
Kathimerini.gr
Σταύρος Τζίμας
Τέτοιες ώρες, πριν από 82 χρόνια (Μάρτιος 1943) το πρώτο από τα «τρένα του θανάτου» είχε φύγει ήδη από τη Θεσσαλονίκη για το Αουσβιτς-Μπιρκενάου μεταφέροντας μελλοθάνατους Εβραίους της πόλης για να γίνουν βορά των εκεί κρεματορίων. Συνολικά 18 συρμοί θα οδηγήσουν περισσότερους από 45.000 Εβραίους της Θεσσαλονίκης στο στρατόπεδο-κολαστήριο όπου εξοντώθηκαν στους θαλάμους αερίων. Επέζησαν και επέστρεψαν μόνο 1.950.
Αναρίθμητες ήταν οι φρικιαστικές μαρτυρίες που είχαν να αφηγηθούν για τα όσα βίωσαν και το πώς επέζησαν. Κάποιες εξ αυτών, όπως ο έρωτας πίσω από τα συρματοπλέγματα δύο νέων, του Θεσσαλονικιού Πέπο Καράσσο και της Ουγγαρέζας Εύας, για τον οποίο μιλούν στην «Κ» τα δύο παιδιά τους, αποκαλύπτουν σπάνιες ή και μοναδικές τρυφερές στιγμές στο καθημερινό παιχνίδι με τον θάνατο.
Σήμερα, εβραίοι και χριστιανοί της Θεσσαλονίκης θα βαδίσουν μαζί στη σιωπηλή ετήσια «πορεία μνήμης» από την πλατεία Ελευθερίας στον παλαιό σιδηροδρομικό σταθμό. Δύο οικογένειες χριστιανών που έκρυψαν με κίνδυνο της ζωής τους εβραίους, η μία από τη Θεσσαλονίκη και η άλλη από το Γυναικόκαστρο Κιλκίς, κατόπιν εισηγήσεως της τοπικής Ισραηλιτικής Κοινότητας θα ενταχθούν στον κατάλογο με τους «Δίκαιους των Εθνών».
Ανοικτή «πληγή»
Η Ντέζι και ο Μορίς είναι παιδιά ενός έρωτα που γεννήθηκε και ρίζωσε στα κρεματόρια του Αουσβιτς ανάμεσα σε δύο μελλοθανάτους, του Πέπο Καράσσο από τη Θεσσαλονίκη και της Εύας από τη Βουδαπέστη. Τα δύο αδέλφια έμαθαν για το ειδύλλιο που τα έφερε στον κόσμο, και τις μυθιστορηματικές συνθήκες υπό τις οποίες αυτό γεννήθηκε και επέζησε, σχεδόν μεγάλα παιδιά. Οπως η πλειονότητα όσων επέστρεψαν τσακισμένοι σωματικά και ψυχικά, έτσι και η Εύα με τον Πέπο απέφευγαν να μιλούν για όσα βίωσαν στο «βασίλειο του θανάτου».
Η Ντέζι Καράσσο με το «πιστοποιητικό» κράτησης της μητέρας της Εύας στο Αουσβιτς, το οποίο της παραδόθηκε από το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο της Ελλάδος. Φέρει τον αριθμό 86731. [ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΧΗΡΑΣ]
Τι έκρυβε ο απαίσιος αριθμός στο αριστερό μπράτσο του πατέρα τους, πέρα από τα δεινά που υπέστη στο Αουσβιτς; Κάποια μέρα ο Μορίς, όπως αφηγείται σήμερα στην «Κ», τυχαία έγινε αυτήκοος μάρτυς μιας κουβέντας του πατέρα του με δημοσιογράφο για την υπόθεση του διαβόητου σφαγέα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, Αλόις Μπρούνερ. «Εκεί άκουσα για πρώτη φορά, μερικά πράγματα γύρω από την τρυφερή ιστορία των γονιών μου». Οπως ήταν φυσικό, με την αδερφή του σιγά σιγά άρχισαν να τους ρωτούν για το πώς ήρθαν στη ζωή και να βγάζουν από το στόμα τους, της μητέρας κυρίως, κάποια λόγια και αυτά «με το τσιγκέλι».
