Kathimerini.gr
Προβληματισμό έχουν προκαλέσει, ειδικά, σε ανώτατο επίπεδο στη Δικαιοσύνη, τα συνεχή κρούσματα δικαστικών αποφάσεων που βασίζονται σε τεχνοκρατική αντίληψη της εφαρμογής του νόμου, προκαλώντας επί της ουσίας άδικες και προκλητικές δικαστικές κρίσεις. Η άμεση παρέμβαση της ηγεσίας της Δικαιοσύνης για την απόφαση να αφεθεί ελεύθερος ο δολοφόνος της 11χρονης, αν και είχε καταδίκη σε εννέα χρόνια κάθειρξη για σεξουαλική κακοποίηση ανήλικης, σηματοδοτεί το βαρύ κλίμα που επικρατεί στον Αρειο Πάγο. Τόσο η πρόεδρος του ανωτάτου δικαστηρίου Ιωάννα Κλάπα όσο και η εισαγγελέας Γεωργία Αδειλίνη παρενέβησαν διατάσσοντας πειθαρχικό έλεγχο για τις τρεις γυναίκες δικαστικούς και την εισαγγελέα που μετείχαν στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Ζακύνθου, το οποίο το 2020 δίκασε και καταδίκασε τον τότε 33χρονο Ρομά για σεξουαλική κακοποίηση ανήλικης την οποία είχε διαπράξει τρία χρόνια πριν. Η δικαστική απόφαση με την οποία αφέθηκε ελεύθερος ο δράστης δεν περιλαμβάνει κάποιο ιδιαίτερα θεμελιωμένο σκεπτικό. Το γεγονός ότι ο ίδιος επικαλέστηκε ότι έχει τέσσερα μικρά παιδιά δεν μπορεί να κριθεί λόγος ικανός, που να δικαιολογεί τον μη εγκλεισμό του στις φυλακές.
Τυπική εφαρμογή
Η ύπαρξη τότε νόμου που επέτρεπε να δοθεί αναστολή στην έκτιση της ποινής ενός καταδικασμένου ακόμη κι αν αυτή ήταν κάθειρξη εννέα χρόνων μπορεί τυπικά να καλύπτει τους δικαστές, αλλά επί της ουσίας τους αφήνει, όπως τόνιζαν δικαστικές πηγές, έκθετους, καθώς εμφανώς από την απόφασή τους προκύπτει ότι κινήθηκαν σε τυπική εφαρμογή του νόμου και όχι σε ουσιαστική αξιολόγηση της επικινδυνότητας του δράστη. «Για τη δικαστική απόφαση απαιτείται δικανική κρίση, αλλιώς τον νόμο θα μπορούσε τυπικά να τον εφαρμόζει και ένας απλός υπάλληλος», σχολίαζαν στην «Κ» ανώτατοι δικαστικοί, ενώ άλλος επίτιμος ανώτατος δικαστικός παράγοντας τόνιζε ότι «τον χειρότερο νόμο μπορεί να τον εφαρμόσει σωστά ο καλός δικαστής και τον καλύτερο νόμο μπορεί να τον καταστρέψει».
Ο νόμος για τις αναστολές που το 2020 ήταν ευνοϊκός και εφαρμόστηκε στην περίπτωση του δολοφόνου της 11χρονης, πλέον έχει αλλάξει επί το αυστηρότερον, αποκλείοντας εκδοχές αναστολών σε τόσο βαριά ποινικά αδικήματα και σε τόσο μεγάλες ποινές. Ωστόσο, η προσωπική εκτίμηση των δικαστών για κάθε υπόθεση, ανεξάρτητα από την επιείκεια του νόμου, είναι εκείνο που ελέγχεται στη συγκεκριμένη υπόθεση, καθώς ο δράστης ανήκε σε κοινότητα Ρομά, είχε διαπράξει σεξουαλικό έγκλημα κατά ανήλικης και δεν ελήφθη υπόψη ότι αφέθηκε ελεύθερος να γυρίσει στο σπίτι του και να ζήσει μέσα σε μια κοινότητα με συνωστισμό και πάρα πολλά ανήλικα.
Πάντως, ο πειθαρχικός έλεγχος που διετάχθη από τον Αρειο Πάγο δεν αναιρεί, όπως τόνιζαν δικαστικές πηγές, το γεγονός ότι η αξιολόγηση και ο έλεγχος των δικαστών δεν «δουλεύουν», καθώς κανένας από τους δικαστές που άφησαν το 2020 τον δράστη της σεξουαλικής κακοποίησης ελεύθερο δεν κρίθηκε μέσα στα τέσσερα χρόνια γι’ αυτήν του την απόφαση. «Αυτό», υπογράμμιζε ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός, «σηματοδοτεί δύο πράγματα. Πρώτον, ότι ο όποιος επιθεωρητής των δικαστικών δεν έκανε καλά τη δουλειά του και δεύτερον, αν κρίθηκαν για προαγωγή, γεγονός που δεν αποκλείεται, ούτε το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του Αρείου Πάγου είχε ανάλογη γνώση». Τα περιστατικά δικαστικών αποφάσεων που περιορίζονται σε τυπική και εξ αυτού άδικη εφαρμογή του νόμου πληθαίνουν. Πρόσφατο παράδειγμα εκείνο της απόλυσης από τις φυλακές του Νίκου Μιχαλολιάκου, καθώς το δικαστικό συμβούλιο της Λαμίας, παρά την αντίθετη εισαγγελική πρόταση, έκρινε ότι ο άλλοτε πανίσχυρος αρχηγός της Χρυσής Αυγής, πληρούσε τις τυπικές προϋποθέσεις για να βγει από τη φυλακή. Χρειάστηκε να ασκηθεί έφεση και να επανεξεταστεί η υπόθεση για να ανατραπεί η εν λόγω απόφαση.
Ενόψει των αλλαγών που έχει στα σκαριά το υπουργείο Δικαιοσύνης για αλλαγές στον Οργανισμό Δικαστηρίων, πολλοί δικαστικοί παράγοντες υποστηρίζουν ότι είναι απαραίτητο να γίνουν σημαντικές μεταβολές στην αξιολόγηση των δικαστών και στο σύστημα του πειθαρχικού τους ελέγχου.