Γιώργος Σκαφιδάς
Μόλις τρεις μήνες έπειτα από τον δύσκολο πολιτικό τοκετό που οδήγησε στη γέννησή της, η κυβέρνηση μειοψηφίας του Μισέλ Μπαρνιέ βρίσκεται πια αντιμέτωπη με το φάσμα της κατάρρευσης.
Το «υπερβολικό έλλειμμα» από τη μία πλευρά, και ο «υπερβολικός» κατακερματισμός των κομματικών δυνάμεων στο γαλλικό κοινοβούλιο από την άλλη, δεν της άφησαν περιθώρια απρόσκοπτης μακροημέρευσης.
Επί της ουσίας, οι εξελίξεις δεν εκπλήσσουν. Η κυβέρνηση της Ελιζαμπέτ Μπορν, που ήταν φαινομενικώς ισχυρότερη από εκείνη του Μπαρνιέ αν και επίσης μειοψηφική, πρόλαβε μέσα σε λιγότερα από δύο χρόνια να ζήσει τουλάχιστον δύο προτάσεις μομφής: τον Ιούλιο του 2022 και τον Μάρτιο του 2023. Γιατί ο Μπαρνιέ να αποτελέσει τώρα εξαίρεση, ειδικά από την στιγμή που τα προβλήματα στη Γαλλία οξύνονται; Ο 73χρονος Μπαρνιέ έχει ένα βιογραφικό πολύ πιο βαρύ και πολιτικά εντυπωσιακό από εκείνα των προκατόχων του, Μπορν και Ατάλ, θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς. Οι προσωπικές δάφνες ωστόσο, ως φαίνεται, δεν αρκούν ώστε να εξασφαλίσουν την πολιτική επιβίωση μέσα σε συνθήκες εντεινόμενου κατακερματισμού και απολεσθεισών αυτοδυναμιών.
Ο Μπαρνιέ ήρθε στην εξουσία με τις ευλογίες του Εμανουέλ Μακρόν στις αρχές του φθινοπώρου (αν και εξωκομματικός ο ίδιος, καθώς δεν είχε ενταχθεί στις τάξεις της μακρονικής παράταξης), προκειμένου να φέρει σε πέρας μια εξαιρετικά δύσκολη αποστολή.
Το στοίχημα για τον Μπαρνιέ θα είναι «να καταφέρει να σχηματίσει μια κυβέρνηση που δεν θα καταρρεύσει μέσα στους επόμενους μήνες», γράφαμε στην «Κ» τον περασμένο Σεπτέμβριο, με το βλέμμα στραμμένο στον πολύπειρο πρώην βουλευτή, ευρωβουλευτή, υπουργό, επίτροπο και κορυφαίο διαπραγματευτή της Ε.Ε. στις συνομιλίες με τη Βρετανία για το Brexit… αλλά και στον κατά πολύ νεότερο εκείνου, Εμανουέλ Μακρόν, που τον επέλεξε ως δεξιό ανάχωμα στην προελαύνουσα άκρα δεξιά των Λεπέν και Μπαρντελά.
Μόλις τρεις μήνες μετά, το στοίχημα εκείνο της -πολιτικά δεξιόστροφης- επιβίωσης της νέας κυβέρνησης κινδυνεύει να χαθεί πια, με φόντο τον προϋπολογισμό του 2025 που απορρίφθηκε από τη γαλλική αντιπολίτευση.
Υπό το βάρος ενός διογκούμενου δημοσιονομικού ελλείμματος το οποίο κινείται πια πάνω από το ευρωπαϊκό όριο του 3% (μεταξύ 5,5% και 6,1% για τα έτη 2023 και 2024 αντίστοιχα), ο Μπαρνιέ έφερε προς ψήφιση, με το βλέμμα στο 2025, έναν προϋπολογισμό «πλούσιο» σε περικοπές δαπανών (ύψους 40 δισεκατομμυρίων ευρώ) και αυξήσεις φόρων (ύψους 20 δισεκατομμυρίων ευρώ), ο οποίος μπορεί να άρεσε στις Βρυξέλλες αλλά δεν άρεσε στα άλλα κόμματα πίσω στο Παρίσι. Κατά μία άποψη, η Γαλλία θα πρέπει να βρει τώρα πάση θυσία τον τρόπο ώστε να βγει από τη «διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος» στην οποία έχει εισέλθει.
