ΑΜΠΕ
Ποιος ευθύνεται; Η έκρηξη του αριθμού των νεκρών από τον νέο κορωνοϊό στις ΗΠΑ -σήμερα ξεπέρασαν τους 10.000- έχει φέρει σε ευθεία σύγκρουση τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ με τους Δημοκρατικούς κυβερνήτες πολλών Πολιτειών.
Όπως και σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες, οι αμερικανικές υγειονομικές αρχές επί μακρόν διαβεβαίωναν τους πολίτες ότι ο κίνδυνος ήταν μικρός, την ώρα που ο SARS-CoV-2 ήδη εξαπλωνόταν, χωρίς να ανιχνεύεται. Μετά, προκάλεσαν σύγχυση με τα διαγνωστικά τεστ και απέρριψαν τη χρήση μάσκας για να περιοριστούν οι μολύνσεις. Και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν φρόντισε να κάνει επαρκή αποθέματα αναπνευστικών συσκευών και ιατρικού εξοπλισμού.
Η υποβάθμιση του κινδύνου από τον Αμερικανό πρόεδρο, μέχρι και τον Μάρτιο, καθυστέρησε τη συνειδητοποίηση ότι η χώρα δεν θα γλίτωνε από τον «αόρατο εχθρό», όπως τον αποκαλεί τώρα. Ωστόσο, στις 10 Φεβρουαρίου, ο Ντόναλντ Τραμπ εξέφραζε την ελπίδα ότι ο κορωνοϊός θα είχε κάνει τον κύκλο του και θα είχε εξαφανιστεί μέχρι τον Απρίλιο.
Το πολιτικό σύστημα, αυτό της ομοσπονδίας 50 Πολιτειών με επικεφαλής, η καθεμιά τους, έναν κυβερνήτη ο οποίος έχει εξουσίες σε ό,τι αφορά τη δημόσια υγεία, ήταν ένα άλλο στοιχείο που ενίσχυσε τον σκεπτικισμό του προέδρου με βάση τις κομματικές γραμμές και καθυστέρησε τη λήψη μέτρων που θεωρούνται από τους επιδημιολόγους τα πιο αποτελεσματικά: την τήρηση αποστάσεων και τον περιορισμό των μετακινήσεων. Το αποτέλεσμα είναι ένα πάτσγουορκ «οδηγιών», όπως το χαρακτήρισε η κυβερνήτρια του Μίσιγκαν Γκρέτσεν Γουίτμερ.
Η χαλαρότητα στην τήρηση των μέτρων ενθαρρύνθηκε και από ορισμένα μέσα ενημέρωσης που στηρίζουν τον πρόεδρο: για παράδειγμα, ο παρουσιαστής Σον Χάνιτι, από τις «βεντέτες» του συντηρητικού Fox News, μέχρι και τις 9 Μαρτίου μιλούσε για μια «νέα φάρσα» στόχος της οποίας ήταν ο Ντόναλντ Τραμπ.
Παράλληλα, τα Κέντρα Πρόληψης και Ελέγχου Ασθενειών (CDC), που ιστορικά θεωρούνται πρότυπο υγειονομικής υπηρεσίας, φιμώθηκαν ντε φάκτο, ιδίως η διευθύντρια πνευμονικών νόσων Νάνσι Μεσονιέρ, καθώς την επικοινωνιακή διαχείριση ανέλαβε ο Λευκός Οίκος.
Το ομοσπονδιακό κράτος συνιστά την τήρηση απόστασης δύο μέτρων μεταξύ των ανθρώπων και τον περιορισμό των συναθροίσεων στα 10 πρόσωπα, ωστόσο επαφίεται στους κυβερνήτες να επιβάλουν τυχόν μέτρα. Πολλοί ανθίστανται, επικαλούμενοι τις ατομικές ελευθερίες. Η κυβερνήτρια της Νότιας Ντακότας Κρίτι Νόεμ υποστήριξε ότι «βασικοί υπεύθυνοι για την ασφάλειά τους» είναι οι ίδιοι οι πολίτες. Μέχρι και σήμερα, οκτώ Πολιτείες δεν έχουν διατάξει μέτρα περιορισμού στο σπίτι. «Οι κυβερνήτες αυτοί, όλοι τους Ρεπουμπλικάνοι, θα το είχαν κάνει εδώ και καιρό αν ο πρόεδρος τους συμβούλευε νωρίτερα», υποστήριξε ο Δημοκρατικός κυβερνήτης του Ιλινόι, Τζ.Μπ. Πρίτσκερ.
