ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Μαρία Δαμανάκη: Η φωνή που δεν κλείστηκε σε «παρτιτούρες»

Για κάποιους είναι η κομμουνίστρια που προσχώρησε στους απίστους. Καταχώνιασε το σφυροδρέπανο στην αποθήκη δίπλα στη σκονισμένη μαγνητοταινία με τη φωνή του Πολυτεχνείου και διπλοκλείδωσε την πόρτα

Kathimerini.gr

Παύλος Παπαδόπουλος

Για κάποιους είναι η κομμουνίστρια που προσχώρησε στους απίστους. Καταχώνιασε το σφυροδρέπανο στην αποθήκη δίπλα στη σκονισμένη μαγνητοταινία με τη φωνή του Πολυτεχνείου και διπλοκλείδωσε την πόρτα. «Είμαι μια φωνή που προσπαθεί να υπάρξει ως άνθρωπος», είπε κάποτε με έναν ανεπαίσθητο αυτοσαρκασμό σε έναν αδιάκριτο δημοσιογράφο που της τηλεφωνούσε σε κάθε επέτειο της εξέγερσης για να ακούσει τη φωνή της.

Κάποιοι παλιοί σύντροφοι θα ήθελαν ιδανικά η φωνή του Πολυτεχνείου να πολεμάει μέχρι σήμερα την Ευρώπη και την Αμερική. Αντί γι’ αυτό πήγε στις Βρυξέλλες, όπου υπερασπίστηκε τη βιώσιμη αλιεία και τη γαλάζια ανάπτυξη (2010-2015), και στη συνέχεια έφτασε έως τη Νέα Υόρκη, όπου ανέπτυξε παγκόσμια δράση για την προστασία των ωκεανών.

Θα μπορούσε να ζήσει μια ολόκληρη ζωή ως «Βέμπο του Πολυτεχνείου». Θα είχε γίνει γραφική, αλλά τα φουσάτα της εθνικής υποκρισίας θα την είχαν αναγάγει σε εθνικό σύμβολο. Σήμερα θα ήταν η «Παναγία της Μεταπολίτευσης», που όλοι οι επίσημοι θα έραιναν με ροδοπέταλα. Δεν της πήγαινε, όμως, αυτός ο ρόλος.

Στην Ε.Ε. από σπόντα

Λέει στους φίλους της ότι ήθελε πάντα να αλλάζει. Κατά βάθος μάλλον ήθελε πάντα να φεύγει. Ανήκει σε αυτούς που κάθε τόσο θέλουν να «αποδράσουν» από τον χθεσινό εαυτό τους. Οι ομοιοπαθείς οσμίζονται αμέσως αυτή την παραξενιά της. Είναι αυτό που την παιδεύει, είναι το σαράκι που την τρώει, είναι αυτό που τη ζωντανεύει. Και είναι αυτό που την κάνει μια τόσο γοητευτική γυναίκα. Τρεις γάμοι, τρία παιδιά, τρία διαζύγια. Και ουκ ολίγοι καταγοητευμένοι άντρες.

Οι φθονεροί τής καταλογίζουν ότι είναι ευεπίφορη στην εξουσία, αλλά αν δεις το βιογραφικό της μάλλον υπήρξε ολιγαρκής. Εγινε επίτροπος χάρη σε ένα ξεγυρισμένο «όχι» σε μια υπουργική θέση. Τον Οκτώβριο του 2009, ο νεοεκλεγείς πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου ήθελε να τοποθετήσει έναν πολιτικό με αριστερά γαλόνια ως αναπληρωτή υπουργό Προστασίας του Πολίτη, δίπλα στον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, και σκέφτηκε τη Μαρία. Ισως υπολόγισε ότι η καταστολή των αναμενόμενων διαδηλώσεων με την εντολή της φωνής του Πολυτεχνείου θα έμοιαζε περισσότερο λιγότερο «καθεστωτική». Η Μαρία αρνήθηκε θυσιάζοντας, όπως πίστευε, την καλή σχέση της με τον Παπανδρέου. «Δεν πρόκειται να μου προτείνει ξανά τίποτα», εκμυστηρεύτηκε σε έναν συνομιλητή της. Σε λίγους μήνες την όρισε επίτροπο Αλιείας και Θαλάσσιων Υποθέσεων. «Χρωστάω στον Γιώργο. Η Κομισιόν μού άνοιξε τα μάτια».