Η ιστορία της Εύας και του Πέπο μοιάζει με μυθιστόρημα, αλλά είναι πέρα για πέρα αληθινή. Η ίδια η Εύα θα την αφηγηθεί, μισό αιώνα μετά, στην Ερικα Κούνιο-Αμαρίλιο και στον Αλμπέρτο Ναρ, που συνέλεγαν προφορικές μαρτυρίες Εβραίων της Θεσσαλονίκης οι οποίοι επέζησαν του Ολοκαυτώματος.
«Ο πατέρας μου είχε άλλα έξι αδέρφια. Με εξαίρεση τη μεγάλη αδερφή τους που δεν μπήκε στα τρένα γιατί ήταν παντρεμένη και πρόλαβαν να κρυφτούν με τον άντρα της, όλοι οι υπόλοιποι χάθηκαν στο Αουσβιτς, πλην του πατέρα μου που επέζησε και μάλιστα γύρισε… παντρεμένος!», λέει ο Μορίς. Την Εύα την άρπαξαν μια μέρα –1η Μαΐου του 1944 ήταν– οι Γερμανοί σε έναν δρόμο της Βουδαπέστης και τη φόρτωσαν σε βαγόνι για το Αουσβιτς. Με άλλο τρένο είχαν μεταφερθεί νωρίτερα οι γονείς της και η μικρότερη αδερφή της. Ο πατέρας και η μητέρα της στάλθηκαν κατευθείαν στο κρεματόριο και η αδελφή της σε κάποια από τα μπλοκ του στρατοπέδου, για καταναγκαστική εργασία.
Το πρώτο πράγμα που έκανε η Εύα ήταν να αρχίσει να ψάχνει για την αδερφή της και τους γονείς της, ρωτώντας από μπλοκ σε μπλοκ Ούγγρους Εβραίους. Κάποιος της έδειξε τη μεγάλη καμινάδα του κρεματορίου και της είπε πως ο πατέρας και η μάνα της έφυγαν για τον ουρανό μέσα από αυτήν. Στάθηκε, ωστόσο, τυχερή γιατί μπόρεσε να εντοπίσει την αδερφή της. «Μας έβαλαν και τις δύο σε μια ομάδα για να κόβουμε ξύλα».
Ο αδελφός της Ντέζι Καράσσο, Μορίς ήταν εκείνος που ανακάλυψε πρώτος σε παιδική ηλικία τη μυθιστορηματική ιστορία των γονιών τους στο κολαστήριο. [ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΧΗΡΑΣ]
Εκεί, λοιπόν, με τον ουρανό σκοτεινιασμένο από τη στάχτη των αποτεφρωμένων νεκρών και τον αέρα που ανέπνεαν να μυρίζει καμένη σάρκα, η Εύα θα γνωρίσει τον έρωτα, που θα αποδειχθεί πιο δυνατός και από τον θάνατο.
Το ειδύλλιο
Η αρχαία ελληνική ιστορία ήταν αυτή που «έκανε το προξενιό». Η Εύα είχε διαβάσει στο γυμνάσιο για τους αρχαίους Ελληνες και έτρεφε θαυμασμό γι’ αυτούς. «Οταν άκουσα ότι έρχονται Ελληνες στο Lager (στρατόπεδο) ήθελα να γνωρίσω έναν άνδρα. Με το που αντίκρισα κάποια μέρα τον Πέπο, μου άρεσε, μιλήσαμε γερμανικά, γνωριστήκαμε και τελικά δεθήκαμε». Υπό το άγρυπνο βλέμμα των «κάπο», η Εύα και ο Πέπο αντάλλασσαν φευγαλέες ματιές, ένα χαμόγελo και κάποιες κουβέντες όταν μπορούσαν να σηκώσουν κεφάλι από τη μαρτυρική εργασία. Εφτασαν μάλιστα να αλληλογραφούν μέσω ενός συγκρατουμένου που μπαινόβγαινε στα δύο στρατόπεδα.
Μια μέρα, όμως «έγινε η στραβή». Οι φρουροί ανακάλυψαν στην τσέπη του «ταχυδρόμου» το γράμμα της Εύας κι εκείνος αναγκάστηκε να ομολογήσει. «Τιμώρησαν τον Πέπο με 25 βουρδουλιές και εμένα με υποχρέωσαν να σκάψω η ίδια τον λάκκο μου για να με σκοτώσουν και να με ρίξουν μέσα. Η αδερφή μου, η οποία μιλούσε γερμανικά και φρόντιζε το γραφείο του Γερμανού διοικητή του στρατοπέδου, με το που το πληροφορήθηκε άρχισε να κλαίει γοερά. Οταν εκείνος τη ρώτησε για τον λόγο, του είπε την αλήθεια και αυτός ακύρωσε την εκτέλεσή μου».
