Σε αναζήτηση νέου διευθυντή βρίσκεται το Βρετανικό Μουσείο στη σκιά των πρόσφατων κλοπών, αλλά και του διαλόγου που έχει ανοίξει για την επιστροφή αρχαιοτήτων που έχουν αποκτηθεί από το μουσείο με αμφισβητούμενα μέσα. Οι ενδιαφερόμενοι έχουν προθεσμία δύο εβδομάδων να καταθέσουν την υποψηφιότητά τους για μια θέση, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά δημοσίευμα των New York Times, γεμάτη προκλήσεις και προβλήματα.
«Ζητείται άτομο που θα αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη σε ένα από τα μουσεία με τις περισσότερες επισκέψεις στον κόσμο έπειτα από ένα ντροπιαστικό σκάνδαλο», τονίζει στην αρχή του άρθρου του στους NYT, ο Αλεξ Μάρσαλ. Ο μισθός μπορεί να ανέρχεται στα 275.000 δολάρια τον χρόνο, όμως οι δυσκολίες που θα κληθεί να αντιμετωπίσει ο νέος διευθυντής του μουσείου, στην παρούσα χρονική συγκυρία, φαντάζουν σημαντικές και επιτακτικές.
Το Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου, μόλις αυτή την εβδομάδα ξεκίνησε την αναζήτηση νέου διευθυντή. Πριν από τέσσερις μήνες, ο Χάρτγουιγκ Φίσερ παραιτήθηκε από αυτή τη θέση, αφότου το μουσείο είχε ανακοινώσει ότι ένας από τους επιμελητές του είχε λεηλατήσει περίπου 1.500 αντικείμενα από τις αποθήκες του για να πουλήσει ορισμένα εξ αυτών στο eBay.
Τον Σεπτέμβριο, ο πολύπειρος Μαρκ Τζόουνς είχε διοριστεί για να διευθύνει το Βρετανικό Μουσείο, αλλά η θητεία του ήταν προσωρινή και μεταβατική.
Οι υποψήφιοι για τη θέση πρέπει να έχουν «ένα όραμα για το μέλλον του Βρετανικού Μουσείου», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην προκήρυξη. Ταυτόχρονα, όμως, οφείλει να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει μια σειρά από προβλήματα που σκιάζουν το μουσείο από τον Αύγουστο, σχολιάζουν οι NYT.
Εκτός από τις συνέπειες του σκανδάλου κλοπής, το οποίο έχει επιδράσει αρνητικά στο πολυάριθμο προσωπικό του μουσείο, ο νέος διευθυντής θα πρέπει να διαχειριστεί τις εκκλήσεις για επιστροφή των αμφισβητούμενων αντικειμένων από τη συλλογή του μουσείου, συμπεριλαμβανομένων και των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Ο νέος διευθυντής θα κληθεί επίσης να ηγηθεί των προσπαθειών συγκέντρωσης κεφαλαίων για τα έργα ανακαίνισης του μουσείου που περιλαμβάνουν την αναδιοργάνωση των γκαλερί καθώς και άλλες τεχνικές βελτιώσεις. Οι Financial Times εκτιμούν ότι το εν λόγω έργο θα κοστίσει 1 δισ. λίρες, δηλαδή περίπου 1,27 δισ. δολάρια.
Τον περασμένο Οκτώβριο, ο πρόεδρος του μουσείου, Τζορτζ Οσμπορν είχε τονίσει ότι η εύρεση του κατάλληλου υποψηφίου για να ηγηθεί του ιδρύματος αποτελεί «μια πολύ, πολύ περίπλοκη υπόθεση». Σύμφωνα με τον Οσμπορν, ο υποψήφιος θα πρέπει «να έχει το σεβασμό της ακαδημαϊκής κοινότητας», καθώς και εμπειρία «στη διαχείριση μεγάλων, πολύπλοκων οργανισμών».
Ο νέος διευθυντής θα αμείβεται με 215.841 λίρες ετησίως, δηλαδή περίπου 275.000 δολάρια. Οπως τονίζουν, όμως, οι NYT, το ποσό αυτό είναι μάλλον μικρό σε σύγκριση με τους μισθούς που καταβάλλονται στους διευθυντές ισοδύναμων αμερικανικών ιδρυμάτων. Για παράδειγμα, το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης καταβάλλει στον διευθυντή του, Μαξ Χολέιν, βασικό μισθό 1 εκατομμυρίου δολαρίων, ενώ σε ορισμένους διευθυντές μουσείων των ΗΠΑ εξασφαλίζεται επίσης στέγαση υψηλών προδιαγραφών πέραν του μισθού τους.
Στα ονόματα των πιθανών υποψηφίων για τη θέση περιλαμβάνεται ο Ιαν Μπλάτσφορντ, διευθυντής του Μουσείου Επιστημών στο Λονδίνο, ο Νίκολας Κάλιναν, ο οποίος ηγείται της Εθνικής Πινακοθήκης της Βρετανίας και ο Τάκο Ντίμπιτς, διευθυντής του μουσείου Rijksmuseum στο Άμστερνταμ, ο οποίος έχει επιβλέψει μερικές από τις πιο πολυσυζητημένες πρόσφατες εκθέσεις της Ευρώπης.
Οι πιθανοί υποψήφιοι έχουν μόλις δύο εβδομάδες για να υποβάλουν αίτηση, καθώς καταληκτική ημερομηνία έχει οριστεί η 26η Ιανουαρίου.
Πηγή: New York Times