Για τη γαλλική αντιπολίτευση ωστόσο, οι προτεραιότητες στην παρούσα φάση είναι άλλες και τα μέσα επίτευξή τους διαφορετικά. Κόμματα όπως εκείνο της Ανυπότακτης Γαλλίας (LFI) του Ζαν Λικ Μελανσόν, που ξεχωρίζει ως το κοινοβουλευτικά ισχυρότερο στις τάξεις του NFP, κατηγορούν τον Μπαρνιέ ότι υιοθέτησε την ατζέντα της άκρας δεξιάς του RN… ενώ η άκρα δεξιά από την πλευρά της τον κατηγορεί ότι την αγνοεί.
Όταν κατάλαβε ότι ο προϋπολογισμός του δεν επρόκειτο να περάσει παρά τις όποιες «διορθώσεις», ο Μπαρνιέ αποφάσισε να παρακάμψει την Εθνοσυνέλευση επικαλούμενος το Αρθρο 49.3 του γαλλικού Συντάγματος το οποίο επιτρέπει στην κυβέρνηση να νομοθετεί χωρίς προηγούμενη ψηφοφορία στο κοινοβούλιο. Όπως ήταν αναμενόμενο ωστόσο, η αντιπολίτευση απάντησε σε αυτήν την απόπειρα παράκαμψης με προτάσεις δυσπιστίας.
Ολά αυτά (ενεργοποίηση του Αρθρου 49.3, πρόταση μομφής) έχουν ξαναγίνει βέβαια τα τελευταία χρόνια στη Γαλλία, με τις κυβερνήσεις ωστόσο να επιβιώνουν.
Η πλευρά του Μπαρνιέ μάλλον το περίμενε ότι κάποια στιγμή θα ερχόταν μια πρόταση μομφής εναντίον της από το μπλοκ του Νέου Λαϊκού Μετώπου (NFP) των κομμάτων της αριστεράς. Η ίδια μπορεί να ήλπιζε, ωστόσο, ότι θα κατάφερνε να ξεπεράσει αυτόν τον σκόπελο με τις ψήφους των Ρεπουμπλικανών και την ανοχή της λεπενικής άκρας δεξιάς.
«Όταν ο πρωθυπουργός ενεργοποιεί αυτήν τη διαδικασία (σ.σ. του Αρθρου 49.3), οι βουλευτές έχουν την επιλογή να καταθέσουν πρόταση δυσπιστίας εντός 24 ωρών. Εάν επιτευχθεί πλειοψηφία (σ.σ. κατά της κυβέρνησης), ο νόμος απορρίπτεται και η κυβέρνηση καταρρέει. Εάν όμως απορριφθεί η πρόταση δυσπιστίας, η κυβέρνηση κερδίζει το στοίχημά και ο νόμος περνά», εξηγεί η Monde.
Ηδη από τον περασμένο Ιούνιο, η γαλλικά ηγεσία (βλ. Μακρόν) προχώρησε σε μια σειρά από κινήσεις υψηλού ρίσκου: προκήρυξε πρόωρες βουλευτικές εκλογές έπειτα από την ήττα της στις ευρωεκλογές, «μπλόκαρε» τον σχηματισμό κυβέρνησης από την αριστερά του NFP παρά το γεγονός ότι εκείνο είχε έρθει πρώτο σε ψήφους στις βουλευτικές (χωρίς όμως να εξασφαλίζει την απόλυτη πλειοψηφία), και εν συνεχεία σχημάτισε μια δική της κυβέρνηση μειοψηφίας η οποία είχε όμως πιο έντονα (ή μάλλον εντονότερα σε σχέση με το παρελθόν) δεξιά στοιχεία.
Ο Μακρόν μπορεί να ήλπιζε ότι η Λεπέν θα δυσκολευόταν να ρίξει μια δεξιά κυβέρνηση όπως ήταν εκείνη του συντηρητικού Μπαρνιέ.
