Kathimerini.gr
Καθοριστικό για την περαιτέρω πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων κρίνεται το προσεχές δεκαπενθήμερο, καθώς θα κριθεί εάν η νέα κυοφορούμενη πρωτοβουλία της Γερμανίδας καγκελαρίου Αγκελα Μέρκελ είναι δυνατόν να τελεσφορήσει, ή η ένταση στην περιοχή θα οδηγηθεί σε περαιτέρω κλιμάκωση. Η κυβέρνηση προετοιμάζεται για το χειρότερο σενάριο: Δηλαδή για παράταση των τουρκικών ερευνών που ενδεχομένως θα επιλεγεί να φθάσουν σε περιοχές που «ακουμπούν» τα ελληνικά χωρικά ύδατα. Παράλληλα, όμως, σχεδιάζει τη στρατηγική της και για το ενδεχόμενο ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν να πραγματοποιήσει στροφή, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για επιστροφή στις διερευνητικές επαφές. Οπως αναφέρουν κυβερνητικές πηγές, «συνειδητά ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει επιλέξει να μην απαντά στις συνεχείς τουρκικές προκλήσεις και την εμπρηστική ρητορική, που εκθέτουν την Τουρκία ενώπιον της διεθνούς κοινότητας. Το μήνυμα του πρωθυπουργού είναι σαφές: “Σταματούν οι προκλήσεις, ξεκινούν οι συζητήσεις”».
Σύμφωνα με κυβερνητικά στελέχη, η κ. Μέρκελ θα εργαστεί ώστε να έχει ένα «καθαρό» τοπίο για τις προθέσεις του Ταγίπ Ερντογάν, τουλάχιστον μερικές ημέρες πριν από τη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. στις 24 και 25 του μήνα, καθώς κυρίαρχο θέμα στην ατζέντα των ηγετών θα είναι οι ευρωτουρκικές σχέσεις και το ενδεχόμενο κυρώσεων. Οι ίδιες πηγές προσθέτουν πως ημερομηνία-κλειδί ίσως αποδειχθεί η 12η Σεπτεμβρίου, οπότε και λήγει η παράνομη τουρκική NAVTEX για το «Ορούτς Ρέις». Εάν παραταθεί, είναι σαφές πως ο Ερντογάν έχει επιλέξει τον δρόμο της σύγκρουσης όχι μόνο με την Αθήνα, αλλά συνολικά με την Ε.Ε. Σε αντίθετη περίπτωση, όμως, μπορεί να διαμορφωθούν οι όροι για επιστροφή των δύο χωρών στο τραπέζι του διαλόγου.
Σε κάθε περίπτωση ο ρόλος της κ. Μέρκελ και συνολικά της γερμανικής προεδρίας θα είναι καθοριστικός για τις περαιτέρω εξελίξεις. Παρά τη δημόσια παρέμβαση του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο για αποκλιμάκωση της έντασης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, είναι σαφές ότι η Ουάσιγκτον έχει επιλέξει να αφήσει τον «πρώτο ρόλο» για τη διευθέτηση της κρίσης στο Βερολίνο. Εξάλλου, όπως ανέφεραν κυβερνητικές πηγές, ακόμη και η πολυσυζητημένη πρωτοβουλία του γ.γ. του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ εκ των πραγμάτων θα «απορροφηθεί» από τις ευρύτερες συνομιλίες μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας, εάν τελικώς αυτές καταστεί δυνατόν να δρομολογηθούν.
Πάντως, εάν τελικώς ο κ. Ερντογάν επιλέξει τον δρόμο του διαλόγου στα ζητήματα του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, όπως εμφανίσθηκε να δηλώνει σε στελέχη του κόμματός του, την περασμένη Τετάρτη, παραμένουν ανοικτά κρίσιμα ζητήματα για το πώς αυτός θα διεξαχθεί.
Πρώτον, η ατζέντα επί της οποίας θα διεξαχθούν οι συζητήσεις. Η Αθήνα έχει καταστήσει σαφές πως επιθυμεί αυτές να περιλαμβάνουν μόνο τα ζητήματα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και των θαλασσίων ζωνών. Ενδεχομένως, δε, και συναφή θέματα, όπως για παράδειγμα τα δικαιώματα αλιείας.
Δεύτερον, το είδος του «μορατόριουμ» που θα ισχύσει κατά τη διάρκεια των συζητήσεων. Είναι προφανές πως θα πρέπει οι δύο χώρες να απέχουν από στρατιωτικές ενέργειες, αλλά πλέον η Αθήνα ευλόγως ζητεί όσο οι δύο πλευρές κάθονται στο ίδιο τραπέζι να μην επιχειρήσει η Αγκυρα έρευνες σε περιοχές όπου θα παραβιάζει εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Ακόμη, κρίσιμο είναι και θα πρέπει να συμφωνηθεί εάν το «μορατόριουμ» θα αφορά μόνο την Ελλάδα και την Τουρκία, ή θα επεκτείνεται και στην Κύπρο. Πάντως, στις «συζητήσεις του Βερολίνου», η Κύπρος είχε μείνει εκτός ατζέντας.
Επίσης, προς συζήτηση στο «τρίγωνο» Αθήνας, Αγκυρας και Βερολίνου θα τεθεί εκ νέου ο χρόνος έναρξης, αλλά και η διάρκεια ενός ενδεχόμενου ελληνοτουρκικού διαλόγου. Η Αθήνα έχει διαμηνύσει πως μετά την αποκλιμάκωση και της επιστροφή όλων των πλοίων στις βάσεις τους, θα πρέπει να μεσολαβήσει ικανός χρόνος ώστε να καταστεί σαφές ότι ο κ. Ερντογάν όντως προκρίνει τον δρόμο των συζητήσεων. Σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση θεωρεί ότι οι δύο χώρες μπορεί να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι έπειτα από ένα μήνα «ήρεμων νερών». Ομως, κατά τις ίδιες πηγές, το Βερολίνο και η Ουάσιγκτον εκτιμούν πως αυτό πρέπει να γίνει νωρίτερα, δηλαδή εντός δεκαπενθημέρου.
Επιπροσθέτως, είναι σαφές από τότε που εκδηλώθηκε για πρώτη φορά η γερμανική πρωτοβουλία, ότι τυχόν διερευνητικές επαφές δεν θα είναι ατέρμονες. Θα πρέπει σε διάστημα περίπου τεσσάρων μηνών να καταλήξουν σε συμφωνία ή, σε διαφορετική περίπτωση, σε συνυποσχετικό για παραπομπή των θεμάτων στη Χάγη.