Kathimerini.gr
Γιώργος Σκαφιδάς
Εκείνη δεν είναι πια εδώ (πολιτικά μιλώντας), εκείνοι όμως είναι. Πούτιν και Τραμπ ετοιμάζονται πια να ξαναπιάσουν το νήμα των μεταξύ τους διαπραγματεύσεων, έπειτα από ένα (μπαϊντενικό) διάλειμμα τεσσάρων ετών στις ΗΠΑ. Κεντρικό θέμα στην ατζέντα τους: η Ουκρανία. Δευτερεύοντα θέματα στην ίδια ατζέντα: το ΝΑΤΟ… η Βόρεια Κορέα… το Ιράν… η πράσινη μετάβαση… οι δασμοί και οι κυρώσεις ως μέσα πίεσης… η Κίνα και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου… η Βενεζουέλα κ.ά.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία λειτούργησε ως τομή, ανατρέποντας βεβαιότητες και αλλάζοντας πολλά από όσα άλλοτε θεωρούνταν δεδομένα. Από τις 24 Φεβρουαρίου του 2022 και έπειτα, τίποτα δεν θα ήταν πια το ίδιο. Επί της ουσίας ωστόσο, τα θέματα στην ατζέντα Πούτιν και Τραμπ ουδέποτε άλλαξαν, «θεματικά». Ό,τι απασχολούσε τους δύο ηγέτες την περίοδο 2017-2020, τους απασχολεί και τώρα, με τις συγκρούσεις που άλλοτε διεξάγονταν στην ανατολική Ουκρανία μεταξύ Ουκρανών και ρωσώφωνων (ή Ρώσων “little green men χωρίς διακριτικά, όπως καταγγέλλεται) να έχουν πια δώσει τη θέση τους σε έναν κανονικό πόλεμο που έχει συμπληρώσει ήδη περισσότερες από χίλιες ημέρες συγκρούσεων, τον μεγαλύτερο για την Ευρώπη μετά το Β΄ Παγκόσμιο.
Ο Πούτιν είναι, επί της ουσίας, αυτός που ήταν· και ο Τραμπ επίσης.
Αυτή που δεν είναι πια εκεί όμως, για να υπερασπιστεί τη «διεθνή φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων» («global liberal order»), είναι η Ανγκελα Μέρκελ.
«Καθώς ο Ομπάμα αποχωρεί από την παγκόσμια σκηνή», η Ανγκελα Μέρκελ μένει πίσω «ως ο τελευταίος υπερασπιστής της φιλελεύθερης Δύσης», έγραφαν οι Τάιμς της Νέας Υόρκης τον Νοέμβριο του 2016, με φόντο την πρώτη εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ.
Η Μέρκελ ήταν στο τιμόνι της γερμανικής καγκελαρίας όταν ο Τραμπ εξελέγη για πρώτη φορά πρόεδρος των ΗΠΑ το 2016, όταν η Βρετανία άνοιξε την πόρτα της εξόδου από την Ε.Ε. (επίσης το 2016), όταν οι Ρώσοι «πήραν» την Κριμαία και η πτήση 17 των Μαλαισιανών Αερογραμμών έπεσε στην ανατολική Ουκρανία (το 2014), όταν η Τουρκία ζούσε κάποιες από τις πιο έντονες στιγμής της σύγχρονης ιστορίας της (το 2013 με επίκεντρο το Γκεζί, το 2016 με το πραξικόπημα), αλλά και όταν Ελλάδα και ευρωζώνη βρέθηκαν αντιμέτωπες με την κρίση χρέους (την περίοδο 2009-2018) και την κρίση του μεταναστευτικού (το 2015).
(AP Photo/ Evan Vucci, File)
Η Ανγκελα Μέρκελ έζησε πολλά ως καγκελάριος της Γερμανίας από τον Νοέμβριο του 2005 ως και τον Δεκέμβριο του 2021, και ως εκ τούτου έχει πολλά να διηγηθεί… πράγμα που κάνει μέσα τις 752 σελίδες των απομνημονευμάτων της που κυκλοφορούν στις 26 Νοεμβρίου υπό τον τίτλο «Freiheit: Erinnerungen 1954 – 2021» (στα ελληνικά ως «Ελευθερία: Αναμνήσεις 1954-2021» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο).
