Kathimerini.gr
Γιάννης Παλαιολόγος
Τα σύννεφα πάνω από την Ουκρανία είχαν ήδη αρχίσει να πυκνώνουν όταν η Χαμάς εξαπέλυσε τη βάναυση επίθεσή της στις 7 Οκτωβρίου**. Η πολυαναμενόμενη αντεπίθεση του ουκρανικού στρατού, που ξεκίνησε στις αρχές Ιουνίου, δεν είχε καταφέρει να αναπαραγάγει τις επιτυχίες της αντίστοιχης του 2022, με τα εκτεταμένα εδάφη που απελευθερώθηκαν στα ανατολικά και την ανακατάληψη της Χερσώνας στα νότια*. Λίγες εβδομάδες αργότερα, στις αρχές Νοεμβρίου, ο Ουκρανός αρχιστράτηγος Βαλέρι Ζαλούζνι, μιλώντας στο Economist, θα παραδεχόταν ότι ο πόλεμος είχε περιέλθει σε τέλμα.
Ρώσος στρατιώτης του «Τάγματος της Σιβηρίας», το οποίο πολεμάει στο πλευρό των Ουκρανών. Ο χειμώνας βρίσκει την ουκρανική αντεπίθεση να έχει περιέλθει σε τέλμα. [A.P. Photo / Efrem Lukatsky]
Η αποτυχία αυτή ήδη ενίσχυε τα επιχειρήματα πολιτικών όπως ο Βίκτορ Oρμπαν της Ουγγαρίας και φιλοτραμπικών βουλευτών στις ΗΠΑ για την ανάγκη να επανεξεταστεί η πολιτική γενναιόδωρης στήριξης της Ουκρανίας. Η τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς και η αιματηρή εκστρατεία αντιποίνων του Ισραήλ περιέπλεξαν ακόμη περισσότερο την αποστολή εξασφάλισης ότι το Κίεβο θα συνεχίσει να μπορεί να αντιστέκεται στη ρωσική επιθετικότητα και το 2024.
«Η ευρωπαϊκή ενότητα γίνεται όλο και πιο εύθραυστη, άρα και πιο δύσκολη η αλληλεγγύη προς την Ουκρανία».
«Ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται χωρίς προοπτικές για ειρήνευση», δηλώνει στην «Κ» ο πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ και καθηγητής της Sciences Po στο Παρίσι, Λουκάς Τσούκαλης. «Και η ευρωπαϊκή ενότητα γίνεται όλο και πιο εύθραυστη, άρα και πιο δύσκολη η αλληλεγγύη προς την Ουκρανία με όπλα, οικονομική βοήθεια, υποδοχή των προσφύγων και τις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας. Το πράσινο φως που δόθηκε στην ένταξη της Ουκρανίας στην Ε.Ε. είναι μια σημαντική κίνηση, αλλά με μακροπρόθεσμο ορίζοντα».
Η κατάσταση στο πεδίο, εν τω μεταξύ, δεν θα παραμένει στάσιμη για πολύ. Οσο η Δύση αμφιταλαντεύεται, η Ρωσία αποκτά το πάνω χέρι. Oπως εξηγούσε στους Financial Times στα μέσα Νοεμβρίου ο Τζακ Ουάτλινγκ του Royal United Services Institute στο Λονδίνο, ο όρος «τέλμα» (stalemate) είναι παραπλανητικός. «Αν κοιτάξετε τoν ρυθμό φθοράς των δύο πλευρών (…) είναι μία θέση που δεν μπορεί να διατηρηθεί επ’ αόριστον». Σε αυτή τη χρονική συγκυρία, τόνιζε ο έμπειρος Βρετανός πολεμικός αναλυτής, η πλευρά που κερδίζει το πλεονέκτημα είναι η Ρωσία.
«Η Ουκρανία έχει την αποφασιστικότητα και τη στρατηγική ικανότητα να πολεμήσει και να πλήξει, ακόμη και να καταστρέψει τον ρωσικό στρατό σε ανοιχτό πόλεμο – αλλά μπορεί να παράγει μικρό όγκο και περιορισμένη γκάμα οπλικών συστημάτων που χρειάζεται για να διεξαγάγει έναν τέτοιο πόλεμο», λέει στην «Κ» ο Φίλιπς Ο’ Μπράιαν, καθηγητής Στρατηγικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο St Andrews της Σκωτίας.
«Οταν οι Ουκρανοί παίρνουν στα χέρια τους προηγμένα δυτικά οπλικά συστήματα, όπως τα HIMARS ή πυραύλους cruise, έχουν δείξει ότι μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν πολύ αποτελεσματικά. Αν η ροή αμερικανικού οπλισμού προς την Ουκρανία διακοπεί, θα είναι ένα σοβαρό πλήγμα στην ικανότητά τους να συνεχίσουν να πολεμούν όπως το έκαναν έως τώρα. Θα αναγκάζονταν να στραφούν σε μια σχεδόν αποκλειστικά αμυντική προσέγγιση, με την ελπίδα ότι οι Ευρωπαίοι θα κάλυπταν ένα μέρος έστω της διαφοράς».
