Kathimerini.gr
Η κυρίαρχη εκτίμηση μεταξύ των περισσοτέρων, μέχρι πρότινος τουλάχιστον, ήταν ότι το 2022 θα ήταν μια κακή χρονιά για τους Δημοκρατικούς στις ΗΠΑ: Μια χρονιά εκλογική (λόγω των ενδιάμεσων εκλογών του Νοεμβρίου), κατά την οποία εκείνοι θα χάσουν τις ούτως ή άλλως οριακές πλειοψηφίες σε Βουλή και Γερουσία, χάνοντας έτσι τον έλεγχο του αμερικανικού Κογκρέσου δύο χρόνια πριν από τις προεδρικές του 2024.
Καθώς το καλοκαίρι προχωρά ωστόσο μέσα σε συνθήκες από πολλές απόψεις πρωτοφανείς λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, και παρά τα ποσοστά της δημοτικότητας του ιδίου του προέδρου Τζο Μπάιντεν που έχουν υποχωρήσει δραματικά, οι Δημοκρατικοί στις ΗΠΑ δείχνουν να ανακάμπτουν.
Επικαλούμενοι σειρά από πρόσφατες μετρήσεις, οι συντάκτες του αμερικανικού ιστοχώρου Vox ξεχωρίζουν μια σειρά από ενθαρρυντικά για τους Δημοκρατικούς στοιχεία ενόψει των ενδιάμεσων εκλογών που πρόκειται να κρίνουν τις νέες πλειοψηφίες σε Βουλή των Αντιπροσώπων και Γερουσία τον ερχόμενο Νοέμβριο.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις εν λόγω μετρήσεις, οι Δημοκρατικοί έχουν πια σχεδόν 60% πιθανότητα να διατηρήσουν τον έλεγχο της Γερουσίας (στοιχεία Decision Desk HQ), ενώ παράλληλα αυξάνονται και οι πιθανότητές τους.
Κατά τα λοιπά, εάν οι εκλογές για το Κογκρέσο διεξάγονταν σήμερα, το 43,9% των ψηφοφόρων θα ψήφιζε Δημοκρατικούς και το 44,1% Ρεπουμπλικάνους (στοιχεία FiveThirtyEight).
Υπάρχουν όμως και άλλες μετρήσεις που, αν και προερχόμενες από τον χώρο των Ρεπουμπλικάνων (Americans for Prosperity, Echelon Insights, Chamber of Commerce, Winning The Issues), παρουσιάζουν πια τους Δημοκρατικούς να διατηρούν ένα προβάδισμα 3 με 6 ποσοστιαίων μονάδων στην κούρσα για το Κογκρέσο.
Με άλλα λόγια, οι Δημοκρατικοί τα πηγαίνουν ως παράταξη καλύτερα από τον ίδιο τον πρόεδρο Μπάιντεν ο οποίος έχει δει το ποσοστό όσων εγκρίνουν το έργο του να υποχωρεί κάτω από το 40%.
Οι Δημοκρατικοί παρουσιάζονται, επίσης, να τα πηγαίνουν καλύτερα από τους Ρεπουμπλικάνους και στο μέτωπο της προεκλογικής συγκέντρωσης χρημάτων/δωρεών (fundraising).
Το σύνηθες στις ΗΠΑ είναι η παράταξη του όποιου εν ενεργεία προέδρου (όποια και αν είναι αυτή) να μετρά απώλειες στις ενδιάμεσες εκλογές.
Ωστόσο φέτος υπάρχουν αναλυτές που υποστηρίζουν πως αυτό μπορεί να μην συμβεί επειδή οι Δημοκρατικοί έχουν πια να αντιμετωπίσουν ένα… διαφορετικό Ρεπουμπλικανικό κόμμα.
Σε αρκετές πολιτείες των ΗΠΑ, οι Ρεπουμπλικάνοι υποψήφιοι που πήραν το κομματικό χρίσμα για να κατέβουν ενάντια στους Δημοκρατικούς στις εκλογές του Νοεμβρίου εξελέγησαν χάρη στις ψήφους «σκληροπυρηνικών» ή «ακραίων» ψηφοφόρων. Συνηθίζεται άλλωστε στις εσωκομματικές προκριματικές ψηφοφορίες το κοινό των εκλογέων να είναι περισσότερο… σκληροπυρηνικό. Ωστόσο, αυτοί οι υποψήφιοι ενδέχεται να ηττηθούν τον ερχόμενο Νοέμβριο ως «πολύ ακραίοι» ή «γραφικοί», ειδικά σε πολιτείες όπως εκείνες της Τζόρτζια, του Ιλινόι και του Μέριλαντ, όπως σημειώνει ο ιστοχώρος Vox.
Σε ανάλογο πνεύμα, ο αρθρογράφος Φρανκ Μπρούνι έγραφε χθες στους New York Times για το πώς ο Δημοκρατικός υποψήφιος για τη Γερουσία Τζον Φέτερμαν έχει καταφέρει να «αποδομήσει» την αντίπαλη υποψηφιότητα του (διπλής: αμερικανικής και… τουρκικής υπηκοότητας) Ρεπουμπλικάνου υποψηφίου Μεχμέτ Οζ στην πολιτεία της Πενσιλβάνια.
Με πληροφορίες από VOX, New York Times