Kathimerini.gr
Στέλιος Ράμφος
Ο,τι δεν φαίνεται εξαρχής αποκαλύπτεται στο τέλος. Αυτό ισχύει και για τη Μεταπολίτευση. Εκλεισε μεν έναν κύκλο της, αλλά στριφογυρίζει ακόμη ως «μπροστά» ψευδεπίγραφο μέλλον. Επομένως δεν θα ήταν αντιπαραγωγικό να την αποτιμήσουμε από το λυκόφως της, οπότε η αποδοκιμασία των εκλογέων εκδηλώθηκε τόσο ηχηρά.
Η δικτατορία των Συνταγματαρχών κατέρρευσε πριν από πενήντα χρόνια υπό το βάρος της κυπριακής καταστροφής. Σήμερα η δημοκρατία έχει γίνει ρουτίνα που γεννά ανία μάλλον παρά ελπίδα. Το απαιτητικό είναι χαμένο στοίχημα, το εύκολο θεωρείται συναρπαστικό! Τη διαβρώνει σαν παρέκταση ένας καινοφανής φιλελευθερισμός που καθρεφτίζεται αυτάρεσκα στον εαυτό του και η παρακμιακή του διάσταση εκφράσθηκε στο ελεεινό θέαμα της φετινής Γιουροβίζιον.
Η πρώτη περίοδος της Μεταπολιτεύσεως (1974-2010) ξεκίνησε με εξάρσεις και κατέληξε στα μνημόνια. Την ενέπνεε μια διάθεση σωτηριολογικής πολιτικοποιήσεως η οποία καθιέρωσε τον διχασμό σαν αυτονόητη καθημερινότητα. Αυτό το κλίμα έκανε πολύ κόσμο να πάρει αποστάσεις από την πολιτική. Εάν τα κόμματα αντί να διαιρούν συνέθεταν, η πολιτική θα διέθετε ελκυστικό λόγο υπάρξεως. Τι κύρος να διαθέτει όταν εργαλειοποιεί τα προβλήματα που θα έπρεπε να επιλύει; Επικίνδυνο σ’ αυτή την περίπτωση δεν είναι ότι συγκρούονται προκαταλήψεις και συμφέροντα, αλλά ότι διαμορφώνεται μια ατομικότητα που ανήκει αποκλειστικά στο Εγώ της, εις το οποίο μάλιστα προσδίδει αξιακή ταυτότητα.
Δεν έχουμε επιμείνει αρκετά στο «Μετά-» της Μεταπολιτεύσεως, για να αξιολογήσουμε και να διδαχθούμε από το φαινόμενο. Το «Μετά-» τούτο περιλαμβάνει κόσμο ο οποίος περίμενε να βρει στην πολιτική όραμα ζωής και ανώτερη ταυτότητα, κάτι που έδινε στις προηγούμενες γενιές, και όχι μόνο (αν κρίνω από το φίλαθλο πάθος στους αγώνες των εθνικών μας ομάδων), το τρίπτυχο «πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια». Αντίθετα, εκείνο που επεδίωξε και πέτυχε η λεγόμενη «γενιά του Πολυτεχνείου» ήταν να μεταβάλει την πολιτική από διαχείριση κοινών προβλημάτων σε κοινωνική σύγκρουση, με στόχο την «ηθική» της δικαίωση απέναντι στην «ανηθικότητα» των αντιπάλων.
Πολιτική τάξη χωρίς όρια
Τίποτε δεν είναι πιο τοξικό για την κοινοβουλευτική δημοκρατία από τη μετατροπή της σε πεδίο αναμετρήσεως του «Καλού με το Κακό». Λαϊκισμός δεν είναι η εξαγορά συμπαθειών με επιδόματα, είναι κυρίως η αναγωγή του λαϊκού αισθήματος σε ρομφαία του μίσους δίστομη και κατ’ επέκτασιν η μετάλλαξη της υστερήσεως σε εκδικητικότητα. Στη συγκρουσιακή τούτη συνθήκη το δημοκρατικό σχήμα έγινε πρόσχημα για να αφαιρεθούν από την πολιτική πράξη τα όρια, ενώ το κράτος από πολιτικός εγγυητής της κοινωνικής συνοχής έφθασε να επικροτεί έμμεσα την αυθαιρεσία. Σ’ αυτό ενδεχομένως απέβλεπε η διαβόητη φράση του Ανδρέα Παπανδρέου «ο λαός είναι θεσμός», που εισήγαγε επισήμως τον δικαιωματισμό στα ελληνικά πράγματα και άφησε ανεξάλειπτα ίχνη, παρά την εκσυγχρονιστική προσπάθεια του Κώστα Σημίτη.