Στο debate των Ρεπουμπλικανών στις 7 Δεκεμβρίου, η Νίκι Χέιλι, η οποία αναδεικνύεται στη βασική αντίπαλο του Ντόναλντ Τραμπ για το προεδρικό χρίσμα, σημείωσε ότι «κανείς δεν είναι πιο ευτυχής από τον Βλαντιμίρ Πούτιν» για τα γεγονότα της 7ης Οκτωβρίου. «Η Ρωσία έχανε τον πόλεμο», είπε η πρώην πρέσβειρα των ΗΠΑ στον ΟΗΕ, αλλά μετά την επίθεση της Χαμάς, «όλη η προσοχή της Αμερικής στράφηκε από την Ουκρανία στο Ισραήλ».
Ο Ρώσος πρόεδρος έμοιαζε να επιβεβαιώνει την εκτίμηση της Χέιλι σε δηλώσεις που έκανε στο Κρεμλίνο στις 10 Δεκεμβρίου. O Πούτιν, πίνοντας σαμπάνια, δήλωσε ότι η Ουκρανία «ξεμένει από όπλα» και ότι «δεν έχει μέλλον».
Ο ίδιος ο Τραμπ έχει τονίσει ότι θα μπορούσε να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία σε 24 ώρες εάν επανεκλεγεί. Το μεγάλο φαβορί για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών έχει επανειλημμένως αμφισβητήσει την πολιτική παροχής στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας στο Κίεβο.
«Η ευρωπαϊκή ενότητα γίνεται όλο και πιο εύθραυστη, άρα και πιο δύσκολη η αλληλεγγύη προς την Ουκρανία. Το πράσινο φως που δόθηκε στην ένταξή της στην Ε.Ε. είναι μια σημαντική κίνηση, αλλά με μακροπρόθεσμο ορίζοντα».
Το νέο πακέτο στήριξης της Ουκρανίας που έχει στείλει προς έγκριση στο Κογκρέσο ο Τζο Μπάιντεν φτάνει στα 61,4 δισ. δολάρια. Ωστόσο, οι Ρεπουμπλικανοί που ελέγχουν τη Βουλή των Αντιπροσώπων αρνούνται εδώ και εβδομάδες να το εγκρίνουν, θέτοντας ως όρο σκληρά μέτρα κατά της παράνομης μετανάστευσης. Στις 15 του μηνός, η Βουλή διέκοψε τις εργασίες της για τα Χριστούγεννα (η Γερουσία ανέβαλε τη διακοπή για να συνεχίσει να επεξεργάζεται μια συμβιβαστική λύση).
Ο εντεινόμενος σκεπτικισμός τους συνδέεται και με τη μεταστροφή της κοινής γνώμης –και ιδιαίτερα των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων– κατά της περαιτέρω στήριξης της Ουκρανίας. Σύμφωνα με έρευνα του Pew Research Center, που δημοσιεύθηκε στις αρχές Δεκεμβρίου, το 31% των Αμερικανών –και το 48% των Ρεπουμπλικανών ή ανεξάρτητων που ρέπουν προς τους Ρεπουμπλικανούς– θεωρεί ότι η βοήθεια που παρέχει η Ουάσιγκτον στο Κίεβο είναι υπερβολικά γενναιόδωρη. Τον Μάιο του 2022, τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 12% μεταξύ του συνόλου των ερωτηθέντων και 17% μεταξύ Ρεπουμπλικανών.
Ευρωπαϊκή δυστοκία
Σύννεφα πάνω από την πολιτική στήριξης για το Κίεβο έχουν συγκεντρωθεί και στην Ευρώπη, παρά την ιστορική και απροσδόκητη απόφαση –δεδομένων των δηλώσεων του Ούγγρου πρωθυπουργού Βίκτορ Ορμπαν έως και την ίδια την ημέρα της Συνόδου Κορυφής– για έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων.
Ο Ορμπαν επέμεινε στο βέτο του κατά της αναθεώρησης του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου (του επταετούς προϋπολογισμού της Ε.Ε.), που περιλάμβανε 50 δισ. ευρώ βοήθεια προς την Ουκρανία μέχρι και το 2027. Οι ηγέτες των «27» θα συναντηθούν σε άτυπη σύνοδο τον Ιανουάριο για να αναζητήσουν λύση στο αυξανόμενα επείγον αυτό ζήτημα – ενδεχομένως λύση που δεν θα περιλαμβάνει τη Βουδαπέστη.
