
Kathimerini.gr
Η στρατιωτική διοίκηση της Μιανμάρ επέτρεψε την είσοδο εκατοντάδων ξένων διασωστών, καθώς ο αριθμός των θυμάτων από τον καταστροφικό σεισμό που σημειώθηκε την Παρασκευή έχει ξεπεράσει τους 1.600, σύμφωνα με τις αρχές.
Ο σεισμός μεγέθους 7,7 Ρίχτερ –ο φονικότερος στη χώρα εδώ και δεκαετίες- έπληξε το κεντρικό τμήμα της Μιανμάρ, προκαλώντας μαζικές καταρρεύσεις κτιρίων και ζημιές σε κρίσιμες υποδομές, μεταξύ αυτών γέφυρες, αυτοκινητόδρομοι και τα διεθνή αεροδρόμια στη Νέπιντο και τη Μανταλέι.
Σύμφωνα με το BBC Burmese, ο επίσημος απολογισμός ανέρχεται σε 1.644 νεκρούς, ενώ το Αμερικανικό Γεωλογικό Ινστιτούτο (USGS) εκτιμά ότι ο αριθμός αυτός ενδέχεται να ξεπεράσει τους 10.000. Οι υλικές ζημιές υπολογίζεται ότι υπερβαίνουν το ετήσιο ΑΕΠ της χώρας.
Η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας της Μιανμάρ (NUG) δήλωσε ότι έχουν καταγραφεί σοβαρές ζημιές σε τουλάχιστον 2.900 κτίρια, 30 δρόμους και επτά γέφυρες.
Ο πύργος ελέγχου του αεροδρομίου της Νέπιντο κατέρρευσε, ενώ αρκετές περιοχές παραμένουν αποκομμένες λόγω της καταστροφής των υποδομών.
Σύμφωνα με το Γραφείο Συντονισμού Ανθρωπιστικών Υποθέσεων του ΟΗΕ (OCHA), οι ζημιές σε κρίσιμες αρτηρίες, όπως ο αυτοκινητόδρομος Γιανγκόν–Νέπιντο–Μανταλέι, έχουν οδηγήσει σε σημαντικές διακοπές υπηρεσιών.
Ρωγμές και παραμορφώσεις του οδοστρώματος ανάγκασαν τα υπεραστικά λεωφορεία να σταματήσουν τα δρομολόγιά τους, δυσχεραίνοντας ακόμη περισσότερο την πρόσβαση των ομάδων βοήθειας.

Επιχειρήσεις διάσωσης χωρίς μέσα
Στη Μανταλέι, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, οι κάτοικοι προσπαθούν να απεγκλωβίσουν επιζώντες με τα χέρια τους, χωρίς βαρέα μηχανήματα ή την υποστήριξη των αρχών. «Πολλοί είναι παγιδευμένοι αλλά δεν έρχεται βοήθεια – δεν υπάρχει προσωπικό ή εξοπλισμός», ανέφερε κάτοικος που δεν κατονομάζεται για λόγους ασφαλείας.
Ο επικεφαλής της χούντας, στρατηγός Μιν Αούνγκ Χλάινγκ, επισκέφθηκε τη Μανταλέι και κάλεσε σε επιτάχυνση των επιχειρήσεων διάσωσης. Το κρατικό πρακτορείο μετέδωσε ότι έχουν δοθεί εντολές για αντιμετώπιση «επειγόντων αναγκών».
Το OCHA προειδοποίησε ότι τα νοσοκομεία στο κεντρικό και βορειοδυτικό τμήμα της χώρας δυσκολεύονται να ανταποκριθούν, ενώ η κατεστραμμένη οδική υποδομή εμποδίζει την πρόσβαση των ομάδων βοήθειας.
Η υπηρεσία ανακοίνωσε ότι 17 φορτηγά με ιατροφαρμακευτικό υλικό, όπως ασκούς αίματος και αναισθητικά, θα φτάσουν την Κυριακή.
Διεθνής κινητοποίηση
Μετά από σπάνιο αίτημα για διεθνή βοήθεια, η στρατιωτική διοίκηση επέτρεψε την άφιξη ξένων διασωστών. Κινέζικη αποστολή προσγειώθηκε στη Γιανγκόν και θα μετακινηθεί οδικώς προς τις πληγείσες περιοχές.
Ο πρόεδρος της Κίνας Σι Τζινπίνγκ δήλωσε τηλεφωνικά στον Μιν Αούνγκ Χλάινγκ ότι το Πεκίνο θα προσφέρει βοήθεια ύψους 13,77 εκατ. δολαρίων.
Η Ινδία έστειλε στρατιωτικό αεροσκάφος με εφόδια και ανακοίνωσε αποστολή πλοίων με 40 τόνους ανθρωπιστικής βοήθειας.
Η Ρωσία, η Μαλαισία και η Σιγκαπούρη αποστέλλουν επίσης διασωστικές ομάδες και προμήθειες.
Παρά τις κυρώσεις που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ στη στρατιωτική ηγεσία της Μιανμάρ, η Ουάσιγκτον δήλωσε ότι θα προσφέρει βοήθεια.
Σπάνια κίνηση εν μέσω χάους
Σε πολιτικό επίπεδο, η αποδοχή διεθνούς βοήθειας από τη χούντα θεωρείται σπάνια και ερμηνεύεται από διπλωματικούς κύκλους ως προσπάθεια αποφυγής περαιτέρω διεθνούς απομόνωσης. Ενδεικτικό είναι ότι ο Σι Τζινπίνγκ ήταν ο μόνος ξένος ηγέτης που συνομίλησε απευθείας με τον στρατηγό Χλάινγκ.
Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, οργανισμοί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μη κυβερνητικές οργανώσεις επιδιώκουν να αποκτήσουν πρόσβαση στις περιοχές των εθνοτικών μειονοτήτων, στις οποίες η χούντα παραδοσιακά περιορίζει τη δράση ξένων αποστολών.

Τραγωδία και στην Ταϊλάνδη
Στην Ταϊλάνδη, ο σεισμός έγινε αισθητός ακόμα και στην πρωτεύουσα Μπανγκόκ, όπου κατέρρευσε 33ώροφο υπό κατασκευή κτίριο.
Τουλάχιστον εννέα άνθρωποι σκοτώθηκαν, ενώ 47 αγνοούνται ή είναι εγκλωβισμένοι. Ανάμεσα στους εγκλωβισμένους βρίσκονται και εργάτες από τη Μιανμάρ.
Οι αρχές χρησιμοποιούν εκσκαφείς, drones και εκπαιδευμένα σκυλιά για τον εντοπισμό επιζώντων.
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ανουτίν Τσαρνβιρακούλ δήλωσε ότι οι επιχειρήσεις συνεχίζονται 24 ώρες το 24ωρο.
Η 39χρονη Τσανπέν Καεουνόι, εργάτρια, ανέφερε ότι η μητέρα και η αδελφή της εργάζονταν στο κτίριο που κατέρρευσε.
«Προσπάθησα να καλέσω την αδελφή μου ξανά και ξανά, αλλά δεν απαντά. Δεν θα φύγω μέχρι να τις ξαναδώ», είπε.
Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Μηχανικών της Ταϊλάνδης, μέχρι και 5.000 κτίρια στην Μπανγκόκ ενδέχεται να έχουν υποστεί ζημιές. «Εξετάζουμε εκατοντάδες περιστατικά. Όπου υπάρχει κίνδυνος, στέλνουμε αμέσως μηχανικούς», δήλωσε ο Άνεκ Σιριπανιτσορν, μέλος του διοικητικού συμβουλίου.