Μύθοι συνοδεύουν την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Αντιστέκεται στις ερωτήσεις. Ξυπνάει η Κρητικιά μέσα της και σου κόβει τον αέρα. «Δεν θα σου πω τίποτα για τις ημέρες της κατάληψης. Θα είναι σαν να προδίδω τους άλλους». Η σιωπή είναι μια διφορούμενη απάντηση. Αλλοι λένε ότι αυτός που απαντάει με τη σιωπή του σε μια ερώτηση δεν γνωρίζει την απάντηση και άλλοι ότι η απάντηση στην ερώτηση είναι η σιωπή. Προφανώς ισχύει το δεύτερο. Ισως ο σεβασμός για το Πολυτεχνείο να είναι η σιωπή.

Φοράει μοβ μεταξωτό πουκάμισο. Είναι το χρώμα του τσάκρα της ψυχής και της ενσυναίσθησης, του ανώτατου από τα επτά τσάκρα, που βρίσκεται λίγο πάνω από το κεφάλι σαν αόρατο στέμμα. «Αλήθεια; Δεν γνωρίζω τίποτα για τα τσάκρα». Η απάντηση αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό. Μια γυναίκα που έχει τόσες φιλίες με Ελληνες καλλιτέχνες δεν μπορεί να μην έχει ακούσει τίποτα για τα κέντρα ενέργειας του σώματος που σχετίζονται με αρχαίες τεχνικές διαλογισμού. «Εχω ακούσει για τα τσάκρα, αλλά δεν ήξερα για τα χρώματα».

Κάθεται στο μικρό τραπεζάκι μιας ήσυχης καφετέριας. Μάλλον δεν την ενθουσιάζει που δέχεται απροσδόκητες ερωτήσεις, αλλά χαμογελάει σαν να λέει: «Ολα τα καταλαβαίνω». Η συζήτηση φτάνει στη Μεταπολίτευση. Η Μεταπολίτευση κλείνει τα πενήντα σε τρεις ημέρες και ακόμη δεν ξέρουμε τι να της ευχηθούμε. Να ζήσει σαν τα ψηλά βουνά ή να ξεκουμπιστεί μια ώρα αρχύτερα;

Από το μπακάλικο στο Πολυτεχνείο

Η Μαρία γεννήθηκε στον Αγιο Νικόλαο Λασιθίου Κρήτης. Ο πατέρας της ήταν αξιωματικός της χωροφυλακής. Μεγάλωσε περιτριγυρισμένη από κορνίζες με φωτογραφίες του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ο Βενιζέλος βάφτισε τη μητέρα της, Ελευθερία. Από μικρή ήταν σαΐνι στην αριθμητική και αργότερα στα μαθηματικά. «Ο κόσμος των μαθηματικών με γοήτευε γιατί διαθέτει αρμονία και καθησυχαστική απουσία λαθών. Από μικρό παιδί, πριν από το σχολείο, τα πήγαινα καλά με τους αριθμούς. Η μητέρα μου χρησιμοποιούσε πολλές φορές το μυαλό μου στις επισκέψεις στο μπακάλικο». Τη δεκαετία του ’60, ο πατέρας της πήρε μετάθεση στην Κηφισιά, όπου έζησε μερικά από τα εφηβικά της χρόνια.

Το 1970 πέρασε στο Τμήμα Χημικών Μηχανικών στο ΕΜΠ. Εκανε παρέα με την Ιωάννα Καρυστιάνη, που γνώρισε στον σύλλογο Κρητών φοιτητών. Μετά το Πολυτεχνείο κρυβόταν σε διαφορετικό σπίτι κάθε βράδυ. Στο τέλος του χειμώνα πήγε στο Πολυτεχνείο ξανά, για να μη χάσει τη χρονιά. Νόμιζε ότι η παρακολούθηση είχε σταματήσει. «Μαρία, φύγε, θα έρθουν», της είπε ένα παιδί. Την επόμενη μέρα ξαναπήγε και συνελήφθη. Φυλακίστηκε για δύο μήνες στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Τον Μάιο του 1974 αποφυλακίστηκε. Εξω από το κρατητήριο την περίμενε ο φίλος της, ένας φοιτητής από τον «Ρήγα». «Θέλω να πάμε κάπου που να έχει φως». Πήγαν στη Σαντορίνη. «Γυρίσαμε όλο το νησί με ένα σακίδιο στην πλάτη».