Μέρος της στολής των δικαστών του Σώματος. [Φωτογραφία: ΑΝΑΡΓΥΡΟΣ ΔΡΟΛΑΠΑΣ]
Η πολιτικολυτρωτική πασοκική συνθηματολογία εξανεμίσθηκε με τις παρεκτροπές αγγέλων και αρχαγγέλων της Αλλαγής και με τη συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου, η οποία μολονότι απέδωσε θετικό έργο σε κρίσιμες ώρες, παρέμεινε για τις ιδεολογικές αγκυλώσεις κάτι αδιανόητο και αχώνευτο. Με εξατμισμένα τα γενέθλια συναισθήματα το ΠΑΣΟΚ είναι αδύνατον να ορθοποδήσει, εκτός και αν με νέα ηγεσία διαμορφώσει νέα αυτοσυνείδηση και διεκδικήσει πειστικά ρόλο συντελεστή δημιουργίας. Το αυτό ισχύει και για την κακόγουστη απομίμησή του, τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ξεχείλωσε τον «ριζοσπαστισμό» του συγκυβερνώντας αρειμανίως με τους ΑΝΕΛ.
Από την άλλη πλευρά, η συντηρητική παράταξη εδραίωσε μεν θεσμικά τη Μεταπολίτευση, παρέδωσε όμως από αίσθημα μειονεξίας την ιδεολογική πρωτοβουλία και μαζί το ηθικό πλεονέκτημα στις δυνάμεις της Αριστεράς. Προσπάθησε ωστόσο να δημιουργήσει στους κόλπους της χώρο για το φιλελεύθερο πνεύμα αναβαπτίζοντας την προδικτατορική Εθνική Ριζοσπαστική Ενωση στη Νέα Δημοκρατία. Εγκατέλειψε τη λογική του κλειστού λαϊκού κόμματος και χάραξε με μπρος-πίσω βήματα την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Ηταν η στρατηγική του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Δύο αμαρτήματα με βαρύ τίμημα
Η στροφή προς τη Δύση απετέλεσε ορθή ιστορική επιλογή. Προϋπέθετε όμως συνείδηση της πολιτισμικής μας ταυτότητος, ώστε να βρίσκουμε δόκιμες λύσεις σε διλήμματα ιδιοπροσωπίας και εξευρωπαϊσμού. Αυτή ήταν η πρόκληση. Πολιτικώς απαιτούσε ευρύτερα ανοίγματα για μεγαλύτερη ευελιξία, και έγιναν, αλλά ο νέος εθνικός προσανατολισμός και η εντόνως αριστερίζουσα ατμόσφαιρα ωθούσαν προς ένα δίπολο προοδευτισμού και συντηρήσεως, οπότε ακολούθησαν αμαρτήματα με βαρύ τίμημα. Θα σταθώ σε δύο.
Πρώτα στη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976, εμπνευσμένη από τις ιδεοληψίες του δημοτικισμού. Ενδεικτικά, η πολιτεία την εμπιστεύθηκε στους δασκάλους και τους καθηγητές του «δημοκρατικού πέντε», χωρίς αξιοκρατικά κριτήρια και πίστη σε ανώτερο στόχο. Το αποτέλεσμα είναι να βρίσκεται από τότε στην εντατική και να ισχύει με μικροτροποποιήσεις ακόμη σήμερα. Μεταγενέστερη, λειτουργικά σχεδιασμένη μεταρρύθμιση, νομοθετημένη συναινετικά επί υπουργίας Αννας Διαμαντοπούλου, υπονομεύθηκε εξαρχής και έμεινε στα αζήτητα.
Οσο για τη «λύση» του γλωσσικού μας ζητήματος, τα πράγματα δεν πήγαν καλύτερα. Η γλωσσική διδασκαλία περιορίσθηκε στην επικοινωνιακή προφορικότητα και η ίδια η έκφραση μεταπήδησε από το νόημα στις διαδικασίες φτωχαίνοντας τραγικά. Η νοηματοδοτική επίδραση της γραφής στον λόγο υπήρξε άγνωστη γη για τους νομοθέτες. Αντί η «αλλαγή» να ενδυναμώσει πνευματικά τις επόμενες γενιές και να γονιμοποιήσει τη διασταύρωσή τους με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, περίπου τις λοβοτόμησε. Το επιβεβαιώνει ανελλιπώς ο διαγωνισμός PISA παρουσιάζοντας κάθε χρόνο τη φθίνουσα απόδοση των Ελλήνων μαθητών, κυρίως ως προς την αντίληψη του νοήματος κειμένου. Το κακό ολοκλήρωσε το ΠΑΣΟΚ, που το 1982 επέβαλε με τη σειρά του το μονοτονικό σύστημα, έκτοτε αμετακίνητο.
