Γιώργος Σκαφιδάς
Ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ – Κίνας «μαίνεται» εδώ και χρόνια – με αιχμή του δόρατος δασμούς, περιορισμούς και κυρώσεις – έχοντας εν τω μεταξύ περάσει από το πεδίο του «χειροπιαστού» εμπορίου (εν προκειμένω από τους δεσμούς που είχε επιβάλει το 2018 η διοίκηση Τραμπ στα εισαγόμενα από την Κίνα ηλιακά πάνελ, πλυντήρια, φορτία χάλυβα και αλουμινίου) στον χώρο των εμπορικά πολύτιμων νέων τεχνολογιών και επικοινωνιών.
Ήταν Φεβρουάριος του 2018, πριν από ακριβώς πέντε χρόνια, όταν o διευθυντής του FBI, Κρις Ρέι, έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου, υποστηρίζοντας ενώπιον της Επιτροπής Πληροφοριών της αμερικανικής Γερουσίας (Senate Intelligence Committee) ότι οι κινεζικές εταιρείες Huawei και ZTE και τα προϊόντα τους αποτελούν «απειλή» για τις ΗΠΑ.
Στην πορεία, έμελλε να ακολουθήσουν πολλά:
- Το Πεντάγωνο απαγόρευσε την πώληση κινεζικών κινητών τηλεφώνων μάρκας Huawei και ZTE σε μέλη των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων. Απαγόρευσε επίσης τη χρήση τέτοιων συσκευών στις στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ.
- Η Μενγκ Ουάνγκζου, οικονομική διευθύντρια της Huawei, συνελήφθη στον Καναδά με βάση αμερικανικό ένταλμα σύλληψης.
- Το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ κινήθηκε κατά της Huawei κατηγορώντας την για: κλοπή εμπορικών μυστικών, παρακώλυση της δικαιοσύνης και απάτες.
- Οι Αρχές των ΗΠΑ επιδόθηκαν σε μια εκστρατεία απεξάρτησης των συμμαχικών δυτικών κρατών από κάθε κινεζική ανάμειξη στην ανάπτυξη των εθνικών δικτύων 5G.
- Η Google απέκλεισε τα κινητά της Huawei από τις (μετά το 2019) αναβαθμίσεις του λειτουργικού συστήματος Android.
- Ο Τραμπ απαγόρευσε, με προεδρικό διάταγμα, σε αμερικανικές εταιρείες να συναλλάσσονται με επιχειρήσεις από το εξωτερικό που θεωρούνται απειλή για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ, αποκλείοντας έτσι την Huawei από την αμερικανική αγορά κ.ά.
Στην πορεία, βέβαια, πολλές από τις αποφάσεις που ανακοινώθηκαν επίσης θα άλλαζαν εν μέσω διαπραγματεύσεων και δικαστικών μαχών, με την Μενγκ Ουάνγκζου τελικώς να απελευθερώνεται έπειτα από τρία χρόνια κράτησης και κάποιους από τους περιορισμούς που είχαν επιβληθεί εκ μέρους των ΗΠΑ στις κινεζικές εταιρείες να χαλαρώνουν… προτού επιστρέψουν δριμύτεροι.
Νέοι περιορισμοί
«Οι ΗΠΑ απαγόρευσαν την πώληση και εισαγωγή νέου εξοπλισμού επικοινωνιών πέντε κινεζικών εταιρειών (σ.σ. Huawei, ZTE, Hikvision, Dahua, Hytera) εν μέσω ανησυχιών για την εθνική ασφάλεια», έγραφε το BBC τον περασμένο Νοέμβριο, επικαλούμενο την σχετική «ομόφωνη» απόφαση των μελών της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών των ΗΠΑ (Federal Communications Commission – FCC) που είχε προηγηθεί.
Αλλά και πιο πρόσφατα, σύμφωνα με δημοσιεύματα των τελευταίων ημερών (FT, Bloomberg, Associated Press), «η κυβέρνηση Μπάιντεν σταμάτησε να εγκρίνει την ανανέωση των αδειών εξαγωγής για αμερικανικές εταιρείες που πωλούσαν εξαρτήματα στην Huawei». «…οι νέοι περιορισμοί θα μπορούσαν να μπλοκάρουν την πρόσβαση της Huawei σε τσιπ και άλλες τεχνολογίες, καθώς μεγάλες εταιρείες με έδρα τις ΗΠΑ, όπως η Intel και η Qualcomm, θα αναγκαστούν να περιορίσουν τις συναλλαγές τους με αυτήν», σημειώνει σε άρθρο του το AP.
Μέσα στο 2022 ωστόσο, παίρνοντας την σκυτάλη του σινοαμερικανικού ανταγωνισμού από τον Τραμπ (ο οποίος, υπενθυμίζεται, ότι είχε πάρει την ίδια σκυτάλη από τον Ομπάμα), η διοίκηση Μπάιντεν θα έθετε σε ισχύ παράλληλα και μια νέα νομοθεσία (βλ. CHIPS Act) που θέτει νέους σαρωτικούς περιορισμούς απαγορεύοντας σε αμερικανικές εταιρείες να εξάγουν ημιαγωγούς και συσκευές κατασκευής ημιαγωγών στην Κίνα αλλά και σε Αμερικανούς πολίτες να εργάζονται για κινεζικές εταιρείες κατασκευής ημιαγωγών.
