ΤΣΙΧΑΝ ΤΟΥΓΚΑΛ* / THE NEW YORK TIMES
Η αντιπολίτευση στην Τουρκία ουδέποτε υπήρξε τόσο αισιόδοξη, όσο σήμερα. Παρά τις πολλές δυσκολίες των τελευταίων δύο δεκαετιών, αυτή είναι η πρώτη φορά που τόσοι παράγοντες μοιάζει να συγκλίνουν προκειμένου να καταστεί αδύνατη η επανεκλογή του Ταγίπ Ερντογάν και του AKP.
Η οικονομία έχει πληγεί ανεπανόρθωτα, ύστερα από τη βύθιση της λίρας το 2018, ενώ καμία κυβερνητική πρωτοβουλία δεν κατάφερε να ανασχέσει την πτώση του εθνικού νομίσματος. Η φτώχεια εντείνεται, πλήττοντας ακόμη και την εκλογική βάση του κυβερνώντος κόμματος, ενώ η ανησυχία για τις αυταρχικές μεθόδους του Ερντογάν αυξάνεται. Ο σεισμός που χτύπησε τη χώρα τον Φεβρουάριο, προκαλώντας περισσότερους από 50.000 νεκρούς και ανείπωτη καταστροφή, μοιάζει να αποτέλεσε τη σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
Ειρωνεία αποτελεί το γεγονός ότι ένας άλλος σεισμός, εκείνος του 1999, ήταν αυτός που βοήθησε το AKP να ανέλθει στην εξουσία. Μόλις η καταστροφή της εποχής εκείνης αποκάλυψε την ηθική ένδεια και την ανικανότητα των παραδοσιακών κομμάτων, το κόμμα του Ερντογάν αναδείχθηκε για πρώτη φορά σε αξιόπιστη και έντιμη εναλλακτική πολιτική λύση. Σήμερα, η αύρα αποτελεσματικότητας αυτή έχει διαλυθεί. Κρίνοντας από τις σφυγμομετρήσεις, όλα δείχνουν ότι οι Τούρκοι ψηφοφόροι είναι έτοιμοι να δώσουν τέλος στα 21 συναπτά έτη του AKP στην εξουσία και στην αυταρχική διακυβέρνησή του.
Η προοπτική αυτή είναι ασφαλώς συναρπαστική. Η ευφορία είναι, όμως, πρόωρη. Αν επικρατήσει η αντιπολίτευση, θα βρεθεί αντιμέτωπη με τα ίδια δομικά προβλήματα που πλήττουν τη χώρα εδώ και χρόνια. Η Τουρκία μπορεί να απαλλαγεί από τον αυταρχικό ηγέτη της, αλλά θα παραμείνει βαθιά προβληματική.
Μία από τις λέξεις που χρησιμοποιεί συνεχώς η αντιπολίτευση είναι η «ανοικοδόμηση». Τα έξι κόμματα που αποτελούν τον συνασπισμό δεν συμφωνούν σε όλα, αλλά έχουν δώσει σημάδια των στόχων τους για την ανοικοδόμηση αυτή. Δύο από τα κόμματα έχουν ως επικεφαλής τους πρώην ανώτατα στελέχη του AKP. Ενας από αυτούς, ο Αλί Μπαμπατσάν, επινόησε την αρχική οικονομική πολιτική του κόμματος του Ερντογάν. Ο Αχμέτ Νταβούτογλου, από τη μεριά του, θεωρείται ο εμπνευστής της διπλωματικής στρατηγικής του AKP. Με τις δύο αυτές προσωπικότητες, το κόμμα του Ερντογάν κατάφερε την πρώτη δεκαετία του νέου αιώνα να εδραιώσει τις οικονομικά φιλελεύθερες και φιλοδυτικές περγαμηνές του.
Μια επάνοδος στην προσέγγιση αυτή, όμως, δεν είναι πια εφικτή. Το παγκόσμιο οικονομικό κλίμα δεν είναι πια ευνοϊκό για φιλελεύθερες πολιτικές, όπως ήταν η εξάρτηση από ξένες επενδύσεις και η απελευθέρωση του εμπορίου των πρώτων ετών του AKP στην εξουσία. Γεωπολιτικά, η στάση της Ευρώπης απέναντι στην τουρκική ένταξη στην Ε.Ε. έχει αλλάξει ριζικά, αποκλείοντας ουσιαστικά το ενδεχόμενο αυτό. Στην ευρύτερη περιοχή, η αμερικανική στρατιωτική και διπλωματική ηγεμονία δεν είναι πια πρόθυμη να εξυπηρετήσει τα τουρκικά συμφέροντα.
Η κυβέρνηση της Άγκυρας γνώριζε όλα τα παραπάνω. Η μετατόπιση από τη φιλελεύθερη οικονομική πολιτική του Μπαμπατσάν επιβλήθηκε από τη συρρίκνωση των παγκόσμιων αγορών πριν από μία δεκαετία. Στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, ο κύριος λόγος της παραίτησης Νταβούτογλου από την πρωθυπουργία, το 2016, ήταν ότι το κυβερνών κόμμα έπαψε να θεωρεί επωφελή τη φιλοδυτική στάση της κυβέρνησης. Με την ενίσχυση της επιρροής της Ρωσίας και της Κίνας στην περιοχή, το AKP αποφάσισε να μοιράσει τις πιθανότητές του, χωρίς ωστόσο να εγκαταλείψει τελείως τους δυτικούς του συμμάχους.
Τα τελευταία χρόνια, το AKP υιοθέτησε ορισμένες ρεαλιστικές πρωτοβουλίες με στόχο την ανόρθωση της οικονομίας. Παρά τα σφάλματα, αυτό που επέτρεψε στο κόμμα να διατηρηθεί στην εξουσία ήταν η ευρεία λαϊκή στήριξη, την οποία απολάμβανε. Η εκλογική αυτή βάση οικοδομήθηκε με πολύ κόπο. Με εξαίρεση το κουρδικό πολιτικό κίνημα, το AKP ήταν το μόνο κόμμα που επιδίωξε τέτοια διείσδυση στην κοινωνία, προσφέροντας λύσεις σε προβλήματα της καθημερινότητας. Χωρίς σαφή εναλλακτική λύση, πολλοί ψηφοφόροι θα επιλέξουν πάλι το AKP, παρά τις υποσχέσεις του Κιλιτσντάρογλου για αναδιανομή του πλούτου.
Η οξεία κριτική της αντιπολίτευσης στα μεγαλεπήβολα –και ανέφικτα– οικονομικά σχέδια του AKP δεν συνοδεύεται από αξιόπιστες εναλλακτικές προτάσεις. Ακόμη και μία νίκη της αντιπολίτευσης δεν πρόκειται να δώσει τέλος στη διχαστική ρητορική του AKP. Η ακροδεξιά ρητορική μπορεί πάντα να έχει καταστροφικές συνέπειες για την κουρδική μειονότητα, τα δικαιώματα των γυναικών και των ομοφυλοφίλων.
* Ο κ. Τσιχάν Τουγκάλ είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ στις ΗΠΑ.