Ο επιτελικός φιλελευθερισμός της Νέας Δημοκρατίας δεν αντιλαμβάνεται ανέκαθεν πως οι καταστατικοί κοινωνικοί δεσμοί προηγούνται ουσιαστικά των επιγενομένων κανόνων δικαίου και γι’ αυτό μονοπωλούν μέσα μας τη συγκίνηση και την πίστη. Η πατρίδα είναι ψυχικός δεσμός με τον χώρο· η οικογένεια, ηθικός δεσμός με τον χρόνο· η θρησκεία, πνευματικός δεσμός με τον εαυτό μας και τους άλλους, μέσω της ιδέας του θεού. Μόνο έτσι ένας λαός μπορεί να διατηρεί την ενεργό του υπόσταση στην ώσμωσίν του με τους άλλους. Αλλιώς τα δικαιώματα των κανόνων θα παριστάνουν το δίκαιο, με όλα τα εκφυλιστικά συνακόλουθα.
Η ισορροπημένη πρόσληψη του φιλελευθερισμού από μια εν πολλοίς παραδοσιακή κοινωνία σαν την ελληνική προϋποθέτει αναγνώριση ορίων τα οποία εμποδίζουν τα δικαιώματα να ταυτίζονται αυθαιρέτως με το δίκαιο και τα μέσα να ανάγονται αδιακρίτως σε σκοπούς. Μια βούληση με κύριο σκοπό τα μέσα αδυνατεί να προασπίζεται αξίες. Τείνει να ικανοποιεί επιθυμίες, οπότε εκχωρεί τη διέγερση των συναισθημάτων στα όποια ένστικτα και στις ορέξεις τους. Με τα μνημόνια και τους εξωτερικούς ελέγχους που επέβαλε η οικονομική κρίση, καλλιεργήθηκαν περαιτέρω στην κοινωνία μας οι αναγκαίοι όροι ενός πειθαρχικού συντονισμού με την υπερεκτίμηση των μέσων.
Τα μέσα και οι κανόνες τους δεν γίνεται να συνιστούν τελικό σκοπό. Είναι σαν δικαιολογία για τις επιθυμίες μας, δικαιολογία που ελαχιστοποιεί την αυτογνωσία και κουκουλώνει τα ψυχικά κενά. Τους ανθρώπους ενώνει μια υπεροχική τάξη νοήματος η οποία αποβλέπει στην ίδια την αλήθεια και όχι σε ό,τι νομίζουμε αληθές. Στο ψυχικό βάθος φθάνει και το οιστρηλατεί μόνο μια πίστη σε κάτι ανώτερο. Εφόσον το θεωρούμενο αληθές επιβάλλεται στην αλήθεια, τίποτε δεν σταματά τον κατήφορο.
Να επισημάνω εν προκειμένω, χωρίς φιλοδοξία πρωτοτυπίας, ότι τα τελευταία 60-70 χρόνια η φιλελεύθερη δημοκρατία δοκιμάζεται διεθνώς από επιδεινούμενη εσωτερική κρίση. Εχουν αναχθεί σε κυρίαρχη αξία σε ατομικές επιλογές ως επιλογές ξεχωριστών κόσμων. Την πολιτισμική τούτη πανδημία του ιού της σχετικότητος θεμελιώνουν ο αφορισμός του Νίτσε «δεν υπάρχουν γεγονότα, υπάρχουν ερμηνείες τους» και το αξίωμα του Μάρτιν Χάιντεγκερ «το είναι προηγείται της ουσίας».
Μιλούμε για τη μετανεωτερική πνευματικότητα, κατά την οποία οι άνθρωποι οφείλουν να διεκδικούν δικαιωματικά υλοποιήσεις των επιλογών τους και να εξαλείφουν τους σκοπούς ως πολιτισμικά –διάβαζε: σχετικιστικά– απλώς μορφώματα. Προέχει η ανάπτυξη στο έπακρο μιας ατομικότητος με αιχμή ικανοποιήσεις επιθυμιών εις βάρος κάθε αισθήματος συλλογικής ευθύνης. Αυτά όλα θυμίζουν την αναμέτρηση του Σωκράτη με τους Σοφιστές στο όνομα της πραγματικότητος και εναντίον των φαινομένων της, όπως παραπέμπουν επίσης στην ιδεολογική ενθάρρυνση κάθε είδους ολοκληρωτισμού, ακόμη και «δημοκρατικού», όπως του «αφυπνιστικού» κινήματος στις ΗΠΑ.
