Την εβδομάδα που μας πέρασε είχαμε κινητικότητα στο πολιτικό σκηνικό της χώρας μας. Από τη μια, η παρουσία –στο Κοινοβούλιο– του Βολτ μετά την προσχώρηση σε αυτό της βουλευτού Αλεξάνδρας Ατταλίδου και τη δημιουργία από την άλλη της κίνησης με το όνομα Αιχμή με τον ευρωβουλευτή Δημήτρη Παπαδάκη να ηγείται. Είναι αυτές οι κινήσεις αξιοσημείωτες; Προσωπικά πιστεύω πως ναι. Μπορούν, όμως, να καταγράψουν εκλογικά ποσοστά που να επιφέρουν αλλαγές στην πολιτική σκηνή της χώρας; Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει σήμερα. Η υποτίμηση, όμως, κυρίως από τα παραδοσιακά κόμματα, αυτής της κινητικότητας, μαζί με την άνοδο της Ακροδεξιάς μπορούν να καταστούν μοιραίες.
Από τον Φεβρουάριο άλλωστε, το σκηνικό άλλαξε δραστικά. Είναι η πρώτη φορά από το 1983, από τις πρώτες προεδρικές εκλογές δηλαδή μετά την είσοδο του Δημοκρατικού Συναγερμού στη Βουλή, που ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα της χώρας δεν συμμετέχει στην εκλογή του προέδρου της Δημοκρατίας και στη διακυβέρνηση της χώρας. Αυτό από μόνο του έχει διαταράξει τις ισορροπίες που ξέραμε και, όσο περνούν οι μήνες από τότε, εμπεδώνεται αυτή η σύγχυση στο πολιτικό προσωπικό και κατ’ επέκταση στους ψηφοφόρους και στους πολίτες.
Το αν υπάρχει ή αν δεν υπάρχει χώρος για τη δημιουργία ενός νέου κόμματος, κινήματος ή κίνησης –τα ονόματα αυτοπροσδιορισμού άλλωστε δεν έχουν και τη μεγαλύτερη σημασία– είτε στον χώρο της Κεντροδεξιάς είτε στον χώρο της Κεντροαριστεράς είτε και στους δύο αυτούς χώρους, εξαρτάται κυρίως από το αν αφήνουν αυτό τον χώρο τα παραδοσιακά κόμματα. Προφανώς οι κινήσεις γίνονται επειδή βλέπουν πεδίο. Και αν βάλουμε τις δύο νέες κινήσεις σε μια νοητή γραμμή θα συμφωνήσουμε πιστεύω πως το Βολτ απειλεί περισσότερο τον Δημοκρατικό Συναγερμό στο ακροατήριό του, που συγκαταλέγεται στους πιο φιλελεύθερους, και η Αιχμή απειλεί περισσότερο, πέραν της ΕΔΕΚ, το ΑΚΕΛ, στο ακροατήριο που θα ήθελε να δει το κόμμα της Αριστεράς να κινείται σε πλαίσια ενός εργατικού κόμματος.
Μπορούν τα παραδοσιακά κόμματα, ο ΔΗΣΥ και το ΑΚΕΛ κατά κύριο λόγο, να περιορίσουν ή ακόμη και να μηδενίσουν την επιρροή αυτών ή άλλων νέων κινήσεων; Προσωπικά πιστεύω πως ναι, μπορούν, φτάνει να κινηθούν, να κινηθούμε εκτός των παραδοσιακών τακτικών που ακολουθούμε τα τελευταία χρόνια ή και δεκαετίες. Αυτές οι μη παραδοσιακές προσεγγίσεις δεν έχουν να κάνουν τόσο με την επικοινωνία στην πολιτική αλλά με την ουσία. Πρώτα πρώτα χρειάζεται να πάμε να βρούμε τους πολίτες εκεί που είναι, εκεί που συχνάζουν. Μετά θα πρέπει να μιλήσουμε για τα θέματα που τους απασχολούν, που τους προβληματίζουν, που τους αγχώνουν, που τους ρίχνουν. Χρειάζεται να μιλήσουμε στη γλώσσα που καταλαβαίνουν, με λίγα λόγια, μετρημένα αλλά με ουσία. Και χωρίς να ξεκινάμε να μιλάμε λέγοντας πως αυτό δεν είναι δική μας αρμοδιότητα άρα δεν το συζητάμε. Αυτό μπορεί να ισχύει, το να μην είναι δική μας αρμοδιότητα, αλλά έχουμε ή πρέπει να βρούμε την πολιτική επιρροή ή τον τρόπο να ενεργοποιηθεί αυτός που έχει την αρμοδιότητα. Πρωτίστως, όμως, χρειάζεται να αντιληφθούμε πως υπάρχει ζήτημα, πως το ενδεχόμενο να έχουμε αλλαγή του πολιτικού σκηνικού δεν είναι απίθανο, και μετά να αποφασίσουμε ποιες θα είναι οι απαραίτητες δράσεις. Και σίγουρα χρειάζεται πάντοτε να σκεφτόμαστε πως το ποσοστό της ουσίας σε ό,τι κάνουμε θα πρέπει να υπερισχύει αυτού της εικόνας.
Οι εποχές που τα κομματικά τείχη ήταν υψωμένα μέχρι τον ουρανό έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Σήμερα είναι πολύ εύκολο για έναν πολίτη, παραδοσιακό ψηφοφόρο ενός κόμματος, να κάνει σκέψεις και να ψηφίσει στο τέλος κάτι άλλο από αυτό που συνήθως ψήφιζε. Πόσω μάλλον οι νέοι, που δεν νιώθουν έντονο δέσιμο με κάποιο χώρο. Σήμερα χρειάζεται να έχουμε συνεχώς τις κεραίες μας ανοικτές και διαρκώς να δοκιμάζουμε, να ψάχνουμε νέους τρόπους προσέγγισης. Με δεδομένο πως κινούμαστε πάντοτε σε ένα πλαίσιο όπου αυτά που αποτελούν δομικά στοιχεία στην παράταξή μας τα σεβόμαστε και τα αξιοποιούμε. Ο κίνδυνος όμως είναι ορατός. Δεν χρειάζεται να προσπαθήσουμε να αντιγράψουμε κανέναν. Δεν πρέπει. Συνήθως είναι άλλοι που προσπαθούν να μας αντιγράψουν. Δεν πρέπει όμως σίγουρα να μείνουμε με σταυρωμένα τα χέρια, να μείνουμε απαθείς, να κινηθούμε με αλαζονεία και υστεροβουλία και να υποτιμήσουμε τα σημερινά δεδομένα.
*Βουλευτής ΔΗΣΥ Λευκωσίας | Πρόεδρος Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Θεσμών | @dmdemetriou