Οι φρουροί για να τους τιμωρήσουν τους χώρισαν, στέλνοντάς τους σε δύο διαφορετικά στρατόπεδα, αλλά ούτε και αυτό εμπόδισε την επαφή τους. «Ο Πέπο έμαθε από άλλους Εβραίους πού ήμουν εγώ και για να μπορεί να με βλέπει για λίγο κατάφερε να μπει στην ομάδα που κουβαλούσε πτώματα. Ποιος; Ο Πέπο. Ερχόταν, λοιπόν, στο στρατόπεδό μας με ένα καρότσι, το φόρτωνε νεκρούς για να τους πάει στους φούρνους να τους κάψουν και όσο διαρκούσε το “φόρτωμα”, βλεπόμασταν κάπου κάπου…».
«Οταν βομβαρδιζόταν το στρατόπεδο, αψηφώντας τις βόμβες που έπεφταν γύρω μας βγαίναμε μέσα στην αναστάτωση έξω για να μπορέσουμε να ιδωθούμε λιγάκι…». Οταν έγινε σαφές πλέον ότι ο πόλεμος χάθηκε για τους Γερμανούς, οι ηγέτες των ναζί έθεσαν σε εφαρμογή σχέδιο εκκένωσης των στρατοπέδων και μεταφοράς των κρατουμένων που είχαν επιζήσει στα ενδότερα, οργανώνοντας «πορείες θανάτου».
«Μια μέρα, μας μάζεψαν για να μας πουν ότι θα μας πάνε στο Τιρόλο για να μας παραδώσουν στον Ερυθρό Σταυρό. Κάναμε πορεία πέντε μερόνυχτα δίχως φαγητό, νερό και με μαξιλάρι μια πέτρα. Οσους δεν άντεχαν και έπεφταν εξαντλημένοι τους εκτελούσαν επιτόπου, όσοι επιζήσαμε φτάσαμε σέρνοντας τα βήματα στον προορισμό μας, που ήταν ένα μεγάλο δάσος έξω από το Τιρόλο, όπου θα μας σκότωναν όλους. Λίγη ώρα προτού φτάσουμε στο δάσος, ακούσαμε σάλπιγγες και τρομπέτες και βλέπαμε τους Γερμανούς φρουρούς να πετάνε τα όπλα και να φεύγουν τρέχοντας. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε, ώσπου έκαναν την εμφάνισή τους Αμερικανοί στρατιώτες. Πέσαμε στα πόδια τους, φιλούσαμε τη γη που πατούσαν, τους σηκώναμε ψηλά…».
Ο νους όμως της Εύας ήταν στον Πέπο. «Φοβόμουν ότι δεν θα τον δω ξανά».
Ωσπου μια μέρα η τύχη τούς έφερε πάλι κοντά. «Στο σπίτι ενός εγκαταλελειμμένου χωριού όπου μας είχαν εγκαταστήσει προσωρινά, είχα ανέβει στην ταράτσα και έκλαιγα. Κάποια στιγμή ακούω ένα “Εύα, Εύα, πού είσαι, είμαι ο Πέπο…”. Πέταξα τα τσόκαρα που φορούσα και έτρεξα ξυπόλυτη. Με έψαχνε σε όλα τα σπίτια του χωριού. Ο καημένος ήταν μουντζουρωμένος, λερωμένος, είχε τα χάλια του…».
Εκεί, λοιπόν, στον καταυλισμό στο δάσος του Τιρόλο, θα επισφραγίσουν το ειδύλλιό τους με γάμο. «Ενας ραββίνος που είχε επιζήσει και ήταν μαζί μας μάς πάντρεψε, για πρώτη φορά…». Το «πιστοποιητικό γάμου», όμως, ένα πρόχειρο χαρτάκι, δεν ήταν επίσημο και επομένως καμία ισχύ δεν είχε. «Μας πήγαν μετά στο Μόναχο και εκεί παντρεύτηκα τον Πέπο για δεύτερη φορά, γιατί έπρεπε να έχω ένα χαρτί για να μπορέσω να έρθω και εγώ στην Ελλάδα ως σύζυγός του.