Μεταξύ άλλων η μετανεωτερικότης δίνει προτεραιότητα στην παρέμβαση του κράτους, το οποίο προβάλλει τα ατομικά δικαιώματα σαν θέσφατο, ενώ πρόκειται για υπό κρίσιν αξιώσεις. Για την ακρίβεια υψώνει κανονιστικά μέτρα σε ηθικά προτάγματα, θεωρώντας ότι μ’ αυτό τον τρόπο αντισταθμίζει προαιώνιους θεσμούς που αιμοδοτούν συναισθηματικά την κοινωνία. Στην πραγματικότητα το κράτος ως τέτοιο ενεργεί βάσει της μηχανιστικής λογικής αιτίου – αποτελέσματος και αποτελεί καθ’ εαυτό ένα ξύλινο κατασκεύασμα χωρίς τις αξίες που εγκεντρίζει στα κανονιστικά μέτρα η αρχέγονη ταυτότητα.
[Φωτογραφία: ΑΝΑΡΓΥΡΟΣ ΔΡΟΛΑΠΑΣ]
Την προϊούσα μεταβολή του ευρωατλαντικού πολιτικοκοινωνικού περιβάλλοντος ακολούθησε τελευταία στα καθ’ ημάς η συνειδητοασυνείδητη επιλογή του μετανεωτερικού παραδείγματος από τους μείζονες κομματικούς σχηματισμούς και συλλήβδην από τα ΜΜΕ. Αυτός ο προσανατολισμός προκάλεσε εν πολλοίς τη δυσφορία που αποτυπώθηκε στα αποτελέσματα των προσφάτων ευρωεκλογών. Δεν έγιναν ξαφνικά μυριάδες άνθρωποι «ακροδεξιοί», ούτε απείχαν για να τρέξουν στις παραλίες. Εχασαν την εμπιστοσύνη τους στην πολιτική: ασχολείται αποκλειστικά με υλικής τάξεως προβλήματα, ενώ εκείνοι βιώνουν πιεστικά ψυχικά αδιέξοδα. Στο έλλειμμα της εμπιστοσύνης αισθάνονται μετέωροι.
Ολισθαίνοντας στη μετανεωτερικότητα
Υπό την προεδρία του Κυριάκου Μητσοτάκη η Νέα Δημοκρατία προσχώρησε ελαφρά τη καρδία στη μετανεωτερική εκδοχή του φιλελευθερισμού εν είδει ανοίγματος προς το Κέντρο και κυριάρχησε πολιτικά. Ομως η κοινοβουλευτική της παντοδυναμία δημιούργησε αίσθημα ασφαλείας το οποίο οδήγησε την ηγεσία της υπερφίαλα στο δεύτερο μεγάλο παραταξιακό ολίσθημα: τον νόμο για την ισότητα των φύλων στον γάμο.
Ο νόμος τούτος εισάγει στον ιδεότυπο του οικογενειακού θεσμού καταχρηστικά μίαν απατηλή ισοδυναμία ως ισότητα επειδή η φιλομόφυλη επιλογή συνιστά αφ’ εαυτής παραίτηση από τη γονεϊκότητα. Αδιαφορεί για τις βιολογικές προϋποθέσεις της γονεϊκότητος και αρκείται στην απλή επιθυμητική συναίνεση των συντρόφων εν ονόματι κάποιας συμπεριληπτικής ουδετερότητος των φύλων. Η Νέα Δημοκρατία πλήρωσε στις ευρωεκλογές τον μεταμοντερνισμό της με απώλεια εκατοντάδων χιλιάδων ψήφων, αλλά θα το πληρώσει εξαιτίας της βαρύτερα η κοινωνία.
Ως ηθικός δεσμός του ανθρώπου με τον χρόνο, η οικογένεια είναι θεσμός με αξίες οι οποίες προκύπτουν από συστατικές ανάγκες της ανθρωπινότητος και όχι επιγενόμενες, όπως οι νομικές ρυθμίσεις. Γονείς και παιδιά αναλαμβάνουν από καταβολής την υποχρέωση να διαφυλάξουν την ενότητά της. Μέσω των απαγορεύσεων αναπροσανατολίζουν εκτός τα γενετήσια ένστικτα, ενώ με την αναπαραγωγή δημιουργούν χρόνο, στη σφαίρα του οποίου κοινωνικοποιείται η φυσική υπόσταση των μελών της. Ο σεβασμός της ανθρωπινότητος αποτελεί εδώ σκοπό της ζωής, η δε επιθυμία ένα από τα κατά περίστασιν μέσα του.
