Kathimerini.gr
«Σταθερή αλλά κρίσιμη» χαρακτηρίζει την επιδημιολογική κατάσταση της χώρας μας ο Μανώλης Δερμιτζάκης, καθηγητής Γενετικής στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης. «Τις τελευταίες μέρες ο αριθμός των κρουσμάτων έχει σταθεροποιηθεί περίπου στα 200, ενώ στην αρχή του Αυγούστου είχε σημειωθεί μια αλματώδης άνοδος που μας είχε θορυβήσει», τονίζει στην «Κ» ο κ. Δερμιτζάκης, υπογραμμίζοντας: «Στις διακοπές ο πληθυσμός μετακινείται και αναμειγνύεται, έτσι ενώ πριν εκδηλώνονταν τοπικές εξάρσεις με τυχαίες αφορμές, τώρα με την επάνοδο των εκδρομέων στη βάση τους αυξάνονται τα κρούσματα γεωμετρικά βάσει του πληθυσμού, οπότε τα κρούσματα συσσωρεύονται στα αστικά κέντρα». Ωστόσο, υπάρχει η ελπίδα ότι η επιστροφή στη… ρουτίνα του χειμώνα μπορεί να επιδράσει θετικά. «Εγκαταλείπουμε την ανεμελιά και τη χαλαρότητα των θερινών διακοπών και αναλαμβάνουμε εκ νέου τις ευθύνες μας», αναφέρει ο ίδιος. Αλλωστε, ειδήμονες και μη παρατηρούν μια σειρά διαφοροποιήσεων ανάμεσα στην τωρινή φάση της πανδημίας και στην προηγούμενη, πριν από το καλοκαίρι.
«Διαπιστώνουμε αλλαγές ως προς τη συμπεριφορά του ιού σε σχέση με την άνοιξη. Μελέτες έχουν δείξει ότι έχει αυξηθεί η μεταδοτικότητά του, ενώ υπάρχουν ενδείξεις ότι μπορεί να προκαλεί ηπιότερα συμπτώματα – κάτι που μένει όμως να αποδειχθεί επιστημονικά», σχολιάζει στην «Κ» τηλεφωνικά από τη Γενεύη ο κ. Δερμιτζάκης. «Στη διάρκεια του πρώτου κύματος είχε εκτεθεί στον ιό το σύνολο της κοινότητας, με σοβαρές συνέπειες στους ηλικιωμένους. Το καλοκαίρι, χάρη στην εμπέδωση των μέτρων προστασίας και στον αυτοπεριορισμό των ευάλωτων, μολύνονται κυρίως νεότεροι σε ηλικία, οι οποίοι εμφανίζουν λιγότερα συμπτώματα». Το στοίχημα, λοιπόν, είναι «να σπάσουμε την αλυσίδα της μετάδοσης από τους νεότερους στους μεγαλύτερους».
Ο αριθμός των κρουσμάτων για τον οποίο ενημερωνόμαστε καθημερινά μοιάζει να είναι η κορυφή του παγόβουνου λόγω του πλήθους των ασυμπτωματικών. «Από την αρχή της πανδημίας υποθέταμε ότι τα νέα κρούσματα ήταν περισσότερα από τα διαγνωσμένα, υπολογίζαμε δεκαπλάσια», τονίζει ο κ. Δερμιτζάκης. Τον Μάιο έγινε στη Γενεύη μια δειγματοληπτική έρευνα «που εστίαζε στα αντισώματα που αναπτύσσονται στον οργανισμό όσων έχουν αναρρώσει, η οποία επιβεβαίωσε την εν λόγω επιστημονική υπόθεση, ήταν δηλαδή πράγματι δεκαπλάσια τα άτομα που είχαν αναπτύξει αντισώματα από εκείνα που είχαν ταυτοποιηθεί το διάστημα Φεβρουαρίου – Μαΐου ως φορείς με βάση τα τεστ». Στην πορεία όμως πραγματοποιούνται καθημερινά, παγκοσμίως, πολύ περισσότερα διαγνωστικά τεστ, οπότε σήμερα οι επιστήμονες πολλαπλασιάζουν τα γνωστά κρούσματα επί πέντε για να βρουν τα πραγματικά. «Ωστόσο, άλλο τα νέα κρούσματα που προστίθενται στην κοινότητα καθημερινά και άλλο τα ενεργά κρούσματα ανά πάσα στιγμή, που είναι όλοι οι γνωστοί (με τεστ) και άγνωστοι φορείς που εξακολουθούν να είναι μεταδοτικοί μέρες μετά τη μόλυνσή τους· αυτοί υπολογίζεται ότι είναι περίπου 50 φορές ο εκάστοτε αριθμός που ανακοινώνεται καθημερινά».