Η κακοφωνία της Ε.Ε. σε σχέση με τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, ειδικά τις πρώτες ημέρες, ανέδειξε τα σαφή όρια των φιλοδοξιών της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για μια γεωπολιτική Κομισιόν. Ο πόλεμος στη Γάζα, ωστόσο, «δεν σχετίζεται καθόλου» με τα αδιέξοδα της ευρωπαϊκής πολιτικής στην Ουκρανία, εξηγεί στην «Κ» ο Μιτζ Ραχμάν, επικεφαλής Ευρώπης για την εταιρεία πολιτικής συμβουλευτικής Eurasia. Η Ε.Ε., σημειώνει, δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικός παίκτης σε αυτή τη θερμή φάση του πολέμου στη Γάζα. Αντιθέτως, στην Ουκρανία η Ε.Ε. «έχει επιρροή και μπορεί να έχει ουσιώδη αντίκτυπο στην έκβαση της σύγκρουσης», η οποία «την αφορά άμεσα».
Ο Ραχμάν βλέπει το δημοσιονομικό σοκ που υπέστη η κυβέρνηση στη Γερμανία από την πρόσφατη απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου ως σοβαρή αιτία του αποσυντονισμού της ευρωπαϊκής πολιτικής για την Ουκρανία. Η απόφαση «έφερε τα πάνω κάτω» στον κυβερνητικό συνασπισμό και «έχει υπονομεύσει την ικανότητα του Βερολίνου» να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στις διαβουλεύσεις για τον κοινοτικό προϋπολογισμό και κατ’ επέκταση τη μελλοντική χρηματοδότηση της Ουκρανίας.
Η δυστοκία της Γερμανίας και η προσδοκία της επανόδου του Τραμπ στις ΗΠΑ, παράλληλα, σύμφωνα με τον Ραχμάν, κρύβονται πίσω από την αδιαλλαξία που επιδεικνύει πλέον ο –ούτως ή άλλως φιλορώσος– Βίκτορ Ορμπαν απέναντι στην Ουκρανία. Εν μέρει, όπως σημειώνει, το θέμα είναι και προσωπικό: ο Ζελένσκι έχει ταπεινώσει τον Ορμπαν στο παρελθόν σε συναντήσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου όπου συμμετείχε, και ο Ούγγρος πρωθυπουργός τώρα παίρνει την εκδίκησή του.
Ο Ραχμάν, όταν μιλήσαμε (πριν από τη Σύνοδο Κορυφής), περίμενε ότι ο Ορμπαν θα επέμενε στο μπλοκάρισμα και της έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Ουκρανίας. Η προσδοκία του είναι ότι η εκστρατεία παρακώλυσης της Βουδαπέστης θα συνεχιστεί ποικιλοτρόπως έως τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές.
Στο στρατιωτικό μέτωπο, πάντως, όπως επισημαίνει ο Φίλιπς Ο’ Μπράιαν, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι εξασθενεί η πολιτική βούληση των Ευρωπαίων για παροχή βοήθειας στην Ουκρανία. «Πρόσφατα, μάλιστα, ανακοινώθηκαν μεγάλα νέα πακέτα στρατιωτικής βοήθειας από τη Γερμανία, τη Δανία, τη Νορβηγία και τη Φινλανδία. Αλλά και η νέα κυβέρνηση της Πολωνίας έχει ενισχύσει τη δέσμευση της χώρας υπέρ της Ουκρανίας».
Δύο μέτρα για Μόσχα και Ισραήλ
Πέρα από την αµφισβήτηση στο εσωτερικό των ΗΠΑ και της Ε.Ε. για τη συνεχιζόµενη στήριξη της Ουκρανίας, η νέα σύρραξη στη Μέση Ανατολή έχει υπονομεύσει σε σημαντικό βαθμό την εκστρατεία της δυτικής συμμαχίας για τη διεύρυνση του αντιρωσικού μετώπου διεθνώς. Υψηλόβαθμος διπλωμάτης χώρας του G7 δήλωσε στους Financial Times ότι «έχουμε σίγουρα χάσει τη μάχη στον Παγκόσμιο Νότο. (…) Ολη η δουλειά που κάναμε με τον Παγκόσμιο Νότο (σχετικά με την Ουκρανία) έχει χαθεί. (…) Ξεχάστε τους κανόνες, ξεχάστε την παγκόσμια τάξη. Δεν θα μας ακούσουν ποτέ ξανά». Το συγκεκριμένο ρεπορτάζ δημοσιεύθηκε στις 18 Οκτωβρίου – σε πολύ πρώιμο στάδιο της ισραηλινής επιχείρησης στη Γάζα, που έχει οδηγήσει στον θάνατο χιλιάδων αμάχων.