Ο Πέπο και η Εύα έφτασαν στην Πάτρα με πλοίο από την Τεργέστη και εγκατατάθηκαν αρχικά στην Αθήνα, καθώς στη Θεσσαλονίκη οι εβραϊκές περιουσίες, μαζί με τους ιδιοκτήτες τους, είχαν σχεδόν αφανιστεί. Ο Πέπο άνοιξε συνεταιρικά ένα μικρό βαφείο και σύντομα ήρθε στη ζωή το πρώτο τους παιδί, ο Μάκης, που σήμερα ζει στο Ισραήλ. Ομως ο νους του ήταν στη Θεσσαλονίκη. Μαζί με έναν εξάδελφό του που είχε σωθεί γιατί διέφυγε στα βουνά και εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ ξαναλειτούργησαν το διαλυμένο και λεηλατημένο βαφείο του πατέρα του και ρίχτηκε στον αγώνα για επιβίωση. «Στη Θεσσαλονίκη, όμως, όταν δώσαμε τα χαρτιά μας, μας είπαν ότι “δεν ισχύει αυτό το χαρτί” και παντρευτήκαμε για τρίτη φορά(!) με ραββίνο κάποιον Μόλχο…».
Το «άβατο»
Οι άνεμοι της ζωής, για τον Πέπο και την Εύα άρχισαν να πνέουν ούριοι. «Ηταν ένα πολύ δεμένο ζευγάρι, η μητέρα μου τον πρόσεχε πολύ, τον φρόντιζε, ο ένας συμπλήρωνε το άλλον, υπήρχε μεταξύ τους μια απέραντη τρυφερότητα. Ο μπαμπάς μου δούλευε πολλές ώρες στο βαφείο, η μαμά μου είχε πάθος με την αγορά ακινήτων. Ηταν δυναμική γυναίκα και όσοι τη γνώριζαν είχαν να λένε», θυμάται η Ντέζι που, όπως και ο Μορίς, συνταξιούχος μηχανικός σήμερα, γεννήθηκαν στη Θεσσαλονίκη.
Το Αουσβιτς, όμως, παρέμενε «άβατο». Μόνο ο ανατριαχιαστικός αριθμός του Πέπο στο μπράτσο πρόδιδε το πέρασμά του από εκεί – στην Εύα δεν πρόλαβαν να χαράξουν αριθμό γιατί ήταν προς το τέλος του πολέμου όταν οδηγήθηκε εκεί και έτσι της καρφίτσωσαν ένα μεταλλικό νούμερο στη ριγέ στολή το οποίο έφερε μαζί της στην Ελλάδα.
«Εμείς δεν τους ρωτούσαμε, ήταν θέμα ταμπού. Δεν θέλαμε και να τους πληγώσουμε. Δεν μας άφηναν περιθώριο, μας μεγάλωσαν σαν σε “κουκούλι”. Ηθελαν να περνάμε καλά, να μη βαρύνεται η ψυχή μας με τέτοια θέματα», λέει ο Μορίς.
Η Ντέζι προσθέτει: «Το θέμα αυτό τους πονούσε πολύ. Ο τρόμος του μπαμπά ήταν τέτοιος, που δεν ήθελε να βλέπει ρίγες στο σπίτι. Η μαμά μου έφτιαξε μια πολυθρόνα με ρίγες αλλά της είπε ότι “αυτή δεν θα τη βάλεις στο σπίτι”, οπότε έκανα κάλυμμα για να μη φαίνεται. Δεν ήθελε ποτέ να χρησιμοποιεί πλαστικό πιρούνι, κουτάλι, πιάτο, γιατί του θύμιζαν το Αουσβιτς».