Η 24η Ιουλίου 1974 τη βρήκε στο Ηράκλειο, στην πλατεία του Αγίου Μηνά, ανάμεσα στους ευκάλυπτους. «Εκεί είδαμε την επιστροφή του Καραμανλή». Τριάμισι χρόνια μετά, γνωρίζει τον Καραμανλή στη Βουλή. «Μου είπε καλά λόγια για σένα ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος». «Τι σας είπε, κύριε πρόεδρε;». «Μου είπε: “Αυτό το κορίτσι να το προσέχουμε, γιατί λέει πολύ σκληρά πράγματα με τον πιο ήπιο τρόπο”». Ο Καραμανλής της είχε αδυναμία. Συχνά την καλούσε στο Προεδρικό Μέγαρο για να της δώσει συμβουλές. «Μαρία, δεν είναι ότι δεν βλέπω τον αγώνα που κάνεις, αλλά αν δεν τους πιάσεις από τον σβέρκο, χάθηκες», της είπε όταν αντιμετώπιζε εσωκομματικές επιθέσεις ως αρχηγός του Συνασπισμού.

Ολοι οι δημογέροντες ήθελαν να την υιοθετήσουν. Την αγαπούσαν πολύ ο Ηλίας Ηλιού, ο Χαρίλαος Φλωράκης, ο Λεωνίδας Κύρκος. Δεν έμεινε ήσυχη για πολύ στο ΚΚΕ. Τη δεκαετία του ’80 άρχισε να κλωτσάει. «Ο ταξικός διαχωρισμός δεν εξηγεί τα πάντα». Εβαλε πάνω στο τραπέζι τα ταυτοτικά ζητήματα, τον φεμινισμό και τα όρια της ελευθερίας της έκφρασης. Το 1990, έπειτα από πρόταση του Φλωράκη έγινε η πρώτη γυναίκα πρόεδρος κόμματος, του ενιαίου Συνασπισμού (ΚΚΕ και ΚΚΕ εσωτερικού). Το 1991 το ΚΚΕ αποχώρησε από το ενιαίο σχήμα, αλλά η ίδια δεν επέστρεψε στο «μαντρί». Παρέμεινε πρόεδρος του Συνασπισμού έως το 1993, όταν τη διαδέχτηκε ο Νίκος Κωνσταντόπουλος.

Το Μάαστριχτ και η έξοδος

Είχε ήδη υποπέσει σε πολλές «αμαρτίες». Η κυριότερη δεν ήταν ο έρωτας και ο γάμος της με τον Γιώργο Κιμούλη, καρπός του οποίου είναι η ηθοποιός Μαριάννα Κιμούλη. Η πιο βαριά «αμαρτία» της Μαρίας ήταν ότι ο Συνασπισμός ψήφισε τη συνθήκη του Μάαστριχτ, που έθεσε τα θεμέλια της Ευρωζώνης. Πήγε να στρέψει τον Συνασπισμό στη σοσιαλδημοκρατία μαζί με τον Γρηγόρη Γιάνναρο και τον Μιχάλη Παπαγιαννάκη. Η στροφή έμεινε στη μέση. «Χάσαμε και αποδοκιμαστήκαμε». Αποσύρθηκε για λίγο.

Οταν αποσύρεται, γράφει. Εγραψε το «Θηλυκό πρόσωπο της εξουσίας» (Καστανιώτης, 1995). «Η εξουσία είναι κάτι πολύ ωραίο, σημαντικό και εξαιρετικά χρήσιμο αν θέλουμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Μόνο που είναι ανάγκη, συμμετέχοντας, να αλλάξουμε πρώτα την ίδια την εξουσία» (σελ. 83-84). Ποτέ δεν έφυγε από την πολιτική, αλλά ποτέ δεν έβλεπε την πολιτική ως το μοναδικό μέσο για την αυτοπραγμάτωση. «Οι σχέσεις με τα κοντινά μου πρόσωπα ήταν πάντα σημαντικές». Παρέμεινε βουλευτής του Συνασπισμού –με πολλές αναταράξεις– έως το 2003. Το 2004 προσχώρησε στο ΠΑΣΟΚ.