Όμως, στο όνομα του φεντεραλισμού, ο πρόεδρος Τραμπ αρνείται να εξαναγκάσει τις Πολιτείες.
Καθυστερήσεις και σύγχυση
Για τους κυβερνήτες, ο φεντεραλισμός σημαίνει ότι η κεντρική κυβέρνηση θα έπρεπε να κάνει αποθέματα και να συντονίσει την κατανομή των αναπνευστήρων και των μασκών που ακόμη παρουσιάζουν έλλειψη (μολονότι έγιναν οι πρώτες διανομές) στα νοικοκυριά της Νέας Υόρκης, του Νιου Τζέρσι, της Λουιζιάνας και του Μίσιγκαν. «Η απουσία εθνικής προσπάθειας είναι τρελό πράγμα», κατήγγειλε ο Δημοκρατικός κυβερνήτης της Ουάσινγκτον, ο Τζέι Ίνσλι, τον οποίο ο Τραμπ αποκαλεί «φίδι».
Παράλογος ωστόσο ήταν και ο περιορισμένος αριθμός διαγνωστικών ελέγχων - στην αρχή - ένα λάθος που αποδίδεται στα CDC.
Τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών ανέπτυξαν ένα δικό τους τεστ τον Ιανουάριο, όπως κάνουν και για άλλους ιούς. Όμως μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου η εξέταση γινόταν αποκλειστικά στην Ατλάντα, στην έδρα των CDC, όπου έπρεπε να στέλνονται όλα τα δείγματα. Μια εκδοχή του τεστ που στάλθηκε στις Πολιτείες δεν λειτουργούσε ενώ τα ιδιωτικά εργαστήρια δεν είχαν την άδεια να κάνουν την εξέταση. Μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου είχαν εξεταστεί μερικές εκατοντάδες Αμερικανοί.
Μόλις τον Μάρτιο άνοιξε η κάνουλα των τεστ, αποκαλύπτοντας στο ευρύ κοινό ότι η επιδημία βρισκόταν ήδη εκεί, αόρατη, επί εβδομάδες. Στις 13 Μαρτίου ο πρόεδρος Τραμπ κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Αντιθέτως, οι «καλοί μαθητές» της πανδημίας, η Νότια Κορέα και η Γερμανία, έκαναν πολύ νωρίς και πολλά διαγνωστικά τεστ.
Ταυτόχρονα, οι ειδικοί των CDC, όταν ακόμη μιλούσαν τακτικά στον Τύπο, έδιναν την εντύπωση ότι ήθελαν περισσότερο να καθησυχάσουν τον πληθυσμό παρά να τον προετοιμάσουν για το χειρότερο κατά τους πρώτους μήνες. «Ξέρουμε ότι μπορεί να φαίνεται ανησυχητικό» όμως «ο άμεσος κίνδυνος για τους Αμερικανούς είναι μικρός», δήλωσε ο διευθυντής των CDC, Ρόμπερτ Ρέντφιλντ, στις 30 Ιανουαρίου, όταν ανακοινώθηκε μια πρώτη μετάδοση του ιού στο Σικάγο.
Την επόμενη ημέρα, οι ΗΠΑ έκλεισαν τα σύνορά τους για τους ταξιδιώτες που προέρχονταν από την Κίνα αλλά ο υπουργός Υγείας Άλεξ Αζάρ δήλωνε: «Αυτά είναι προληπτικά μέτρα, ο κίνδυνος είναι μικρός στις Ηνωμένες Πολιτείες».
Σήμερα, η κατάσταση έχει αλλάξει: ο πρόεδρος Τραμπ διέταξε να κατασκευαστούν αναπνευστήρες, χτίζονται προσωρινά νοσοκομεία και οι αρχές συνιστούν στον κόσμο να φοράει αυτοσχέδιες μάσκες. Όμως οι ειδικοί ανησυχούν μήπως η προσπάθεια σταματήσει εδώ, με τίμημα το ξέσπασμα της επιδημίας και σε Πολιτείες που μέχρι σήμερα έχουν γλιτώσει.