Έντι Ζεμενίδης
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα ξεκινήσει σύντομα την τρίτη θητεία του ως πρόεδρος της Τουρκίας. Θα γίνει πολύς λόγος για το αν ξαναπήρε την εξουσία μέσω «ελεύθερων και δίκαιων εκλογών»» (δεν το έκανε), τι σημαίνει αυτό για τη δημοκρατία στην Τουρκία (τίποτα καλό) και αν η νίκη του ήταν πραγματικά καλύτερη για τη σταθερότητα στην περιοχή και την ασφάλεια της Ελλάδας (δεν είναι).
Μετά τη νίκη του Ερντογάν στον πρώτο γύρο, στις 14 Μαΐου, έχει χυθεί πολύ μελάνι για το είδος της εξωτερικής πολιτικής που θα ασκήσει. Ισως ένα πιο επιτακτικό ζήτημα να ήταν: «Μέχρι πού θα του επιτραπεί να τη γλιτώσει;». Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πώς θα εξελιχθεί η σχέση μεταξύ Ουάσιγκτον και Αγκυρας.
Υπάρχει μια ευκαιρία για την επανεκκίνηση των σχέσεων με την Τουρκία, αλλά μπορεί να αξιοποιηθεί μόνο εάν η Ουάσιγκτον αποβάλει την εικόνα του παράγοντα που κατευνάζει.
Το καλύτερο μότο για τη δυσλειτουργική συμμαχία μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας προέρχεται από την έκθεση του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων με τον εύστοχο τίτλο: «Ούτε φίλοι ούτε εχθροί» (ή από την τροποποίηση που ο συντάκτης της έκθεσης –Στίβεν Κουκ– έκανε στον τίτλο τα τελευταία χρόνια «Πιο πολύ εχθροί παρά φίλοι»). Αυτή η αίσθηση επικρατεί και στις δύο χώρες. Ηταν «κοινό μυστικό» ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν ήλπιζε σε ήττα του Ερντογάν. Την εβδομάδα πριν από τις εκλογές στην Τουρκία, μέλη του Κογκρέσου ασκούσαν σκληρή κριτική στον Ερντογάν και εξέφραζαν δημόσια την ελπίδα για αλλαγή στην Τουρκία. Ο Ερντογάν και το ΑΚΡ έκαναν αποτελεσματική εκστρατεία κατά του προέδρου Μπάιντεν, χαρακτηρίζοντας την αντιπολίτευση ως προτίμηση δική του.
Από εδώ και πέρα, θα γίνεται πολύς λόγος για «επανεκκίνηση», θα υπενθυμίζεται ότι ο Ερντογάν έχει αλλάξει πορεία και στο παρελθόν, θα γίνεται ακόμη και συζήτηση ότι μπορεί να έχει επαρκή εντολή ώστε να λάβει θαρραλέες αποφάσεις στην εξωτερική πολιτική.
Ολα αυτά είναι ανοησίες. Ο Ερντογάν δεν θα αλλάξει. Θα προσποιηθεί βεβαίως ότι αλλάζει, επειδή γνωρίζει ότι αυτό λειτουργεί συχνά στους Αμερικανούς διπλωμάτες που έχουν βραχεία θητεία και εγγενή πεποίθηση πως θα γίνουν ο υπουργός ή ο βοηθός υπουργός ή ο πρέσβης που θα επιτύχει τελικά μια διπλωματική τομή.
Κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του Ερντογάν, καμία αμερικανική κυβέρνηση δεν τον απομάκρυνε από τη βαθιά ριζωμένη πεποίθησή του ότι ο χρόνος είναι με το μέρος του και ότι αν είναι αρκετά επίμονος, η Αμερική θα υποχωρήσει. Παρά τις ενδείξεις ότι η πίεση λειτουργεί (η υπόθεση του πάστορα Μπράνσον, η πρόσφατη συνεργασία της Τουρκίας για τον περιορισμό ορισμένων αποστολών), οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν ασκήσει –ή, έστω, απειλήσει να ασκήσουν– αρκετές και συνεχείς πιέσεις ώστε ο Ερντογάν να πάρει την Ουάσιγκτον στα σοβαρά.