«To U.S. CHIPS Act έχει δύο βασικούς στόχους: να ενισχύσει την ανθεκτικότητα της (σ.σ. αμερικανικής – δυτικής) εφοδιαστικής αλυσίδας και να υψώσει άμυνες έναντι της κινεζικής προόδου (σ.σ. στον τομέα της τεχνολογίας των μικροτσίπ) υπό το πρίσμα της εθνικής ασφάλειας», σημειώνει σε ανάλυσή του το ινστιτούτο Brookings.
«Το CHIPS Act είναι μια βιομηχανική πολιτική που αποσκοπεί στον ανταγωνισμό με την Κίνα, λειτουργώντας ως καταλύτης υπέρ της επίτευξης καινοτομιών αναφορικά με τα τσιπ που θα κατασκευάζονται εντός των αμερικανικών συνόρων», σημειώνει σε δική του ανάλυση το Carnegie Endowment for International Peace.
Με απλά λόγια, μιλάμε για ένα πλάνο που στόχο έχει: από τη μια πλευρά να ενισχύσει την εγχώρια αμερικανική παραγωγή τσιπ και, από την άλλη, να καταστήσει δυσκολότερη την πρόσβαση της Κίνας σε αναλόγως προηγμένες τεχνολογίες.
Ιαπωνία, Ολλανδία και Ινδία στο πλευρό των ΗΠΑ
Στο πλαίσιο του εν λόγω σχεδίου ωστόσο, οι ΗΠΑ χρειάζονται… συμμάχους με τεχνογνωσία, προηγμένες υποδομές και εμπορικό/εξαγωγικό εκτόπισμα.
Ιαπωνία και Ολλανδία λέγεται, σύμφωνα με όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας τα τελευταία 24ωρα, ότι έχουν συμφωνήσει να πάρουν θέση στο πλευρό των ΗΠΑ, συμβάλλοντας στη μεγαλύτερη δυνατή απομόνωση της Κίνας από τις εξελίξεις στην αγορά των ημιαγωγών.
Ο Νικ Ράινερς, αναλυτής του Eurasia Group, αξιολογεί την αμερικανο-ολλανδο-ιαπωνική σύμπραξη στον εν λόγω τομέα ως «σημαντικότατη». Κι αυτό, επειδή η Ολλανδία και η Ιαπωνία είναι μεμονωμένα «πολύ σημαντικοί παίκτες» σε αυτόν τον κλάδο, όπως σημειώνεται.
Η ολλανδική ASML κατασκευάζει μηχανές λιθογραφίας (Extreme Ultraviolet Lithography – EUV) που θεωρούνται «πολύτιμες» για την παραγωγή σύγχρονων προηγμένων ημιαγωγών, ενώ και η Ιαπωνία από την πλευρά της ξεχωρίζει στον χώρο των μικροτσίπ μέσω εταιρειών όπως είναι η Tokyo Electron και η Nikon.
«ΗΠΑ και Κίνα κοντράρονται σε μια κούρσα με στόχο την ανάπτυξη των πιο ισχυρών εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης και των ισχυρότερων υπολογιστών υψηλής απόδοσης, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για στρατιωτικούς σκοπούς όπως για τον σχεδιασμό προηγμένων οπλικών συστημάτων. Για αυτό χρειάζονται τεράστιες ποσότητες τσιπ», εξηγούν σε ανάλυσή τους οι συντάκτες του ιστοχώρου Gzero, με την υποσημείωση ωστόσο ότι τα τσιπ πλέον είναι παντού: σε αυτοκίνητα, συσκευές κ.ά.
Πέρα από την Ολλανδία και την Ιαπωνία, οι ΗΠΑ ωστόσο έχουν προσεγγίσει και την (ανταγωνιστική προς το Πεκίνο) Ινδία του πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι, σε σύμπραξη με την οποία έχουν αναλάβει πια επισήμως να θέσουν σε τροχιά υλοποίησης μια σειρά από νέες υψηλού επιπέδου πρωτοβουλίες αμυντικού και τεχνολογικού χαρακτήρα.
Μέχρι στιγμής, μιλάμε για προθέσεις επιδίωξης συνεργασιών σε τομείς όπως είναι εκείνοι των ημιαγωγών, των δικτύων 5G και 6G, των εμπορικών διαστημικών πτήσεων, της εξερεύνησης της Σελήνης και της συμπαραγωγής μηχανών για αεροσκάφη και οπλικών συστημάτων, σημειώνει σε άρθρο της η Washington Post με το βλέμμα στραμμένο στον άξονα Ηνωμένων Πολιτειών – Ινδίας, έναν άξονα που και εκείνος πορεύεται πια κοιτώντας προς την πλευρά της Κίνας…