Kathimerini.gr
Κωστής Καρπόζηλος
Yστερα από πενήντα χρόνια φαντάζει εξαιρετικά προφανές. Η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, όρισε τη διεξαγωγή των εκλογών στις 17 Νοεμβρίου του 1974 σε μια κίνηση υψηλού συμβολισμού: η μετάβαση στη Δημοκρατία να επισφραγιστεί μέσα από την αναφορά στην κορυφαία στιγμή του αντιδικτατορικού αγώνα. Η συλλογιστική αυτή άλλωστε ταιριάζει με τη σύγχρονη κατοχύρωση στη δημόσια σφαίρα της μεταρρυθμιστικής μορφής του Καραμανλή. Μόνο που υπάρχει μια κρίσιμη λεπτομέρεια. Αν εμπιστευτούμε την έκδοση του Ιδρύματος Κωνσταντίνου Καραμανλή –που βασίζεται στο αρχείο του– ο ίδιος δεν προχώρησε ποτέ στη σύνδεση που εμείς σήμερα θεωρούμε αυτονόητη. Μάλλον το αντίθετο. Ο Καραμανλής επιθυμούσε οι εκλογές να γίνουν στις 3 ή στις 10 Νοεμβρίου (και μόνο επειδή θα έλειπε ο Μαύρος στο εξωτερικό το υπουργικό συμβούλιο κατέληξε στις 17), ενώ στη συνέχεια στις διαδοχικές ομιλίες του και στα τηλεοπτικά του διαγγέλματα δεν αναφέρθηκε ποτέ στο Πολυτεχνείο. Ούτε την προηγουμένη των εκλογών ούτε την ημέρα των εκλογών ούτε την επομένη.
Αν δεν το θεωρήσουμε αυτό λεπτομέρεια, τότε μπορούμε να σκεφτούμε εκ νέου γύρω από τη μετάβαση στη δημοκρατία. Ο Καραμανλής προχώρησε σε ριζοσπαστικές τομές –με αυτή της νομιμοποίησης του κομμουνισμού να ξεχωρίζει– αλλά αυτές δεν ήταν αποκλειστικά προϊόν μιας αναθεώρησης της οπτικής του που συντελέστηκε υπό το συντριπτικό βάρος της εμπειρίας της δικτατορίας. Προέκυψαν, παράλληλα, μέσα από την έλλογη ανασφάλεια στις συνθήκες της μετάβασης για τις απρόβλεπτες δυναμικές του εκδημοκρατισμού, που απειλούσαν κάθε σενάριο παλινόρθωσης της προδικτατορικής τάξης με τους αποκλεισμούς του μετεμφυλιακού κράτους. Υπό την οπτική αυτή, η σιωπή του γύρω από το Πολυτεχνείο εμπεριέχει ένα ρητό μήνυμα: Την πρωτοκαθεδρία στη διαμόρφωση του νέου τοπίου θα την είχαν η νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση και τα πολιτικά κόμματα που συμμετείχαν στις εκλογές και όχι οι «εξτρεμισμοί» που, όπως σημείωνε στο τηλεοπτικό του διάγγελμα προς τους νέους, αποτελούσαν μίμηση ευρωπαϊκών τάσεων «ήδη ξεπερασμένων». Αν ο Μάης του 1968 ήταν η ώρα των οδοφραγμάτων, ο Ιούνιος του 1968 –με την εμφατική επικράτηση του Ντε Γκωλ– ήταν η απάντηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Η πρωτοκαθεδρία του πολιτικού –με την έννοια των κομμάτων και των πρωταγωνιστών τους– είναι ο κυρίαρχος τρόπος ανάλυσης της ιστορίας της Μεταπολίτευσης. Είναι σαν όλα όσα συμβαίνουν να προκύπτουν από πολιτικές πρωτοβουλίες και οι κοινωνικές δυναμικές να είναι απλά η αντανάκλασή τους. Υπάρχει λόγος που αυτό συμβαίνει. Στον ελληνικό 20ό αιώνα μια σταθερά υπήρξε η υπαγωγή του κοινωνικού στο πολιτικό. Ο κρατικός πατερναλισμός, ο έλεγχος θεσμών όπως το συνδικαλιστικό κίνημα από το κράτος και τα κόμματα, η γενική καχυποψία ή και η καταστολή της αυτονομίας των κοινωνικών κινημάτων συγκροτούν ένα συνεχές, που εκκινεί από τον βενιζελισμό στις αρχές του αιώνα και φτάνει μέχρι και την εμπειρία του ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 1980. Η ίδια η 17η Νοέμβρη, ως επέτειος μιας εξέγερσης, διήνυσε αυτή τη διαδρομή: Από την αναβολή της το 1974 μέσα από τη διεξαγωγή των εκλογών εκείνη τη μέρα στο όνομα της πολιτικής σταθεροποίησης, μέχρι τη μετατροπή της σε σχολική αργία γύρω –για μια ακόμη φορά– από την ιδέα της ενότητας του έθνους.
Προφανώς η ιστορία της ελληνικής μετάβασης ήταν μια ιστορία «από τα πάνω». Η όποια σύγκριση με την επαναστατημένη Πορτογαλία κάνει τα πράγματα προφανή. Εδώ, η κατάρρευση της δικτατορίας έρχεται μέσα από μια εθνική –και όχι κοινωνική– κρίση, η παράδοση της εξουσίας είναι από τους «στρατιωτικούς» στους «πολιτικούς», οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της δεν είναι ακόμη τα νέα πρόσωπα του αντιδικτατορικού αγώνα, αλλά οι παίκτες του παλαιού πολιτικού κόσμου. Το γεγονός όμως αυτό δεν αναιρεί τη δυναμική του «εξτρεμισμού» – αυτού που συμβαίνει δηλαδή «από κάτω». Η ογκώδης διαδήλωση για το Πολυτεχνείο στις 24 Νοεμβρίου 1974 ήταν ένα ιστορικό συμβάν. Και με έναν τρόπο εγκαινίασε την επόμενη φάση της Μεταπολίτευσης μέσα από την ανάπτυξη της ριζοσπαστικής κριτικής στην ελεγχόμενη μετάβαση και το αίτημα να επεκταθεί και να βαθύνει η διαδικασία του εκδημοκρατισμού – στα πανεπιστήμια και τα σχολεία, στους εργασιακούς χώρους, στους θεσμούς και μηχανισμούς της ελληνικής πολιτείας. Ηταν το σημείο που από τη σταθεροποίηση της δημοκρατίας ξεκίνησε η μεγάλη συζήτηση για το περιεχόμενό της. Μια συζήτηση, που –καλώς ή κακώς– διαρκεί μέχρι και σήμερα.
Ο κ. Κωστής Καρπόζηλος είναι ιστορικός