Ο Εθνικός Συναγερμός (RN) της Μαρίν Λεπέν και του Ζορντάν Μπαρντελά παρουσιάζεται όμως τώρα έτοιμος να υπερψηφίσει κάθε πρόταση δυσπιστίας ενάντια στην κυβέρνηση, ενώ ανάλογα μηνύματα εκπέμπει από την πλευρά του και το Νέο Λαϊκό Μέτωπο (NFP). RN και NFP υπέβαλαν σήμερα προτάσεις δυσπιστίας, το κάθε μπλοκ τη δική του.
RN, NFP και λοιποί αντιπολιτευόμενοι έχουν όμως, όλοι μαζί, τις ψήφους που απαιτούνται ώστε να ρίξουν την κυβέρνηση εάν το θελήσουν… και η ώρα της κρίσης πλησιάζει καθώς οι σχετικές ψηφοφορίες επί των προτάσεων δυσπιστίας αναμένονται μάλλον την ερχόμενη Τετάρτη.
Εάν η κυβέρνηση του Μισέλ Μπαρνιέ όντως πέσει (όπως είναι πιθανό) αυτήν την εβδομάδα, θα είναι η πρώτη που χάνει πρόταση μομφής στη Γαλλία μετά το 1962 και την κυβέρνηση του Ζωρζ Πομπιντού.
Ακόμη και αν η κυβέρνηση πέσει ωστόσο, η Γαλλία δεν θα μπορέσει να πάει σε νέες βουλευτικές εκλογές πριν από το καλοκαίρι του 2025, καθώς θα πρέπει να έχουν περάσει 12 μήνες από τις προηγούμενες βουλευτικές του Ιουνίου-Ιουλίου 2024.
Πώς θα πορευθεί η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης σε μια τέτοια περίπτωση κυβερνητικής κατάρρευσης; Με υπηρεσιακές κυβερνήσεις ή κυβερνήσεις τεχνοκρατών, νέα κυβερνητικά πειράματα και πρόσκαιρες λύσεις-μπαλώματα που θα τις επιτρέψουν να κερδίσει χρόνο ως τις επόμενες εκλογές, όποτε κι αν διεξαχθούν αυτές;
Ειρήσθω εν παρόδω, υπενθυμίζεται ότι και η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης, έχει μπει παράλληλα σε τροχιά πρόωρων ομοσπονδιακών εκλογών με ορίζοντα τον ερχόμενο Φεβρουάριο, ενώ οι Αμερικανοί ετοιμάζονται να υποδεχθούν εκ νέου τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο τον προσεχή Ιανουάριο.
Ο Μακρόν θα επιχειρήσει τώρα, κατά πάσα πιθανότητα, να εκθέσει την άκρα δεξιά της Λεπέν ως «πολιτικά ανεύθυνη» και «κυβερνητικά ακατάλληλη» στα μάτια των Γάλλων ψηφοφόρων.
Η Λεπέν από την άλλη πλευρά, μπορεί να επιχειρήσει να επενδύσει πολιτικά στα σενάρια που θέλουν τον Μακρόν να εξωθείται σε παραίτηση πριν από τις επόμενες προεδρικές κάλπες του 2027.
Όσο για την αριστερά του NFP, εκείνη θα επιδιώξει να βγει εκλογικά ενισχυμένη μέσα από αυτόν τον νέο κύκλο κρίσης. Υπενθυμίζεται άλλωστε ότι εκείνη είχε έρθει πρώτη (αλλά πολύ μακριά από τα νούμερα που θα της έδιναν την απόλυτη πλειοψηφία) στις βουλευτικές εκλογές του περασμένου καλοκαιριού, πάνω από το δεύτερο μακρονικό μπλοκ και τον τρίτη Λεπέν, το κόμμα της οποίας ξεχωρίζει όμως ως εκείνο με τις περισσότερες έδρες σήμερα στην εθνοσυνέλευση εάν ιδωθεί ως μεμονωμένη παράταξη και όχι στο πλαίσιο κάποιου κομματικού συνασπισμού τύπου NFP.