«Η Άνγκελα Μέρκελ είχε την ευθύνη της διακυβέρνησης της Γερμανίας επί δεκαέξι χρόνια, στη διάρκεια των οποίων σφράγισε τη γερμανική, την ευρωπαϊκή και τη διεθνή πολιτική σκηνή με τη δράση αλλά και με τη στάση της εν γένει. Στα απομνημονεύματά της κάνει μια αναδρομή στη ζωή της σε δύο γερμανικά κράτη: στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας ως το 1990 και στην επανενωμένη Γερμανία από το 1990 και εξής. Πώς κατάφερε μια γυναίκα από την Ανατολή να αναλάβει την ηγεσία του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος (CDU) και να εκλεγεί ως η πρώτη γυναίκα καγκελάριος της επανενωμένης Γερμανίας; Πώς εξελίχθηκε σε έναν από τους ισχυρότερους αρχηγούς κυβερνήσεων στον δυτικό κόσμο; Τι στάθηκε οδηγός της στην πορεία αυτή; Στο βιβλίο Ελευθερία, η Ανγκελα Μέρκελ περιγράφει την καθημερινή ζωή στην Καγκελαρία, καθώς και τις εξαιρετικά δραματικές ημέρες και νύχτες κατά τις οποίες καλούνταν να πάρει βαρυσήμαντες αποφάσεις στο Βερολίνο, στις Βρυξέλλες κ.α. Ακολουθώντας το μακρύ νήμα των αλλαγών στις διεθνείς σχέσεις, αποτυπώνει την πίεση που δέχονται οι πολιτικοί στις μέρες μας, όταν επείγει η επίλυση σύνθετων προβλημάτων, στο πλαίσιο του παγκοσμιοποιημένου κόσμου. Η Μέρκελ μάς οδηγεί στα παρασκήνια της διεθνούς πολιτικής, ενώ καταδεικνύει τη σημασία αλλά και τους περιορισμούς των συζητήσεων σε προσωπικό επίπεδο. Η Ανγκελα Μέρκελ σκιαγραφεί τις συνθήκες ανάπτυξης της πολιτικής δράσης σε μια περίοδο όξυνσης των αντιπαραθέσεων. Τα απομνημονεύματά της, στα οποία κυριαρχεί η ισχυρή έκκληση για ελευθερία, προσφέρουν μια μοναδική ματιά στα ανώτερα κλιμάκια και τα άδυτα της εξουσίας», διαβάζουμε στην ελληνική περιγραφή του βιβλίου, αποσπάσματα του οποίου πρόκειται να δημοσιευτούν αυτήν την Κυριακή (24 Νοεμβρίου) από την «Κ» κατ’ αποκλειστικότητα για την Ελλάδα (ενώ αυτήν την εβδομάδα προηγήθηκε η πρώτη προδημοσίευση στη Γερμανία από την εφημερίδα Zeit).
(Jason Lee/Pool Photo via AP)
«Η κυρία Μέρκελ απέπνεε ένα είδος υπομονετικής, εγκεφαλικής ηρεμίας που την έκανε να αντιμετωπίζεται ως προπύργιο μιας παλαιάς, περισσότερο προβλέψιμης παγκόσμια τάξης πραγμάτων», γράφουν οι Στίβεν Ερλάνγκερ και Κρίστοφερ Σούτσε στους Τάιμς της Νέας Υόρκης.
Από τότε που έφυγε ωστόσο από το πολιτικό προσκήνιο στα τέλη του 2021 και έπειτα, τα πράγματα ειδικά για τη Γερμανία δεν βαίνουν καλώς ή τουλάχιστον όχι τόσο καλά όπως παλαιότερα: η άκρα δεξιά (AfD) ανεβαίνει, οι εθνολαϊκιστές (BSW) κερδίζουν έδαφος, η γερμανική οικονομία ασθμαίνει, η ανάπτυξη υποχωρεί, η λαϊκή δυσφορία οξύνεται, οι άλλοτε ακλόνητες γερμανικές υποδομές κλονίζονται, κι όλα αυτά με φόντο την ξαφνική αποδέσμευση από τη ρωσική ενέργεια (βλ. Nord Stream) που ήρθε ως απόρροια του πολέμου στην Ουκρανία.
