Αλεξάνδρα Βουδούρη
Κοινό ταμείο, ύψους 500 δισ. ευρώ, για ευρωπαϊκά αμυντικά έργα και προμήθειες όπλων, με αξιοποίηση των αγορών ομολόγων, συζητούν πλέον αρκετά κράτη-μέλη της Ε.Ε. στη σκιά της νέας γεωπολιτικής πραγματικότητας και εν αναμονή της επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο.
Εξαιτίας των σφοδρών αντιδράσεων που προκαλεί η ιδέα έκδοσης κοινού χρέους στις λεγόμενες «φειδωλές χώρες», κερδίζει «έδαφος» η δημιουργία μηχανισμού χρηματοδότησης της ευρωπαϊκής άμυνας που θα εκδίδει ομόλογα με εγγυήσεις από τις συμμετέχουσες χώρες και όχι από την ίδια την Ε.Ε., αναφέρει δημοσίευμα των Financial Times.
Το «πλεονέκτημα» της νέας ιδέας είναι ότι θα επιτρέπεται η συμμετοχή και κρατών εκτός της Eνωσης, όπως η Βρετανία και η Νορβηγία.
Αν και δεν αναφέρεται στο εν λόγω δημοσίευμα, η προοπτική αυτή θα ενδιέφερε πάντως και την Τουρκία, με κάποια κράτη-μέλη της Ε.Ε. να αναζητούν εδώ και χρόνια –κατ’ απαίτηση της Αγκυρας– πρόσβαση της αμυντικής βιομηχανίας της σε ευρωπαϊκά πρότζεκτ. Αγνωστο προς το παρόν παραμένει πώς «βλέπει» το Παρίσι αυτή την προοπτική, καθώς έως τώρα έθετε «βέτο» τουλάχιστον στην πρόσβαση αμυντικών εταιρειών εκτός Ε.Ε. σε κοινά κονδύλια.
Ενδιαφέρον σημείο της πρότασης αποτελεί η οικειοθελής συμμετοχή στο νέο χρηματοδοτικό «όχημα», καθώς επί της ουσίας αυτό σημαίνει ότι κράτη-μέλη που είναι στρατιωτικά «ουδέτερα», όπως η Αυστρία, η Ιρλανδία και η Κύπρος, δεν θα μπορούν να ασκήσουν «βέτο» στη δημιουργία του, ενώ δεν θα ισχύουν υφιστάμενες ευρωπαϊκές απαγορεύσεις για χρηματοδότηση στρατιωτικών δαπανών με κοινά κονδύλια για χώρες εκτός Ε.Ε.
Παρά το γεγονός ότι το ακριβές ύψος των κεφαλαίων του ταμείου δεν έχει ακόμη συμφωνηθεί, όσοι συμμετέχουν στις παραπάνω συζητήσεις εκτιμούν ότι θα πρέπει να ξεπεράσει τα 500 δισ. ευρώ, αναφέρει το δημοσίευμα των FT. Αυτό το ποσό, εξάλλου, έχει παρουσιαστεί ως το μίνιμουμ από διάφορες σχετικές εκθέσεις, ενώ και ο νέος επίτροπος Αμυνας Αντριους Κουμπίλιους έχει επισημάνει πολλάκις ότι «η αντιμετώπιση των ανησυχιών για την ασφάλεια απαιτεί χρηματοδότηση τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο τουλάχιστον 500 δισ. ευρώ τα επόμενα πέντε χρόνια».
Παράλληλα, η ομάδα του επιτρόπου Κουμπίλιους επεξεργάζεται μια «λευκή βίβλο» που αφορά τη χαρτογράφηση των χρηματοδοτικών και επενδυτικών αναγκών, υπενθυμίζει στην «Κ» Ευρωπαίος αξιωματούχος, που εμφανίζεται βέβαιος ότι σύντομα θα προκριθεί η πιο επωφελής λύση για «ένα τόσο θεμελιώδες ευρωπαϊκό αγαθό, όσο είναι η άμυνα».
Η ιδιαιτερότητα της πρότασης δημιουργίας ειδικού «ταμείου» –καθώς αποκλείει την έκδοση κοινού χρέους– φαίνεται ότι κερδίζει έδαφος και σε κάποιες από τις «φειδωλές» χώρες, όπως η Φινλανδία και η Δανία. Ηδη άλλωστε η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Δανίας συζητάει ανοιχτά ακόμη και την έκδοση κοινού χρέους ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την άμυνα, όπως ανέφερε πρόσφατα η πρωθυπουργός της, Μέτε Φρέντρικσεν. «Η ανάγκη ενίσχυσης της ευρωπαϊκής ασφάλειας έχει αλλάξει πλέον τη νοοτροπία σε πολλές από τις “φειδωλές” χώρες», αναφέρει στην «Κ» Ευρωπαίος αξιωματούχος. Κάποιες εξ αυτών εμφανίζονται πλέον ανοιχτές να συζητήσουν ακόμη και έκδοση κοινού χρέους προκειμένου η Ε.Ε να μην παραμείνει ουραγός έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας.
Εξαιτίας της γειτνίασης με τη Ρωσία και επειδή εκτιμούν ότι ακόμη και με το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία η ευρωπαϊκή ασφάλεια θα εξακολουθεί να αποτελεί διακύβευμα, χώρες της Βαλτικής εμφανίζονται πρόθυμες να συζητήσουν ακόμη και έκδοση ευρωομολόγων για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας. Εξάλλου, –ειδικά μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία– έχουν αυξήσει ραγδαία τις αμυντικές δαπάνες τους, με την Εσθονία να έχει φθάσει στο 3,4% του ΑΕΠ της. Αν και εμφανίζονται δεκτικές έναντι νέων ιδεών για την ενίσχυση της άμυνας, ωστόσο κάποιες χώρες της Βαλτικής παρουσιάζονται αρνητικές ως προς τη χρήση κονδυλίων από το Ταμείο Συνοχής, αναφέρουν Ευρωπαίοι διπλωμάτες.
Σε κάθε περίπτωση, ερωτηματικό παραμένει η στάση της Γερμανίας –οι Ευρωπαίοι θα περιμένουν τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης μετά τις εκλογές του Φεβρουαρίου–, ενώ κάποιοι διπλωμάτες αναφέρουν στην «Κ» ότι βασική προτεραιότητα θα πρέπει να είναι ο ακριβής προσδιορισμός των ευρωπαϊκών αμυντικών αναγκών, πριν από την εξεύρεση «πηγών» των αντίστοιχων δαπανών τους.