είχε πλέον προβάδισμα 10 ποσοστιαίων μονάδων στον μέσο όρο των εθνικών δημοσκοπήσεων. Παράλληλα, μόνο μια μικρή μερίδα ψηφοφόρων θεωρούνταν ακόμα αναποφάσιστη σε εκείνη τη χρονική στιγμή. Το ντιμπέιτ αποδείχθηκε πολύ λιγότερο δραματικό από το πρώτο, εν μέρει λόγω των νέων κανόνων που κρατούσαν το μικρόφωνο του κάθε υποψηφίου κλειστό κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων λεπτών του χρόνου ομιλίας του αντιπάλου. Ο Μπάιντεν κέρδισε τις εκλογές.