Θα είχαν, άραγε, συσσωρευθεί τόσα προβλήματα πάνω από το Βερολίνο εάν η Μέρκελ ήταν ακόμη στην καγκελαρία; Το ερώτημα ανακύπτει σχεδόν αυτόματα, ειδικά εάν συνδυαστεί με τη συγκυβέρνηση του δημοσκοπικά καταρρακωμένου Ολαφ Σολτς που κατέρρευσε πρόωρα, έπειτα από σχεδόν τρία χρόνια.
Οι απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα ωστόσο, δεν είναι δεδομένες προς μια κατεύθυνση, ούτε κοινά αποδεκτές ή μονοδιάστατες. Προβλήματα υπήρχαν, άλλωστε, και την περίοδο που η Μέρκελ ήταν στην καγκελαρία και, σύμφωνα με τους επικριτές της πρώην καγκελαρίου, πολλά από αυτά τα προβλήματα έχουν πια περάσει στους επόμενους έχοντας εν τω μεταξύ επιδεινωθεί.
Θα μπορούσε, άραγε, η Μέρκελ, εάν όχι να προλάβει, τότε να διαχειριστεί αποτελεσματικότερα τις όποιες προκλήσεις, σε σύγκριση για παράδειγμα με τον Σολτς; Πολύ πιθανόν, αλλά πόση σημασία έχει πια μια τέτοια σύγκριση;
Η 70χρονη Μέρκελ δεν πρόκειται να επιστρέψει στην κεντρική πολιτική σκηνή της Γερμανίας. Αυτό που έχει αφήσει πίσω είναι η πολιτική της κληρονομιά και το modus operandi της μερκελικής περιόδου, το οποίο έρχεται τώρα να επανασυστήσει στο κοινό, αλλά και να δικαιώσει/δικαιολογήσει, μέσα από τα απομνημονεύματά της. Μέσα από το νέο βιβλίο της, η πρώην καγκελάριος «θέλει να δικαιολογήσει αποφάσεις που πήρε (σ.σ. όταν ήταν καγκελάριος) και που εξακολουθούν να επηρεάζουν τη Γερμανία και την υπόλοιπη Ευρώπη», γράφουν οι Ερλάνγκερ και Σούτσε στους New York Times.
(Sputnik, Kremlin Pool Photo via AP)
Διερωτάται όμως κανείς, από την άλλη πλευρά, εάν η πολιτική κληρονομιά της Μέρκελ έχει ανάγκη από υπεράσπιση; Εάν κρίνουμε από τη σκληρή επίθεση που εξαπέλυσε εναντίον της ο Economist τον περασμένο μήνα, τότε θα πρέπει να ακολουθήσει ένα εμφατικό «ναι».
Σύμφωνα με τον Economist, «σχεδόν κάθε μεγάλη απόφαση που έλαβε η Μέρκελ (σ.σ. όταν ήταν καγκελάριος) φαίνεται πως οδήγησε τη Γερμανία -και συχνά ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση- σε χειρότερη θέση». «Γεωπολιτικά, εκείνη άφησε τη χώρα της με μια τώρα διάσημη τριάδα επικίνδυνων εξαρτήσεων: ανίκανη να υπερασπιστεί τον εαυτό της χωρίς την Αμερική, ανήμπορη να αναπτυχθεί χωρίς εξαγωγές στην Κίνα, και βασισμένη στο ρωσικό αέριο για να διατηρήσει τη βιομηχανία της. Αλλά και στην οικονομία, οι επιδόσεις της ήταν καταστροφικές: 16 χρόνια χωρίς μεταρρυθμίσεις άφησαν τη Γερμανία ως τον οικονομικό ασθενή της Ευρώπης», σημειώνει ο Economist, με το βλέμμα στραμμένο στις γερμανικές αμυντικές δαπάνες που δεν ξεπέρασαν το 1,3% επί Μέρκελ αλλά και στις γερμανικές εισαγωγές ενέργειας από τη Ρωσία που αυξήθηκαν… στον απόηχο της μονομερούς προσάρτησης της Κριμαίας.
Στα απομνημονεύματά της η Μέρκελ δικαιολογεί μεν αποφάσεις, αλλά παράλληλα παραδέχεται ότι υπήρχαν και κενά ή αρρυθμίες. «Εγινε φανερό ότι εμείς στο ΝΑΤΟ δεν είχαμε κοινή στρατηγική για την αντιμετώπιση της Ρωσίας», λέει σε κάποιο σημείο, ανατρέχοντας στη νατοϊκή σύνοδο που είχε διεξαχθεί το 2008 στο Βουκουρέστι.