Στην πραγματικότητα, υπάρχει μια ευκαιρία για την επανεκκίνηση των σχέσεων με την Τουρκία, αλλά μπορεί να αξιοποιηθεί μόνο εάν η Ουάσιγκτον αποβάλει την εικόνα του «κατευναστή» όταν πρόκειται για την Τουρκία. Παρακάτω παρατίθενται ορισμένες άμεσες ευκαιρίες:
1. Ρωσία: Οι τεταμένες σχέσεις με τον Ερντογάν μετατράπηκαν σε ρήξη εξαιτίας του πόσο κοντά ήρθε στη Ρωσία. Η διαμάχη για τους S-400 σόκαρε ακόμη και την πλειοψηφία των υποστηρικτών της Τουρκίας στις ΗΠΑ. Και παρόλο που αρχικά υπήρχε η ελπίδα πως η Τουρκία θα αποτελούσε πλεονέκτημα στην υποστήριξη της Ουκρανίας, υπήρξε συχνά μειονέκτημα, επειδή χρειάζεται τη Ρωσία σε πολλά μέτωπα. Αν θέλουμε να μην καταλήξει ο πόλεμος στην Ουκρανία άλλος ένας «αιώνιος πόλεμος», η Αγκυρα πρέπει να διαλέξει πλευρά. Ειδικά δεδομένης της οικονομικής δυσχέρειας που αντιμετωπίζει η Τουρκία, θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι το να χρησιμεύει ως μηχανισμός αποφυγής κυρώσεων για τον Πούτιν θα έχει κόστος.
2. NATO: Ολοι αναμένουν μια γρήγορη στροφή της Τουρκίας ως προς την αποδοχή της ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Ο Ερντογάν έχει τραβήξει τόσο αριστοτεχνικά και κυνικά αυτό το θέμα, ώστε να θεωρηθεί σημαντική παραχώρηση από την πλευρά του. Δεν είναι. Πρόκειται για ένα απαραίτητο –αλλά ανεπαρκές– βήμα προς μια επίδειξη αλληλεγγύης εκ μέρους της Τουρκίας προς το ΝΑΤΟ. Αυτό που θα πρέπει να καταστήσουν σαφές οι υπόλοιπες χώρες της Συμμαχίας –ιδιαίτερα οι ΗΠΑ– είναι ότι είναι έτοιμες να αντιμετωπίσουν ουσιαστικά τη Σουηδία ως σύμμαχο, είτε το εγκρίνει η Αγκυρα είτε όχι, ίσως ακόμη και να δεσμευθούν να στείλουν όπλα που, διαφορετικά, θα προορίζονταν για δήθεν συμμάχους όπως η Τουρκία. Αφού μιλάμε για αλληλεγγύη του ΝΑΤΟ και για όπλα…
3. Να τερµατιστεί η πολεμική δραστηριότητα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Η αδιαλλαξία της Τουρκίας έναντι της ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ έχει δικαιολογημένα προκαλέσει την οργή των δυτικών συμμάχων της Αγκυρας, αλλά η προοπτική ενός ελληνοτουρκικού πολέμου είναι μια πολύ πιο σοβαρή απειλή –μια υπαρξιακή απειλή– για το ΝΑΤΟ. Η παύση των υπερπτήσεων δεν πρέπει να συγχέεται με αλλαγή πολιτικής, και η αποτυχία των ΗΠΑ και της Ε.Ε. να πείσουν την Αγκυρα να ανατρέψει το casus belli εναντίον της Ελλάδας ή να αποσύρει τις παράλογες επίσημες προκλήσεις της για την ελληνική κυριαρχία, είναι αμέλεια στον βαθμό που βασίζεται στην εξαιρετική ελληνική εγκράτεια για την αποτροπή μιας διανατοϊκής σύγκρουσης. Η κυβέρνηση Μπάιντεν πρέπει να θέσει ανοιχτά ως όρο στην υποστήριξή της προς την Τουρκία για τα F-16 τον τερματισμό αυτής της πολεμικής συμπεριφοράς εντός του ΝΑΤΟ. Χωρίς τέτοιους όρους, η Αμερική θα εξοπλίζει ουσιαστικά την Αγκυρα για να διεξάγει πόλεμο εναντίον των Αμερικανών συμμάχων και εταίρων.
Ο Ερντογάν θα αλλάξει μόνο εάν εξαναγκαστεί. Για πρώτη φορά ύστερα από πολύ καιρό, μπορεί τελικά να συνειδητοποιήσει ότι η Αγκυρα χρειάζεται την Ουάσιγκτον περισσότερο από ό,τι η Ουάσιγκτον την Αγκυρα. Οι ΗΠΑ έχουν σημαντικούς μοχλούς πίεσης αυτή τη στιγμή: τη δυνατότητα να επηρεάσουν τη βοήθεια του ΔΝΤ, τα F-16, το ύψος των κυρώσεων που θα επιβληθούν στην υπόθεση της τράπεζας Χαλκ, την ενεργειακή διπλωματία. Εάν η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν μπορέσει να αξιοποιήσει αυτούς τους μοχλούς πίεσης, όχι μόνο θα χαθεί κάθε ευκαιρία για επανεκκίνηση, αλλά οι σχέσεις θα πάνε από το κακό στο πολύ χειρότερο.
Ο κ. Εντι Ζεμενίδης είναι εκτελεστικός διευθυντής του Συμβουλίου Ελληνοαμερικανικής Ηγεσίας (HALC).