Είναι από τους μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού πολιτικούς που ανάπτυξαν πραγματικές φιλίες με καλλιτέχνες. Η Τζένη Καρέζη ήταν η καλύτερη φίλη της για πολλά χρόνια. «Την ευγνωμονώ γιατί με στήριξε όταν αποφάσισα να κάνω παιδιά σε μια εποχή μεγάλων πολιτικών απαιτήσεων». Μια βραδιά στο Ηρώδειο πήγε να συγχαρεί τον Μάνο Χατζιδάκι και δεν πίστευε στα αυτιά της όταν ο συνθέτης την κάλεσε να ξαναβρεθούν. «Πάντα με εντυπωσίαζε η καινοτομία της ανορθόδοξης σκέψης του, που δεν ακολουθούσε τους διαχωρισμούς και τις ταμπέλες της εποχής και ακουμπούσε σε πυρηνικές αξίες που με άγγιζαν βαθιά. Σε μια δύσκολη προσωπική μου περίοδο, με αρνητική δημοσιότητα παντού, πήρα ένα γράμμα του, που δεν θα ξεχάσω ποτέ».

Ο Μανόλης και η Λούλα Αναγνωστάκη ήταν φίλοι και σύντροφοι τα χρόνια του Συνασπισμού. «Στα ποιήματα του Μανόλη ξαναγυρνάω συχνά, όταν θέλω να συμφιλιωθώ με τις ήττες μου, ακόμη κι αν δεν τις παραδέχομαι, όπως έγραψε εκείνος άλλωστε». Και φυσικά υπάρχουν πάντα η Ασπα και ο Διονύσης Σαββόπουλος. «Τους χρωστάω νύχτες όπου κρατούσαν οι χοροί, βραδιές κάτω από τα δέντρα στο Μούρεσι, μεσημέρια με τραπεζάκια έξω, συζητήσεις για τον Εμφύλιο, τη δικτατορία και την ταράτσα, τη συγκέντρωση της ΕΦΕΕ, το κόμμα που μας τραβάει από το μανίκι, την ανάγκη να μην πετάξουμε τίποτα, τα παιδάκια στο Λαύριο και τα παιδάκια που κρατάμε μέσα μας, διότι όπως λέει ο Διονύσης: «Κορόιδα είμαστε να τα διώξουμε;».

Σπάνια μιλάει για «το κορίτσι που κρατάει μέσα της». Κυρίως δεν μιλάει για τη φωνή της. Γι’ αυτό το: «Ελληνικέ Λαέ». Χούντα, αστυνομία παντού και μέσα στο περικυκλωμένο Πολυτεχνείο μια άγνωστη γυναικεία φωνή: «Ελληνικέ Λαέ». Αδιανόητο για το καθεστώς. Αδιανόητο για κάθε εξουσία να υψώνεται από το πουθενά μια ασυμβίβαστη φωνή. Στη Μεταπολίτευση, όλοι ήθελαν να προστατεύσουν ή να καθοδηγήσουν ή να αντιγράψουν ή να αποθεώσουν ή να φιμώσουν αυτή τη φωνή – να την αναγκάσουν να υπηρετήσει τη δική τους «ορθοδοξία». Φεύγοντας από όλους, δεν συμβιβάστηκε με κανέναν. Οπως στην αρχή, όταν έφυγε απ’ όλους και μπήκε μέσα στο Πολυτεχνείο: «Ελληνικέ Λαέ».

Ο δικός της απολογισμός

Τα χρόνια περνούν γρήγορα. Διαφωνεί. «Τα χρόνια περνούν γρήγορα όταν αισθάνεσαι ότι δεν κάνεις τίποτα». Τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα για να λύσει τα προβλήματά της; «Πρέπει να κοιτάξει προς τα έξω. Στην Κρήτη λέμε: “Δεν μπορείς να φτιάξεις καινούργιο σπίτι με τις πέτρες από την παλιά καλύβα”». Η Μεταπολίτευση απέτυχε. Πάλι διαφωνεί. «Το 1974 η μισή Ελλάδα ήταν αναλφάβητη. Δεν είναι πια. Επήλθε κοινωνική κινητικότητα και αλλαγές που έδωσαν στη γυναίκα υπόσταση. Και πολλά άλλα».

Μήπως είμαστε απαράδεκτα ολιγαρκείς; Μήπως πανηγυρίζουμε επειδή απλώς δεν καταστραφήκαμε εντελώς; Χαμογελάει. «Ακουσε, η Δημοκρατία δεν είναι ένα τοτέμ. Είναι ένα πλαίσιο που επιτρέπει να εκδηλώνονται διαρκώς αλλαγές. Είναι μια ομπρέλα κάτω από την οποία ανθίζουν λουλούδια. Είναι στο χέρι μας να ανθίσουν περισσότερα». Ισως αυτή να είναι η καλύτερη ευχή για τα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Ελλάδα: Τελευταία Ενημέρωση