Ο έρωτας του Πέπο και της Εύας δεν υποχώρησε στο πέρασμα του χρόνου. Πέθαναν ερωτευμένοι, όπως ήταν στο Αουσβιτς. Ο Πέπο σε ηλικία 71 χρόνων, χτυπημένος από καρκίνο, ενταφιάστηκε στο Ισραήλ. «Λίγο προτού ξεψυχήσει μας είπε ότι “αφού δεν μπόρεσα να επισκεφθώ ζωντανός το Ισραήλ, να με πάτε και να με θάψετε εκεί”, και αυτό κάναμε», λέει ο Μορίς. Πέρυσι έφυγε για να τον συναντήσει σε ηλικία 102 χρόνων και η Εύα. Η τελευταία της επιθυμία ήταν να τη βάλουν δίπλα στον Πέπο της…
Οι νύφες με τα θλιμμένα μάτια
Η Εύα με την αδελφή της. Συγκρατούμενες στο Αουσβιτς, αναγκάζονταν να κόβουν ξύλα. Οταν αποκαλύφθηκε το ειδύλλιο της Εύας με τον Πέπο, η αδελφή της, η οποία φρόντιζε το γραφείο του Γερμανού διοικητή του στρατοπέδου, κατόρθωσε να αποτρέψει την εκτέλεσή της. [ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΧΗΡΑΣ]
Αν ο Πέπο και η Εύα επέστρεψαν παντρεμένοι από το Αουσβιτς, δεν συνέβη το ίδιο με τους υπόλοιπους επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος, 1.950 τον αριθμό για τη Θεσσαλονίκη, που έπρεπε να (ξανα)δημιουργήσουν οικογένεια, να (ξανα)φτιάξουν τη ζωή τους. Περίπου 200 εβραϊκοί γάμοι θα τελεσθούν κατά τη διετία 1945-1946 στη Θεσσαλονίκη, οι περισσότεροι στη Συναγωγή Μοναστηριωτών, από τον ραββίνο (και συγγραφέα) Μικαέλ Μόλχο, και θα αποτελέσουν τον πυρήνα για την ανασύσταση της εβραϊκής κοινότητας, μετά την εξόντωση των περισσότερων μελών της.
Ηταν νέοι και νέες που επέζησαν και μετά τον πόλεμο αποφάσισαν –γιατί έτσι έπρεπε– να ενώσουν τις τύχες τους, αλλά και μεσήλικες, που έχασαν τους/τις συζύγους και τα παιδιά τους στα κρεματόρια και έπρεπε να ξαναφτιάξουν οικογένεια με καινούργιες/ους συντρόφους. Μια έκθεση φωτογραφίας από εβραϊκούς γάμους, που εκτίθεται στο Εβραϊκό Μουσείο Θεσσαλονίκης, αποτυπώνει θλίψη στο πρόσωπο των νεονύμφων.
Η Εύα και ο Πέπο Καράσσο στον γάμο της Ντέζι, που διακρίνεται με το νυφικό της. [ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΧΗΡΑΣ]
Σχολιάζοντας σχετικά, ο πρώην διευθυντής του μουσείου Ευάγγελος Χεκίμογλου, ο οποίος είχε επιμεληθεί την έκθεση, σημειώνει στην «Κ»: «Ο επισκέπτης καλείται να αναγνωρίσει στις εκφράσεις τους εκείνα τα συναισθήματα που μπορούσαν να έχουν όσοι είχαν χάσει τις οικογένειές τους με πρωτοφανώς φρικτό τρόπο, είχαν φτάσει οι ίδιοι πολλές φορές στο κατώφλι του θανάτου, είχαν επιστρέψει με ανείπωτες δυσκολίες, για να βρουν τα σπίτια τους κατειλημμένα από άλλους· αλλά και τα συναισθήματα όσων ήλπιζαν στο μέλλον και ήταν αποφασισμένοι να ζήσουν. Αυτή η κλιμάκωση, από τη θέα του θανάτου στη θέα της αισιοδοξίας, καθίσταται εμφανής στα πρόσωπα της έκθεσης».
Ομαδικός γάμος Εβραίων στη Θεσσαλονίκη. Τα χαμόγελα λιγοστά, τα σκυθρωπά πρόσωπα περισσότερα. Πολλοί από όσους επέζησαν από την κόλαση του Αουσβιτς με την επιστροφή τους κλήθηκαν να θάψουν μέσα τους τη φρίκη και την απώλεια και να δημιουργήσουν νέες οικογένειες.
Τα χαμένα κειμήλια στη Βαρσοβία
Οι αναζητήσεις του ερευνητή Πολ Χάγουελ για τα αρχεία της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης.