Το πράγμα διαφέρει όταν ο νόμος εισάγει στον οικογενειακό δεσμό τα χωρίς όρια δικαιώματα της συναινετικής επιθυμίας. Η χωρίς όρια ικανοποίηση της επιθυμίας ανάγεται σε σκοπό της ζωής, ενώ ο ρόλος της οικογένειας είναι να μεταλλάξει κοινωνικά τα βιολογικά της θεμέλια. Τα όρια στη λειτουργία της οικογένειας συνιστούν ανθρωποπλαστική δύναμη· η επιθυμία αναγνωρίζει προβάδισμα στην τυφλή παρόρμηση. Αυτό το αξιακό πλαίσιο αναπαράγουν μέσα τους τα παιδιά μεγαλώνοντας.
Μ’ άλλα λόγια η Μεταπολίτευση κατενόησε συγκεχυμένα τον νέο προσανατολισμό. Αντί να συνθέτει στρατηγικά την ιθαγένεια και την ευρωπαϊκή προοπτική με στήριγμα την αυτογνωσία, προτίμησε να κάνει παραχωρήσεις σε παλιές κακές συνήθειες και ταυτοχρόνως να υποσκάπτει θεμέλια, με επακόλουθο συμπεριφορές οι οποίες ανασκευάζουν η μία την άλλη. Χαρακτηριστικά η συντηρητική παράταξη εννοεί (κομπλεξικά;) να διαστέλλει το προοδευτικό από το συντηρητικό και συγχρόνως να αυτοπροσδιορίζεται «κεντροδεξιά». Πρόκειται όμως και για ταυτοτική επιλογή που πλήττει τον ανθρώπινο παράγοντα, κατ’ εξοχήν εθνικό μας κεφάλαιο. Εγκλωβίζει την εικόνα εαυτού στην προσωρινότητα και καθιστά τα υποκείμενά της ευάλωτα στις περιστάσεις.
Αλλο μια δημοκρατία που ελευθερώνει κοινωνικές δυνάμεις και ατομικές δυνατότητες αναλαμβάνοντας ποιητικά το βάρος των ταυτοτικών συναισθημάτων και άλλο ο σουρεαλισμός μιας μετανεωτερικής Κεντροδεξιάς που σχετικοποιεί τα πάντα για να τα διατηρήσει σαν σκιές του εαυτού τους. Μια πολιτική η οποία εξαγγέλλει μόνο βήματα «εμπρός» απλώς τρέχει στον γκρεμό. Η αδιαφορία για τη συνέχεια πλάθει ρηχές συνειδήσεις με σπασμωδικότητα ή αοριστία στόχων. Το «μπροστά» χωρίς πριν και μετά διασκορπίζει την αυτοπεποίθηση. Σκοπός είναι ο χρόνος να κυλά μέσα μας σαν ζωτική διάρκεια, οπότε οι ψυχές αποδεσμεύονται από το στιγμιαίο «τώρα» και το παρόν τρέπεται σε πεδίο δημιουργικών επιλογών. Λογότυπος της αυθεντικής δημοκρατίας είναι η σύνθεση των διαφορετικών σε ανώτερο επίπεδο.
Στις δοκιμασίες και στις ανατροπές δεν επιβιώνει ο ιστορικός κόσμος αλλά ο άνθρωπος και η φύση του. Αυτή η φύση μετά κάθε συμφορά ξαναρχίζει το έργο της αναγεννήσεως, επάνω της υψώνεται εκ νέου ο πολιτισμός. Η δημοκρατία ως χάος επιθυμητικών βουλήσεων δεν ενδιαφέρει· ενδιαφέρει εφόσον υπηρετεί σκοπούς ζωής οι οποίοι ευγενίζουν την ανθρωπινότητα. Εκεί βρίσκει τη θέση και τη σημασία της μια ύπαρξη με αίσθηση του ορίου και του αληθινού. Το όριο δεν συνιστά καταπιεστικό μηχανισμό. Αποτελεί προϋπόθεση αδιάκοπης εγρηγόρσεως, πραγματικής εμπειρίας του εαυτού – εδραίο πνευματικό θεμέλιο του έναντι πάντων υπευθύνου ανθρώπου.
Ο κ. Στέλιος Ράμφος είναι συγγραφέας.