Πέτρος Παπακωνσταντίνου
Η δεύτερη μονομαχία Μακρόν – Λεπέν θα λάβει χώρα σε ένα βομβαρδισμένο πολιτικό τοπίο. Τη νύχτα της Κυριακής έπεσαν οι τίτλοι τέλους της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας, που ιδρύθηκε από τον Σαρλ ντε Γκωλ το 1958. Στο μεγαλύτερο μέρος αυτής της περιόδου κυριαρχούσε ο διπολισμός ανάμεσα στις πολιτικές οικογένειες της Δεξιάς και της Αριστεράς, με πρωταγωνιστές τα κόμματα του Ντε Γκωλ, του Ντ’ Εστέν και των επιγόνων τους, από τη μία πλευρά, τους σοσιαλιστές και τους κομμουνιστές από την άλλη. Στις προχθεσινές προεδρικές εκλογές, οι υποψήφιοι των παλιών κυβερνητικών κομμάτων, δηλαδή της Κεντροδεξιάς, των σοσιαλιστών και των κομμουνιστών, πήραν αθροιστικά 8,9%. Τα κόμματά τους, αν και διατηρούν θέσεις στη Βουλή, στη Γερουσία και στην αυτοδιοίκηση, βρίσκονται ένα βήμα πριν από τον πολιτικό εκμηδενισμό.
Η αγωνία για το κόστος διαβίωσης, που πυροδότησε το επεισοδιακό κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων», είναι ο καθοριστικός παράγοντας που θα κρίνει τις γαλλικές εκλογές.
Με πρώτο σταθμό τις προεδρικές εκλογές του 2017, όπου συρρικνώθηκαν απελπιστικά οι σοσιαλιστές, και με δεύτερο την προχθεσινή αναμέτρηση, όπου τους ακολούθησαν «Οι Ρεπουμπλικανοί» της Κεντροδεξιάς, η Γαλλία πέρασε από τον παραδοσιακό διπολισμό Δεξιάς- Αριστεράς, σε ένα νέο, τριπολικό σκηνικό Ακροδεξιάς – Κέντρου- Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Με κύριο εκπρόσωπο τη Μαρίν Λεπέν και τον Εθνικό Συναγερμό της, η ξενοφοβική Ακροδεξιά είναι πλέον η ηγεμονική δύναμη στον συντηρητικό χώρο και υποστηρίζεται εκλογικά περίπου από έναν στους τρεις πολίτες. Στην απέναντι πλευρά του φάσματος, ηγεμονική δύναμη της Αριστεράς αναδεικνύεται η Ανυπότακτη Γαλλία του Ζαν-Λικ Μελανσόν, που διεκδικεί ριζική αναδιανομή εισοδήματος, εθνικοποιήσεις, έξοδο από το ΝΑΤΟ και βαθιά πολιτειακή αλλαγή. Ανάμεσά τους τοποθετείται ο Εμανουέλ Μακρόν, έχοντας λεηλατήσει σχεδόν μέχρι εξαφάνισης τόσο την Κεντροδεξιά όσο και τους σοσιαλιστές.
Τριπολικό τοπίο
Το νέο τριπολικό τοπίο είναι εκρηκτικά ασταθές, γιατί δεν επιτρέπει κανενός είδους συμμαχίες. Λεπέν και Μελανσόν εκφράζουν, με διαμετρικά διαφορετικούς τρόπους, τα δυσαρεστημένα ή εξοργισμένα λαϊκά στρώματα, που πλήττονται από την παγκοσμιοποίηση και τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές των προηγούμενων κυβερνήσεων, του Μακρόν συμπεριλαμβανομένου: Ο Μελανσόν στρέφει αυτή την οργή, που τόσο θεαματικά εκδηλώθηκε την περίοδο των «Κίτρινων Γιλέκων», εναντίον του μεγάλου πλούτου, ενώ η Λεπέν τη στρέφει εναντίον των μεταναστών και των ξένων. Οι δύο χώροι αντιπαθούν εξίσου τον Μακρόν και τις ελίτ που εκπροσωπεί, αλλά μισούν ο ένας τον άλλο και το όραμά του για τη Γαλλία από το τελευταίο κύτταρο του μυελού των οστών τους.
Σε αυτό το φόντο, ο Εμανουέλ Μακρόν έχει μεν το προβάδισμα ενόψει του δεύτερου γύρου, αλλά η επικράτησή του δεν μπορεί να θεωρείται βέβαιη. Το δημοκρατικό ανάχωμα που περιόρισε σε 18% το ποσοστό του Ζαν-Μαρί Λεπέν το 2002, έχει αρχίσει από καιρό να βάζει νερά, όπως έδειξε το 34% της κόρης του το 2017. Δεν είναι ακόμη βέβαιο αν το δημοκρατικό ανακλαστικό «οποιονδήποτε εκτός από τη Λεπέν» παραμένει ισχυρότερο από το πληβειακό «οποιονδήποτε εκτός από τον Μακρόν». Ακόμη κι αν η Γαλλία αποφύγει, όπως είναι το πιθανότερο, να ζήσει τη δική της «στιγμή Τραμπ» στις 24 Απριλίου, η νίκη του Μακρόν θα είναι πύρρεια και το μήνυμα των γαλλικών εκλογών ευανάγνωστο: σε συνθήκες προϊούσας ύφεσης, ενεργειακής κρίσης και αχαλίνωτης ακρίβειας, η αγωνία για το κόστος διαβίωσης είναι εκείνη που κρίνει τις εκλογικές αναμετρήσεις. Το κοινωνικό ζήτημα προοιωνίζεται πολιτικούς σεισμούς σε όλη την Ευρώπη και όποιοι επιμένουν να εξορκίζουν ως «λαϊκισμό» τις εκκλήσεις για την αντιμετώπισή του, πρέπει να είναι έτοιμοι να συμβιώσουν με τέρατα.