Του Βασίλη Νέδου
Λάθη, παραλείψεις και αποφάσεις που βασίστηκαν περισσότερο στη συγκυρία και λιγότερο στην ανάγκη εξαντλητικής σχεδίασης και εκτέλεσης μιας επιχείρησης που παρουσιάστηκε ως ανθρωπιστική, αλλά είχε εκ των πραγμάτων και στρατιωτικά χαρακτηριστικά, συνέτειναν στο δυστύχημα της περασμένης Κυριακής που είχε ως αποτέλεσμα τον τραγικό θάνατο πέντε ανθρώπων. Η απώλεια της αντιπλοιάρχου Γλυκερίας Μεμεκίδου και της επισμηναγού Ευαγγελίας Ανδρεαδάκη του Υγειονομικού και του αρχιλοχία της Διοίκησης Ειδικού Πολέμου (ΔΕΠ) του ΓΕΕΘΑ Γιώργου Βούλγαρη, είναι η πρώτη έπειτα από τριάντα χρόνια για στρατιωτικούς σε αποστολή εκτός Ελλάδος, μετά εκείνη του λοχία Μιχάλη Σούμπουρου, ο οποίος στις 14 Οκτωβρίου 1993 σκοτώθηκε σε ενέδρα ανταρτών του στρατηγού Μοχάμεντ Αϊντίντ στη Σομαλία.
Αν και από την αρχή η αποστολή των στρατιωτικών στη Λιβύη έχει περιγραφεί από τους αρμοδίους ως ανθρωπιστική, πηγές με γνώση τόσο του νομικού όσο και του επιχειρησιακού πλαισίου σημειώνουν ότι η ανάπτυξη στρατιωτικού προσωπικού σε χώρα όπου διεξάγεται εμφύλιος πόλεμος ενεργοποιεί άμεσα υφιστάμενες διατάξεις που περιγράφονται τόσο από τον νόμο για το Επιτελικό Κράτος (4622/2019) όσο και παλαιοτέρων οι οποίοι διέπουν το καθεστώς για τις αποστολές στο εξωτερικό (2292/1995 και τροποποιήσεις του 3383/2010). Κατ’ αρχάς θα έπρεπε να υπάρχει απόφαση –έστω τυπική διά περιφοράς της τυπικής γνωμοδότησης– του ΚΥΣΕΑ, καθώς υπήρξε ανάπτυξη στρατιωτικού προσωπικού, στελεχών του Υγειονομικού των Ενόπλων Δυνάμεων (Ε.Δ.) αλλά και της ΔΕΠ. Με βάση τους συγκεκριμένους νόμους είναι, επίσης, σαφές ότι τη διάθεση, τον έλεγχο, την οργάνωση και κάθε πτυχή της αποστολής των Ε.Δ. στο εξωτερικό έχει ο εκάστοτε Αρχηγός ΓΕΕΘΑ.
Ανεπαρκή μέτρα ασφαλείας
Σε επιχειρησιακό επίπεδο από τη στιγμή που έγινε η επιλογή τα στελέχη της ΔΕΠ (δηλαδή ετοιμοπόλεμοι άνδρες των Ειδικών Δυνάμεων) να μη φέρουν οπλισμό, εκ των πραγμάτων έπρεπε να υπάρξει συμφωνία με τις τοπικές λιβυκές δυνάμεις, εν προκειμένω με τον Λιβυκό Εθνικό Στρατό του στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ για την παροχή ασφαλείας. Η ασφάλεια που παρείχαν οι Λίβυοι αποδείχθηκε εκ του αποτελέσματος ανεπαρκής, καθώς, με βάση τα υφιστάμενα στοιχεία (δημοσιεύθηκαν ήδη από την «Κ» την Τρίτη) τα δύο λιβυκά τζιπ και κυρίως το προπορευόμενο ήταν μακριά από το λεωφορείο που μετέφερε την ελληνική αποστολή.
Αποτελεί, εν προκειμένω, ερώτημα για ποιο λόγο η αποστολή δεν σχεδιάστηκε ούτως ώστε είτε να μεταφερθούν οχήματα που θα εκτελούσαν το έργο της προστασίας της αποστολής είτε να ενοικιαστούν στη Λιβύη, κατάλληλα για τον σκοπό αυτό, με Ελληνες στρατιωτικούς ως οδηγούς. Στο παρελθόν έχουν χρησιμοποιηθεί για τέτοιες αποστολές ελαφρά τεθωρακισμένα οχήματα αναγνωρίσεως VBL του Στρατού Ξηράς τα οποία μπορεί να μεταφερθούν και μέσω C-130. Σε αυτό το σημείο, βεβαίως, υπεισέρχεται και ο παράγοντας της πολύ περιορισμένης διαθεσιμότητας των μεταφορικών αεροσκαφών των Ε.Δ., που εξ ορισμού υπονομεύει ένα τέτοιο σχεδιασμό και αναδεικνύεται για ποιο λόγο η επίλυση αυτού του προβλήματος πρέπει να βρίσκεται στην κορυφή των προτεραιοτήτων της ηγεσίας του υπουργείου Εθνικής Αμυνας.
Κατά τους έμπειρους συνομιλητές της «Κ», η ενεργή ασφάλεια της φάλαγγας, όπως θα έπρεπε να είναι, θα ελαχιστοποιούσε σημαντικά το ενδεχόμενο ενός δυστυχήματος. Η ασφάλεια μιας φάλαγγας είναι δυναμική και το προπορευόμενο όχημα κινείται με τρόπο που εμποδίζει πιθανές απειλές να χτυπήσουν το κυρίως μέρος της. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις έχουν εμπειρία τέτοιων αποστολών σε εμπόλεμες ζώνες, όπως στο Κόσοβο, στο Αφγανιστάν και στη Σομαλία.
Η διαδρομή
Ενα τελευταίο στοιχείο που προστίθεται στα κενά σχεδίασης και εκτέλεσης της επιχείρησης είναι η απόφαση να μετακινηθούν για σχεδόν 600 χιλιόμετρα από τη Βεγγάζη μέχρι την Ντέρνα οδικώς τα μέλη της ελληνικής αποστολής. Η απόφαση αυτή ελήφθη όταν το αεροδρόμιο της πόλης Μπάιντα (στο μέσον της απόστασης Βεγγάζης – Ντέρνα) κρίθηκε ακατάλληλο για την προσέγγιση C-130. Το ερώτημα είναι για ποιο λόγο ελήφθη η απόφαση για μετακίνηση οδικώς και όχι προσέγγιση της Ντέρνα από τα ανατολικά, ενδεχομένως και μέσω της φιλικής Αιγύπτου. Σημειώνεται ότι η Ντέρνα είναι πιο κοντά στην Αίγυπτο απ’ ό,τι στη Βεγγάζη. Δεδομένου ότι πραγματικά στοιχεία για το ίδιο το δυστύχημα στο έδαφος της Λιβύης είναι σχεδόν αδύνατον να προκύψουν λόγω του χάους που επικρατεί στη χώρα, κρίσιμης σημασίας θα είναι να ελεγχθεί για ποιο λόγο μια στρατιωτική επιχείρηση άλλαξε χαρακτήρα και μετατράπηκε σε πολιτική.