Με το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών της Γαλλίας να έχει πλέον «κλείσει» (Μακρόν: 27,8% – Λεπέν: 23,1% – Μελανσόν: 22%) και όλα τα βλέμματα να στρέφονται στον δεύτερο γύρο της 24ης Απριλίου μεταξύ Λεπέν και Μακρόν, οι αναλυτές επιχειρούν να ερμηνεύσουν τις εξελίξεις αντλώντας διδάγματα τα οποία θα μπορούσαν όμως να λειτουργήσουν και ως οδοδείκτης για όσα έπονται.
Από το Παρίσι όπου βρίσκεται, ο αρθρογράφος της Washington Post Τζέιμς ΜακΌλεϊ παρουσιάζει τέσσερα βασικά συμπεράσματα, «ανησυχητικά» σύμφωνα με εκείνον, αναφορικά με όσα έδειξαν οι κάλπες στη Γαλλία στις 10 Απριλίου.
-
Στο χέρι του Μακρόν το εάν θα χάσει
Το βασικό ερώτημα είναι πια το εάν, τις επόμενες δύο εβδομάδες, ο κατ’ όνομα «κεντρώος» Μακρόν, του οποίου η προεδρία έχει σημαδευτεί από μια σειρά από δεξιόστροφες οικονομικές μεταρρυθμίσεις, μπορεί να πείσει την πολιτικά κατακερματισμένη αριστερά να ταχθεί στο πλευρό του ενάντια στη Λεπέν. Η αριστερά τον είχε στηρίξει το 2017. Ωστόσο, δεν είναι σίγουρο ότι θα κάνει το ίδιο και το 2022. Σε μεγάλο βαθμό λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, ο Μακρόν δεν έκανε την προεκλογική εκστρατεία που θα έπρεπε. Η Λεπέν, αντιθέτως, επικεντρώθηκε στο αυξανόμενο κόστος διαβίωσης – ένα θέμα που απασχολεί πολλούς ψηφοφόρους. Ο ελάχιστος χρόνος που απομένει πια ως τις 24 Απριλίου μπορεί να μην αρκεί ωστόσο προκειμένου να καταφέρει ο Μακρόν να πείσει τους αριστερούς ψηφοφόρους ότι έχει ακούσει τις ανησυχίες τους.
-
Τα παραδοσιακά κόμματα εξαφανίστηκαν – Οι ακραίοι ανεβαίνουν
Το πολιτικό τοπίο στη Γαλλία έχει αλλάξει ριζικά. Πάνω από το 50% των ψηφοφόρων την Κυριακή υποστήριξε κόμματα της ακροδεξιάς ή της άκρας αριστεράς. Όσο για τα δύο κόμματα που κυβερνούσαν τη χώρα από το 1958 έως το 2017 – τους κεντροδεξιούς Ρεπουμπλικάνους που προήλθαν από την παράδοση του Ντε Γκωλ, και τους Σοσιαλιστές που είχαν αναπτύξει πολλά από τα προγράμματα πρόνοιας του γαλλικού κράτους – και τα δύο έχουν πια χαθεί από το προσκήνιο.
-
Η ακροδεξιά δεν έχει υπάρξει πιο ισχυρή
Η Μαρίν Λεπέν τα πήγε αυτήν τη φορά καλύτερα από κάθε άλλη προηγούμενη. Το πιο πιθανό είναι, δε, πως στις 24 Απριλίου θα ξεπεράσει και εκείνο το σχεδόν 34% που είχε λάβει στον δεύτερο γύρο των προηγούμενων προεδρικών εκλογών του 2017. Ωστόσο αυτήν τη φορά η Λεπέν δεν ήταν η μοναδική ακροδεξιά υποψήφιος για την προεδρία. Ο Ερίκ Ζεμούρ, που – αν και Εβραίος ο ίδιος – προέρχεται επίσης από τα ακροδεξιά και έχει προκαλέσει με τις απόψεις του για τη Γαλλία του Βισύ, το Ολοκαύτωμα κ.ά., έλαβε στον πρώτο γύρο της 10ης Απριλίου περίπου 7%.
Διάφορες αποχρώσεις της ακροδεξιάς λαμβάνουν πλέον πολύ περισσότερη προσοχή από ό,τι στο παρελθόν, ενώ για τον αρθρογράφο της Washington Post, Τζέιμς ΜακΌλεϊ, το πιο συγκλονιστικό πως σε αυτές τις άλλοτε περιθωριακές αποχρώσεις πολλοί ψηφοφόροι βλέπουν τη γέννηση μιας αξιόπιστης εναλλακτικής.
-
Η γαλλική αριστερά δεν είναι «νεκρή», είναι κατακερματισμένη
Η επιτυχία του Ζαν-Λικ Μελανσόν, που συγκέντρωσε 22% και παραλίγο να εκτοπίσει τη Λεπέν από τη δεύτερη θέση και μαζί τον δεύτερο γύρο, αξιολογείται ως ιδιαίτερα σημαντική. Στην πραγματικότητα, ο Μελανσόν έλαβε μόλις 422.000 ψήφους λιγότερες από τη Λεπέν. Εάν οι (περίπου 617.000) ψηφοφόροι της Ινταλγκό είχαν, για παράδειγμα, ψηφίσει Μελανσόν, τότε εκείνος θα είχε περάσει τώρα στον δεύτερο γύρο.
Υπάρχει ακόμη ενέργεια και δύναμη στην αριστερά η οποία φαίνεται να αναζητά έναν ηγέτη και αυτός ο ηγέτης, προς το παρόν, φαίνεται να είναι ο Μελανσόν.
Πηγή: the Washington Post