Τα εμβόλια
Καθώς τη δεδομένη στιγμή επτά ή οκτώ εμβόλια βρίσκονται στη φάση 3 των δοκιμών, η επιστημονική κοινότητα έχει ελπίδες ότι τους τελευταίους μήνες του 2020 θα εγκριθεί και θα κυκλοφορήσει τουλάχιστον ένα ασφαλές εμβόλιο ή και παραπάνω. «Αρχικά θα εμβολιαστεί 10%-15% του πληθυσμού, δηλαδή οι ευάλωτες ομάδες, υγειονομικοί και άλλες σημαντικές ομάδες πληθυσμού, κάτι που μπορεί να μην επηρεάσει πολύ τον αριθμό των ανιχνευμένων κρουσμάτων, αλλά θα μειώσει σημαντικά τις νοσηλείες σε ΜΕΘ και τους θανάτους». Εν συνεχεία «θα εμβολιαστεί μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, 30%-40%, κάτι που θα επηρεάσει δραστικά την επιδημιολογική εικόνα της χώρας».
Σχετικά με τον πολλά υποσχόμενο εμβολιασμό έναντι της COVID-19 η Αθηνά Λινού, καθηγήτρια Επιδημιολογίας στο ΕΚΠΑ, διατυπώνει ορισμένες ανησυχίες: «Προβληματίζομαι για τον αριθμό των εμβολίων τα οποία θα είμαστε σε θέση ως χώρα να αγοράσουμε, για το αν διαθέτουμε την απαιτούμενη υποδομή και το ανθρώπινο δυναμικό για τη διενέργεια μαζικών εμβολιασμών και βέβαια φοβάμαι πολύ τις πιθανές αντιστάσεις από άτομα του περίφημου αντιεμβολιαστικού κινήματος».
Τα σχολεία
Το κουδούνι που θα χτυπήσει σε λίγες μέρες στα σχολεία όλης της χώρας απασχολεί βεβαίως τους ειδικούς. «Είμαι υπέρ της λειτουργίας των σχολείων και δεν φοβάμαι την έξαρση κρουσμάτων από εκεί», διευκρινίζει εξαρχής ο κ. Δερμιτζάκης, «έχω ωστόσο ορισμένες επιφυλάξεις ως προς τον τρόπο». Ο καθηγητής Γενετικής θεωρεί ότι θα ήταν πιο χρήσιμο να ξεκινούσαν τα σχολεία με δύο εβδομάδες «προθέρμανσης» μαθητών και εκπαιδευτικών στη νέα πραγματικότητα. «Τα σχολεία θα μπορούσαν να ανοίξουν στις 7 Σεπτεμβρίου και για δύο εβδομάδες τα μαθήματα να γίνονται εκ περιτροπής, ώστε να δοθεί χρόνος στην εκπαιδευτική κοινότητα να εισαγάγει ομαλά τα νέα μέτρα», εξηγεί. «Οταν τα σχολεία λειτούργησαν μετά την καραντίνα, είχαν δεχθεί τους μισούς μαθητές και χωρίς μάσκα, τώρα χρειάζονται χρόνο για να αποφευχθούν οι εντάσεις και να βρουν οι εκπαιδευτικοί τρόπους διαχείρισης της κατάστασης». Σχετικά με τη συμβολή του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου στη νέα σχολική χρονιά, υπογραμμίζει ότι «θα πρέπει να μεταβούν στα σχολεία ήδη από τώρα, πριν δηλαδή προσέλθουν οι μαθητές, ώστε να βοηθήσουν τους υπευθύνους στην εξεύρεση λύσεων για την αποφυγή του συνωστισμού βάσει της χωροταξίας κάθε σχολικού κτιρίου».