Τον Δεκέμβριο του 2017, ο ερευνητής Πολ Χάγουελ, Θεσσαλονικιός, βρέθηκε στη Βαρσοβία, στο πλαίσιο επιστημονικού συνεδρίου. Σε κάποιο διάλειμμα των εργασιών, ένας Πολωνός συνάδελφός του τον ενημέρωσε για τα κειμήλια της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης που φυλάσσονται στην Πολωνία, με την απορία γιατί η Ελλάδα δεν τα έχει ζητήσει πίσω. Ο Χάγουελ αγνοούσε την ύπαρξή τους, όπως πιθανότατα και η επίσημη ελληνική πολιτεία και οι εγχώριες εβραϊκές οργανώσεις.
Κατά την εκεί παρουσία του, ο Ελληνας Εβραίος της Θεσσαλονίκης ενδιαφέρθηκε να μάθει περισσότερα. Πληροφορήθηκε ότι αφορούσε μεγάλο αριθμό λατρευτικών αντικειμένων που είχαν αρπάξει οι Γερμανοί λεηλατώντας τις συναγωγές στη Θεσσαλονίκη. Επρόκειτο, όπως είπε στην «Κ» ο κ. Χάγουελ, ειδικότερα, περί αγνώστου αριθμού «Ρεμονίμ», ασημένιων στολισμάτων (κουδουνίστρες), που χρησιμοποιούνται κατά το τελετουργικό στις συναγωγές, και πιθανότατα και άλλα θρησκευτικά σκεύη. Τα κλεμμένα κειμήλια φυλάσσονταν πακεταρισμένα στα υπόγεια του Μουσείου Εβραϊκής Ιστορίας της Πολωνίας –πολύ μικρότερου του επιβλητικού Μουσείου του Ολοκαυτώματος των Εβραίων της Πολωνίας στη Βαρσοβία– χωρίς να έχουν εκτεθεί ποτέ.
Πληροφορίες για την ύπαρξη της συλλογής περιήλθαν εις γνώσιν της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης και πλέον, όπως ανέφερε στην «Κ» ο πρόεδρός της Νταβίντ Σαλτιέλ, η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη έχει αιτηθεί επισήμως τον επαναπατρισμό τους και εργάζεται προς την κατεύθυνση αυτή.
Ασημένια στολίσματα ή, αλλιώς, «Ρεμονίμ». Παρόμοια, καθώς και άλλα θρησκευτικά σκεύη τα οποία είχαν αφαιρέσει οι ναζί από συναγωγές της Θεσσαλονίκης, εντοπίστηκαν στις αποθήκες του Μουσείου Εβραϊκής Ιστορίας της Πολωνίας. Η Ελλάδα έχει αιτηθεί επισήμως τον επαναπατρισμό τους. [ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΧΗΡΑΣ]
Αν και η πολωνική πλευρά φέρεται να έχει αποστείλει ήδη στην ελληνική αναλυτικό κατάλογο των κειμηλίων, σε μια κίνηση που μπορεί να εκληφθεί ως χειρονομία καλής θέλησης, η επιστροφή τους δεν πρέπει να θεωρείται εύκολη υπόθεση, όσο και αν οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών κινούνται σε άριστο επίπεδο.
Το καθοριστικό ερώτημα, ωστόσο, είναι εάν αυτά τα κειμήλια έχουν χαρακτηριστεί «λάφυρα πολέμου».
Η Πολωνία θα μπορεί, εφόσον το θελήσει, να επικαλεστεί τη διεθνή νομολογία γύρω από τον πόλεμο ώστε να μην είναι υποχρεωμένη να τα επιστρέψει, όπως έγινε με τα κλεμμένα αρχεία της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης που κατέχει η Ρωσία, διεκδίκηση που έχει τη δική της ιστορία.