«Από στρατιωτικής απόψεως, η Δύση γενικότερα και οι Ηνωμένες Πολιτείες ειδικότερα μπορούν να διαχειριστούν δύο πολέμους, ειδικά δεδομένων των τεράστιων εξοπλιστικών προγραμμάτων στα οποία έχουν επιδοθεί τις τελευταίες δεκαετίες», λέει στην «Κ» ο Μεχράν Καμράβα, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο παράρτημα του Πανεπιστημίου του Georgetown στο Κατάρ. «Το κρίσιμο θέμα, ωστόσο, είναι η άνιση προσέγγιση της Δύσης στους δύο πολέμους: από τη μία η ευθεία καταδίκη της Ρωσίας για την απάνθρωπη εισβολή στην Ουκρανία, από την άλλη απόλυτη σιωπή, και συνεπώς συνενοχή, στη σφαγή των Παλαιστινίων από το Ισραήλ».
Σύμφωνα με τον Καμράβα, «η άνιση εφαρμογή των ανθρωπιστικών αρχών έχει γίνει τόσο κραυγαλέα, τόσο οφθαλμοφανής, που η Δύση δεν μπορεί πλέον εύκολα να κρύψει την υποκρισία της. Εκεί έγκειται το πραγματικό κόστος για τη Δύση: στο πλήγμα στη φήμη της και στην ανάδειξη της επιλεκτικής ανθρωπιστικής ευαισθησίας της, που δεν επεκτείνεται στους Παλαιστινίους, συνεπώς ούτε στους Μεσανατολίτες και τους μουσουλμάνους ευρύτερα».
«Το ερώτημα δεν είναι αν η Δύση μπορεί να κρατήσει δύο πολέμους ανοιχτούς ταυτόχρονα, αλλά εάν πρέπει», τονίζει ο Λουκάς Τσούκαλης. «Η στήριξη στο Ισραήλ και στο δικαίωμά του για αυτοάμυνα, όπως και η αυτονόητη καταδίκη της βάρβαρης επίθεσης της Χαμάς, δεν μπορεί να συνεπάγεται λευκή επιταγή για την ισοπέδωση της Γάζας ούτε για τη συνεχιζόμενη αύξηση των εποικισμών στη Δυτική Οχθη εδώ και χρόνια και τη βία που ασκείται εις βάρος των Παλαιστινίων κατοίκων της. Ο πρωθυπουργός Νετανιάχου φέρει τεράστια ευθύνη για όλα αυτά μαζί με τους ακροδεξιούς και εθνικιστές υπουργούς του».
Ο Τσούκαλης αναγνωρίζει ότι οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι ασκούν πλέον πιο έντονες πιέσεις στην ισραηλινή κυβέρνηση, όμως υπογραμμίζει ότι δεν έχουν φέρει αποτέλεσμα ακόμη. «Οσο οι βομβαρδισμοί της Γάζας συνεχίζονται, η Δύση κατηγορείται ολοένα και περισσότερο για υποκρισία όχι μόνο από τον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο αλλά και τον λεγόμενο “Παγκόσμιο Νότο” γενικότερα. Τα σημάδια είναι ήδη φανερά. Αποτυπώνονται και στα ψηφίσματα του ΟΗΕ. Δεν μπορείς να έχεις δύο μέτρα και δύο σταθμά όταν καταδικάζεις τους ρωσικούς βομβαρδισμούς και τις δολοφονίες αμάχων στην Ουκρανία, ενώ ανέχεσαι την εκατόμβη στη Γάζα».
*Αρχές Ιουνίου
Η αντεπίθεση
Οι ουκρανικές δυνάμεις ξεκινούν την αντεπίθεσή τους. Στο τέλος Σεπτεμβρίου, είχαν ανακαταλάβει σύμφωνα με εκτιμήσεις 370 τετραγωνικά χιλιόμετρα, λιγότερα από τα μισά που είχαν καταλάβει οι Ρώσοι κατά τη διάρκεια του 2023. Τον Νοέμβριο, Ουκρανοί αξιωματικοί ομολογούσαν ότι οι επιχειρήσεις έχουν περιπέσει σε τέλμα. H οικονομική και στρατιωτική βοήθεια που έχουν ήδη διαθέσει οι ΗΠΑ στους Ουκρανούς ξεπερνά τα 111 δισ. δολάρια.
**7 Οκτωβρίου
Η εισβολή
Ανδρες της Χαμάς εισβάλλουν από τη Λωρίδα της Γάζας στο Ισραήλ, από γης, αέρος και θαλάσσης, σκοτώνοντας πάνω από 1.200 Ισραηλινούς στρατιώτες και αμάχους, και παίρνοντας περίπου 240 ομήρους. Το Ισραήλ απαντά με σφοδρούς βομβαρδισμούς και χερσαία εισβολή στη Γάζα.