Δημιουργικές λύσεις για την εύρυθμη λειτουργία των σχολείων προτείνει η κ. Λινού, η οποία έχει διατελέσει ειδική γραμματέας του υπουργείου Παιδείας το διάστημα 2010-2013. «Μπορούν να αυξηθούν οι ώρες διδασκαλίας των παιδιών στην ύπαιθρο, στο προαύλιο, σε κοντινά αλσύλλια», λέει ενδεικτικά, «υπάρχει πλήθος εγκαταλελειμμένων και αδιάθετων κτιρίων και αιθουσών, όπου μπορεί να πραγματοποιηθεί μάθημα προκειμένου να αραιώσουν οι τάξεις». Κάθε δήμος, όπως τονίζει, γνωρίζει τέτοιους χώρους στην ακτίνα δικαιοδοσίας του· πνευματικά κέντρα, μουσεία, ακόμα και αμφιθέατρα πανεπιστημιακών σχολών. «Η απόσταση των παιδιών πρέπει να είναι τουλάχιστον ενάμισι με δύο μέτρα», τονίζει, «ας μην ξεχνάμε ότι πολλά σχολεία έχουν συγχωνευθεί τα τελευταία χρόνια». Αντιστοίχως, συμβουλεύει τους πολίτες να περάσουν τον φετινό χειμώνα περιστοιχισμένοι από έναν στενό κύκλο φίλων. «Ετσι περιορίζουμε την πιθανότητα μετάδοσης, διευκολύνουμε πιθανή ιχνηλάτηση, ενώ διατηρούμε την ψυχική μας ισορροπία έχοντας κοινωνικές και φιλικές σχέσεις με δύο ή τρεις ακόμα φιλικές οικογένειες – ιδανικά, αν είμαστε γονείς, από την τάξη του παιδιού μας». Βεβαίως, η κ. Λινού δεν παραγνωρίζει ότι υπάρχουν και άλλοι χώροι που δύνανται να εξελιχθούν σε εστίες υπερμετάδοσης, όπως τα μέσα μαζικής μεταφοράς. «Πρέπει να επιταχθούν ή να ενοικιαστούν λεωφορεία, ώστε να εμπλουτιστεί ο υπάρχων στόλος. Μετά τα Χριστούγεννα θα είναι πολύ αργά», καταλήγει.
Το επόμενο καλοκαίρι ενδέχεται να είναι πιο ξέγνοιαστο; «Λογικά θα έχει εμβολιαστεί μεγάλο μέρος του πληθυσμού, κάποιοι βεβαίως θα ασθενούν, αλλά ελάχιστοι θα καταλήγουν – ειδικά το καλοκαίρι», λέει ο κ. Δερμιτζάκης. «Δεν θα είμαστε υποχρεωμένοι να φοράμε μάσκα, εκτός από εκείνους που θα το κάνουν πλέον από ανασφάλεια, θα μας διακατέχει ίσως αμηχανία, αλλά όχι φόβος».
«Kαμικάζι» ανάμεσά μας
Πληθαίνουν οι ιστορίες ανθρώπων που όταν μαθαίνουν ότι είναι φορείς του κορωνοϊού «δραπετεύουν» από νοσοκομεία, επιβιβάζονται σε ταξί, μετρό, ακόμα και πλοία της γραμμής, αδιαφορώντας για τους συνανθρώπους τους. Οι άνθρωποι αυτοί θα χαρακτηρίζονταν απλώς γραφικοί, αν δεν ήταν «καμικάζι» εις βάρος της δημόσιας υγείας. «Κάποιοι εκδηλώνουν άρνηση, δεν μπορούν να αποδεχθούν ότι είναι άρρωστοι, πράγμα που συμβαίνει βέβαια και με άλλες ασθένειες, οι οποίες όμως δεν είναι μεταδοτικές», σχολιάζει στην «Κ» η Ματίνα Παγώνη, πρόεδρος της ΕΙΝΑΠ. «Φυσικά, πολλοί είναι και… αρνητές του ιού», τονίζει. «Οταν ξέσπασε η πανδημία είχαμε 556 κρεβάτια ΜΕΘ, τα οποία έγιναν συν τω χρόνω 776 και μαζί με εκείνα των ιδιωτικών κλινικών έφτασαν τα 1.030», υπενθυμίζει. «Αν υλοποιηθούν οι δεσμεύσεις του υπουργού για 1.300 κρεβάτια ΜΕΘ έως τα τέλη Δεκεμβρίου, θα είμαστε καλά». Εκκληση της ίδιας και των συναδέλφων της είναι να μην παραλείψουμε φέτος να κάνουμε το αντιγριπικό εμβόλιο, ώστε να αποφύγουμε μια μοιραία συννοσηρότητα COVID-19 και Η1Ν1.