Τον Μάιο του 1945, δύο Σοβιετικοί στρατιώτες βρήκαν τυχαία στα περίχωρα του ισοπεδωμένου Βερολίνου, σε ένα εγκαταλελειμμένο βαγόνι, δεκάδες σφραγισμένα κιβώτια. Διαπιστώθηκε ότι περιείχαν φακέλους με έγγραφα και άλλα υλικά που ανήκαν στους Εβραίους της Θεσσαλονίκης. Ο Κόκκινος Στρατός τα μετέφερε στη Μόσχα, όπου ενταφιάστηκαν σε κάποια υπόγεια της KGB και παρέμειναν μέχρι την κατάρρευση του καθεστώτος, οπότε και τα ανακάλυψαν ερευνητές από το Ισραήλ. Η ελληνική πλευρά κινητοποιήθηκε για την επιστροφή τους και με όχημα τις καλές τότε σχέσεις με το Κρεμλίνο του Πούτιν, ξεκίνησε μια διαπραγμάτευση, που πάντως μέχρι σήμερα δεν έχει καταλήξει.
Το 2010, ο Πολ Χάγουελ εστάλη από το ελληνικό ΥΠΕΞ στη Μόσχα για να εξετάσει, ως ειδήμων, τους φακέλους με τα αρχεία. Οπως είχε δηλώσει αργότερα, «ήταν σε άριστη κατάσταση, επιμελώς ταξινομημένα και τοποθετημένα σε ντοσιέ. Οι Ρώσοι μάλιστα είχαν στείλει τον επικεφαλής των αρχειοθετών στο Ισραήλ να μάθει και τη γλώσσα που ήταν γραμμένα. Με πήγαν μόνο στο αναγνωστήριο· δεν μου επέτρεψαν την είσοδο στο υπόγειο.
Διαβάζοντας κανείς τα έγγραφα της Ισραηλιτικής Κοινότητας, είναι σαν να διαβάζει την αλληλογραφία της με τα μέλη της και μέσω αυτής έχει μια εικόνα της καθημερινότητας των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη και των θεμάτων που τους απασχολούσαν».
Μεταξύ άλλων, ο Χάγουελ βρήκε και μια επτασέλιδη επιστολή του ραββίνου Κόρετς προς τον Ιωάννη Μεταξά, με την οποία διαμαρτυρόταν γιατί δεν επιτρεπόταν η ένταξη εβραιόπουλων της Θεσσαλονίκης στην ΕΟΝ (Εθνική Οργάνωση Νεολαίας), που είχε ιδρύσει ο Μεταξάς! Οπως επίσης διάβασε και ομιλίες του ραββίνου για την εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου και τον απελευθερωτικό αγώνα, αλλά και έγγραφα που αφορούσαν τις ελληνικές μασονικές στοές.
Με το που ήγειρε η ελληνική πλευρά, διά της διπλωματικής οδού, το ζήτημα της επιστροφής, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, οι Ρώσοι ζήτησαν ως αντάλλαγμα τα λάβαρα του τσαρικού πολεμικού ναυτικού που φυλάσσονταν σ’ έναν μικρό ελληνικό ναό στο Αλγέρι και μεταφέρθηκαν εκεί από τη ναυαρχίδα του ρωσικού στόλου, η οποία είχε καταπλεύσει μετά την επικράτηση των μπολσεβίκων. Τους τα παρέδωσε ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος.
Αμέσως μετά, όμως, έβαλαν στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης την επιστροφή του αρχείου του ρωσικού αυτοκρατορικού προξενείου στα Χανιά, το οποίο φυλάσσεται στο Ιδρυμα Εθνικών Αρχείων του ελληνικού κράτους, και ταυτόχρονα ζήτησαν ένα ποσό της τάξης των 80.000 ευρώ για έξοδα συντήρησης.
Τα μεν χρήματα ενώ ήταν διαθέσιμα από το 2012-13 έμειναν επί χρόνια να λιμνάζουν στην ελληνική πρεσβεία στη Μόσχα, ενώ το Ιδρυμα Εθνικών Αρχείων προέβαλε αντιρρήσεις στο ΥΠΕΞ δηλώνοντας ότι δίνει μόνο ψηφιακά αντίγραφα, τη στιγμή που η ρωσική πλευρά νομίμως στη βάση των διεθνών κανόνων τα θέλει πίσω!
Κάπως έτσι ο χρόνος κύλησε με το ελληνικό αίτημα «παγωμένο» σε κάποια καταθλιπτική πολυκατοικία των κρατικών αρχείων στη Μόσχα και, βέβαια, ουδείς διανοείται σήμερα, με την κατάσταση των ελληνορωσικών σχέσεων, να επαναφέρει το ζήτημα.