Γράφει ο Νικόλας Ζώης
Από τα 2.000 αντικείμενα του Βρετανικού Μουσείου που έχουν χαθεί ή καταστραφεί, σε σχεδόν 350 έχουν αφαιρεθεί τα πολύτιμα μέρη τους (π.χ. χρυσές βάσεις κοσμημάτων), κάποια τμήματά τους έχουν πιθανότατα πωληθεί για σκραπ, ενώ υπάρχουν και περίπου 140 αντικείμενα που φέρουν σημάδια χρήσης εργαλείων, αναφέρει μεταξύ άλλων η προσφάτως ολοκληρωμένη ανεξάρτητη έκθεση (independent review) που είχε ξεκινήσει λίγο μετά το σκάνδαλο των κλοπών στο βρετανικό ίδρυμα και ανακοινώθηκε χθες.
Στην έκθεση επαναλαμβάνεται η πληροφορία ότι το Βρετανικό Μουσείο έχει ήδη ανακτήσει 351 αντικείμενα, ενώ άλλα 300 έχουν απλώς ταυτιστεί. Οπως πάντως επισημαίνει στην «Κ» ο «ντετέκτιβ» αρχαιοτήτων Χρήστος Τσιρογιάννης, το κείμενο μιας τέτοιας, πολυαναμενόμενης αξιολόγησης όφειλε να παραθέτει και το ιστορικό διακίνησης των συγκεκριμένων αντικειμένων.
«Η πιο σημαντική πληροφορία», λέει ο κ. Τσιρογιάννης, επικεφαλής της ομάδας έρευνας παράνομων αρχαιοτήτων στην έδρα της UNESCO κατά των εγκλημάτων τέχνης, «είναι το από ποια χέρια πέρασαν έστω τα 351 αντικείμενα – το ιστορικό κατοχής και διακίνησής τους. Ποιος τα επέστρεψε; Ή από ποιον κατασχέθηκαν; Η ουσία είναι να μάθουμε πώς διακινήθηκαν από τη στιγμή που έφυγαν κρυφίως από το Βρετανικό Μουσείο, μέχρι τη στιγμή που επέστρεψαν. Και είναι μια γνώση που πρέπει να ανανεώνεται μέσω ανακοινώσεων, κάθε φορά που επιστρέφει κάποιο αντικείμενο, ώστε να γνωρίζουμε όλο το παράνομο ταξίδι του».
Μιλώντας χθες στο BBC, ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου Τζορτζ Οσμπορν αναφέρθηκε στον επιμελητή του ιδρύματος που απολύθηκε με την κατηγορία ότι έκλεψε τα αντικείμενα. «Ενα από τα πράγματα που πρέπει να εξιχνιάσουμε είναι ακριβώς τα κίνητρα του ατόμου που πιστεύουμε ότι είναι υπεύθυνο. Αλλά δεν έχει μιλήσει, ούτε έχει συνεργαστεί», δήλωσε ο Οσμπορν.
Η ανεξάρτητη έκθεση, που εκπονήθηκε από ένα πρώην μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Βρετανικού Μουσείου, μια αξιωματικό της αστυνομίας και έναν νομικό, περιλαμβάνει και 36 συστάσεις προς το ίδρυμα, που αφορούν πρωτίστως την πλήρη καταγραφή των αντικειμένων της συλλογής του, καθώς και ζητήματα ασφάλειας, ελέγχου, διαχείρισης κινδύνων, ανθρώπινου δυναμικού κ.ά. Στην ανακοίνωσή του το μουσείο σημειώνει ότι οι επίτροποι (Trustees) αποδέχθηκαν ομόφωνα τις συστάσεις και τονίζει ότι πάνω από το ένα τρίτο έχει ήδη δρομολογηθεί. Περαιτέρω διευκρινίσεις δεν δίνονται, αν και τον Οκτώβριο ο Οσμπορν είχε ανακοινώσει ότι η ψηφιοποίηση των συλλογών του μουσείου βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη.