Kathimerini.com.cy
Η Ευρωζώνη «ετοιμάζεται» για οικονομική στασιμότητα τα επόμενα τρίμηνα, η οποία μπορεί να εκδηλωθεί ακόμα και υπό την μορφή ήπιας ύφεσης. Η άνοδος των επιτοκίων δεν επιτρέπει εύκολη πρόσβαση στον δανεισμό και η Ευρωζώνη ως μια οικονομική ένωση χωρίς αναπτυγμένες κεφαλαιαγορές θα αντιμετωπίσει δυσκολίες στην άντληση κεφαλαίων για επενδύσεις. Ο πληθωρισμός, αν και σε πτωτική πορεία, αναμένεται πως θα αυξηθεί ξανά λόγω ενεργειακών ανατιμήσεων την περίοδο του χειμώνα. Επίσης, η κατανάλωση θα επηρεαστεί κυρίως για όσα νοικοκυριά δεν έχουν αποταμιεύσεις. Οι τράπεζες αν και θωρακισμένες καραδοκεί πάντα ο κίνδυνος μια μικρή και περιφερειακή τράπεζα να αποσταθεροποιήσει το σύστημα, όπως είδαμε να συμβαίνει την προηγούμενη άνοιξη. Τέλος, οι κυβερνήσεις όντας χωρίς δημοσιονομικά «μαξιλάρια» και έχοντας μεγάλα συσσωρευμένα χρέη είναι ουσιαστικά «ανήμπορες» για ουσιαστική συνεισφορά στην αντιμετώπιση της δύσκολης κατάστασης.
Εστία προβληματισμού τα ακίνητα
Η κρίση του 2008 καταγράφεται ως η τελευταία μεγάλη κρίση των ακινήτων που προκάλεσε χρηματοοικονομική αποσταθεροποίηση. Η σημασία της αγοράς ακινήτων έχει να κάνει με τους παραδοσιακά στενούς δεσμούς της με τις τράπεζες. Η περίπτωση της Ευρώπης είναι ιδιαίτερη καθώς η αύξηση των τιμών σε οικιστικά και εμπορικά ακίνητα υπήρξε το προηγούμενο διάστημα άνευ προηγουμένου. Οι δύο αγορές, μετά από σχεδόν μια δεκαετία ανόδου, άρχισαν να παρουσιάζουν κάμψη από τα μέσα του 2022. Ένα χρόνο μετά δημιουργείται η ανάγκη αξιολόγησης της κατάστασης και εντοπισμού των κινδύνων που προκύπτουν για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα, σε περιβάλλον ιστορικά ψηλών επιτοκίων.
Ο πληθωρισμός έχει πολιτικές προεκτάσεις
Η σταθερότητα των τιμών υπήρξε πάντα η προϋπόθεση για κοινωνική και πολιτική ομαλότητα. Αυτό το ξέρει καλύτερα από κάθε άλλη χώρα η Γερμανία. Οι συνθήκες που επικράτησαν μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη σύναψη της συνθήκης των Βερσαλλιών είναι καλά γνωστές σε όλους. Αυτός ήταν και ο λόγος που για χρόνια η γερμανική οικονομική πολιτική είχε ως υπέρτατο στόχο τη σταθερότητα των τιμών, κάτι που σε μεγάλο βαθμό το πετύχαινε. Η κατάσταση όμως τώρα έχει αλλάξει, καθώς οι γεωπολιτικές και κλιματικές εξελίξεις θέτουν πολλές συνιστάμενες του πληθωρισμού εκτός του ελέγχου των νομισματικών αρχών. Η συγκεκριμένη διαπίστωση εξηγεί και γιατί τα νομισματικά μέτρα που λήφθηκαν ήταν ακραία αλλά ακόμη και έτσι θα χρειαστούν χρόνο για να αποδώσουν.
Κυβερνοασφάλεια η νέα τραπεζική απειλή
Σημαντική απειλή για τις τράπεζες και τη χρηματοοικονομική σταθερότητα αποτελεί η ψηφιακή ασφάλεια. Προς αυτή την κατεύθυνση η ΕΚΤ προετοιμάζει για τον Ιανουάριο ασκήσεις αντοχής σε σχέση με πιθανά σενάρια κυβερνοεπιθέσεων. Στόχος για κάθε τράπεζα που θα συμμετέχει στην άσκηση, ο εντοπισμός των σημείων που χρήζουν βελτίωσης. Από το σύνολο των 109 τραπεζών που εποπτεύει άμεσα η ΕΚΤ και θα λάβουν μέρος στην άσκηση, μόνο 28 τράπεζες έχουν επιλεγεί για να συμμετέχουν στο πιο απαιτητικό κομμάτι. Σε σχέση με τα κεφάλαια, η άσκηση μόνο έμμεσες επιπτώσεις θα έχει μέσω του πυλώνα 2 όπου ίσως ζητηθούν αυξημένα «μαξιλάρια» αν εντοπιστούν κενά στα συστήματα διαχείρισης κινδύνων και διακυβέρνησης.
Ποσοτική χαλάρωση vs ποσοτική σύσφιξη 1-0
Η περίοδος της ποσοτικής χαλάρωσης υπήρξε πρωτοφανής. Από το 2009 που ξεκίνησε, οι κεντρικές τράπεζες παγκοσμίως συσσώρευσαν ομόλογα ύψους 20 τρισ. δολάρια. Η αντίστροφη πολιτική (ποσοτική σύσφιξη) που ακολουθήθηκε από το 2022 και μετά, δεν πέτυχε μέχρι τώρα να ανατρέψει τα δεδομένα. Σαν αποτέλεσμα, η αμερικανική Fed κατέχει στον ισολογισμό της ομόλογα που αντιστοιχούν στο 33% του αμερικανικού ΑΕΠ, ενώ η ΕΚΤ προσεγγίζει το 50% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης. Μέχρι σήμερα οι κεντρικές τράπεζες –με εξαίρεση την Αγγλία– (προχώρησε σε πωλήσεις) αφήνουν να λήξουν οι τίτλοι που κατέχουν, χωρίς ανανέωση. Αυτή η διαδικασία όμως είναι αργή και στέλνει το μήνυμα ότι σε επόμενες συγκυρίες η συσσώρευση ομολόγων στους ισολογισμούς των κεντρικών τραπεζών πρέπει να είναι λελογισμένη.