Kathimerini.gr
Τα social media έχουν γίνει εδώ και κάποια χρόνια τόσο οργανικό μέρος της ζωής μας σε κάθε τομέα, που δεν είναι υπερβολή το αστείο που συχνά λέγεται ότι «Μα καλά, πώς ήταν η ζωή μας πριν τα social media;».
Από τους απλούς χρήστες που ανεβάζουν ανέμελες προσωπικές στιγμές τους για να τις μοιραστούν στη διαδικτυακή κοινότητα μέχρι δισεκατομμυριούχους που πληρώνουν εκατομμύρια για να αποκτήσουν ένα τέτοιο, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ισχυρά.
Το TikTok μπορεί να είναι αρκετά νεότερο από άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τη φήμη του να εκτιναχθεί γρήγορα και έτσι, δεν άργησε να γίνει με διαφορά το αγαπημένο social medium της Generation Z.
Τα νούμερα μιλούν από μόνα τους: το 2021 το TikTok είχε περισσότερους ενεργούς χρήστες από το πολυσυζητημένο τελευταία λόγω της εξαγοράς του από τον Έλον Μασκ, Twitter, ενώ είχε περισσότερες ώρες θέασης από το δημοφιλέστατο YouTube και περισσότερες επισκέψεις από ό,τι το Google.
Μπορεί να μοιάζει ένα αρκετά «ελαφρύ» μέσο με σύντομα βίντεο με χορευτικά ή αστεία σκετσάκια, και πράγματι, αυτόν τον χαρακτήρα έχει διαμορφώσει ως τώρα το TikTok, παρ’ όλα αυτά τα πάντα είναι θέμα χρήσης, γι’ αυτό κανείς δεν ξέρει ποιο μπορεί να είναι το μέλλον του.
Πίσω από το TikTok βρίσκεται η κινεζική εταιρεία ByteDance. Όπως έχει αποδειχθεί, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας έχει κάνει ξεκάθαρο πως οι εταιρείας της χώρας θα πρέπει να συμμορφώνονται με τις επιταγές του κομματος.
Τον Αύγουστο του 2020 ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, είχε ζητήσει είτε το TikTok να πουληθεί σε κάποια αμερικανική εταιρεία είτε να απαγορευθεί η χρήση του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Oracle και η Walmart έμοιαζαν οι δύο πιθανότερες αγοράστριες εταιρείες, όμως η εκλογή του Τζο Μπάιντεν πάγωσε το όλο εγχείρημα.
Ο τρέχων πρόεδρος των ΗΠΑ, ωστόσο, εξέφρασε την ανησυχία του για τη συλλογή δεδομένων που κάνουν εφαρμογές σαν το TikTok και τον τρόπο που αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τρίτους.
O Έζρα Κλάιν στους New York Times χαρακτηρίζει το παραπάνω ως «πρόβλημα κατασκοπείας» και σχολιάζει πως τα data από το TikTok μπορούν να βρεθούν στα χέρια ξένων κυβερνήσεων. Υπάρχει βέβαια το «Project Texas» που σκοπό έχει να μπορεί να συγκεντρώνει τα εν λόγω data χωρίς να επιτρέπει την πρόσβαση από την εταιρεία.
Όπως όμως υπογραμμίζει η Έμιλι Μπέικερ-Γουάιτ στο Buzzfeed News, αυτή είναι εν μέρει μια λύση, αλλά, η μέθοδος δεν αποτρέπει την κινεζική κυβέρνηση από το να βρει άλλους τρόπους να μετατρέψει σε όπλο της την πλατφόρμα.
Η δύναμη του TikTok, υποστηρίζει ο Έζρα Κλάιν, είναι ο αλγόριθμος και άρα τι φτάνει στα μάτια και τα αυτιά των χρηστών. Η Κίνα υπήρξε υποστηρικτική της ρωσικής προπαγάνδας αναφορικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία κάτι που καθρεφτίστηκε ακόμα και στο TikTok: το Media Matters κατέγραψε 186 Ρώσους influencers, που κατά τ’ άλλα, ανεβάζουν «ακίνδυνο» περιεχόμενο, να ανεβάζουν σχετικό με τον πόλεμο υλικό στους λογαριασμούς τους.
Ο αρθρογράφος των New York Times κάνει την αναγωγή και αναρωτιέται τι μπορεί να συμβαίνει σε αντίστοιχες καταστάσεις σε 5 χρόνια από τώρα, που το TikTok θα έχει γίνει ακόμα πιο αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής των Αμερικανών. Σε μια συνθήκη εκλογών για παράδειγμα, ο Κλάιν εκτιμά πως το υλικό με θεωρίες συνομωσίας ενδέχεται να αυξηθεί μέσα στην πλατφόρμα.
Η Κίνα μοιάζει λοιπόν να έχει χτίσει ένα εσωτερικό τείχος προστασίας: το Facebook, το Twitter, το Google, ακόμα και το TikTok (!) έχουν απαγορευθεί στη χώρα, μιας και σαν πλατφόρμες θεωρούντες πιθανές απειλές. Η ByteDance έφτασε μέχρι και να φτιάξει μια διαφορετική εκδοχή του TikTok, το Douyin.
Είναι τέτοιος ο χαρακτήρας που έχει διαμορφώσει το μέσο, που οι χρήστες του TikTok μοιάζει σχεδόν αδύνατο να δουν το μέσο κοινωνικής δικτύωσης ως μια απειλή, τουλάχιστον σε τέτοιο βαθμό. Ίσως βέβαια είναι αυτός ο εύπεπτος χαρακτήρας του TikTok που το κάνει ακόμα πιο εύφορο για κάθε μορφής προπαγάνδα.
Εκεί πάντως που εφιστά την προσοχή ο Έζρα Κλάιν είναι στη συλλογική προσοχή μας. Οφείλουμε να γνωρίζουμε ποιος τρέχει τα social media. Γιατί οτιδήποτε ελέγχει την προσοχή μας, ελέγχει το μέλλον μας.
Με πληροφορίες από τους New York Times