ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Ο άνθρωπος, αυτός ο άγνωστος…

Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος μιλάει στην «Κ» για τις «Βάκχες», που ανεβάζει σε παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου της Ουγγαρίας

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Yπάρχει μια δεξιόστροφη κίνηση σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, η τάση είναι άλλη πια. Αυτό έχει αλλάξει, το οποίο νομίζω κάποια στιγμή θα αλλάξει και αυτό… και η ζωή συνεχίζεται μέσα σε αυτό όλο το δράμα… που η αλλαγή ποτέ δεν φέρνει την άνοιξη… λέει σε συνέντευξή του στην «Κ» ο Θεόδωρος Τερζόπουλος για την παράσταση των «Βακχών», μία παράσταση του Εθνικού Θεάτρου της Ουγγαρίας που παρουσιάζεται στην Κύπρο στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Αρχαίου Ελληνικού Δράματος.

–Αυτή είναι η έκτη φορά που καταπιάνεστε με τις «Βάκχες» του Ευριπίδη… Τι νέο φέρνει αυτή η έκτη ανάγνωση του ευριπίδειου κειμένου;
Καταρχάς, διαφοροποιεί η ίδια η γλώσσα την έννοια της σύγκρουσης. Η ουγγρική γλώσσα είναι μια πάρα πολύ ιδιαίτερη γλώσσα, σχεδόν άγνωστη στην Ευρώπη και στον κόσμο. Θυμίζει αρκετά τη φινλανδική, αλλά και πάρα πολύ τη γλώσσα των Βάσκων. Είναι μια γλώσσα που σχεδόν δεν ερμηνεύεται η καταγωγή της, ακόμη και από τους ίδιους τους Ούγγρους. H γλώσσα, λοιπόν, με πολλά σύμφωνα και λιγότερα φωνήεντα διαφοροποιεί και την άποψη. Αυτό είναι μεγάλη πρόκληση. Η ιταλική για παράδειγμα, που έχει πολλά φωνήεντα και λίγα σύμφωνα, είναι η γλώσσα του μπελ κάντο, και του τραγουδιού εν γένει, διαφοροποιεί και αυτή την άποψη της σύγκρουσης ανάμεσα στη λογική και το ένστικτο, δηλαδή ανάμεσα στο απολλώνιο και το διονυσιακό, που είναι και η βάση αυτής της τραγωδίας. Πέρα από τη γλώσσα, που είναι το θεμελιώδες ζήτημα, είναι και η παράδοση αυτής της χώρας. Είναι μια χώρα με απίστευτα μεγάλο πολιτισμό στην τέχνη, στη λογοτεχνία, στον κινηματογράφο. Στο θέατρο έχει μια πολύ μεγάλη παράδοση και συνάντησα ηθοποιούς μιας άλλης θεατρικής παράδοσης και μιας άλλης θεατρικής σχολής. Κι αυτό για μένα ήταν πολύ μεγάλη πρόκληση. Σκεφτείτε επίσης ότι κάποτε ήταν μια αυτοκρατορία και τώρα συρρικνώθηκε, έμεινε το ένα πέμπτο. Δηλαδή έχουν ένα τραύμα αδιανόητο, το όποιο εκφράζεται μέσα από τη γλώσσα τους, την παράδοσή τους και τα έθιμά τους, με έναν πολύ ενδιαφέροντα τρόπο. Εκεί πάτησα, εκεί συνάντησα, δουλεύοντάς τους, σαφώς με τον τρόπο τους και παίρνοντας πολύ υπόψιν μου τα στοιχεία τους, τα σημαντικά, της παράδοσής τους δηλαδή προσαρμόστηκα στη δική τους παράδοση, χρησιμοποιώντας όμως πάντα τη μέθοδό μου.

–Η μέθοδός σας αυτή είναι διεθνώς αναγνωρισμένη, που είναι βασισμένη, αν δεν κάνω λάθος, στην ενέργεια. Από τους Ούγγρους ηθοποιούς ποια ενέργεια αναμένατε να εκκληθεί;
Η ενέργεια που ανέμενα ήταν αυτή η πρωτογενής, η πρωταρχική ενέργεια, η απολογικοποιημένη διονυσιακή ενέργεια. Η ενέργεια που δεν έχει σκέψη μέσα, η ενέργεια των ενστίκτων. Γιατί πραγματικά εδώ έχουμε να κάνουμε με τη συνάντηση των ενστίκτων και τη σύγκρουση της λογική και των διονυσιακών ενστίκτων, τα οποία είναι και ευεργετικά αλλά πολλές φορές μπορεί να παίξουν και έναν αρνητικό καταστροφικό ρόλο. Αλλά αυτή η ενέργεια, η πρωτογενής πηγάζει από το σώμα και όχι από τον εγκέφαλο. Και εγκέφαλος είναι σώμα συνήθως όμως παίζει απαγορευτικό ρόλο ως προς την ενέργεια. Και από τους ηθοποιούς αυτό περίμενα λόγω και της εξαιρετικής γλώσσας, της παράδοσής τους, της αμεσότητας και μιας ανοικτότητάς τους –είναι ανοιχτός λαός. Είναι ένας λαός που υποτιμήθηκε αρκετά μέσα σε αυτό που λέμε ευρωπαϊκό πολιτισμό. Υπάρχει η έννοια του ανθρωπισμού. Είναι ένας λαός μάλλον υποδειγματικός θα έλεγα…

–Τον αδικεί λοιπόν η πολιτική εικόνα της χώρας που βγαίνει προς τα έξω;
Είναι μια χώρα η οποία κάνει μια Θεατρική Ολυμπιάδα, και δίνει γύρω στα 20 εκατομμύρια ευρώ για να δημιουργηθεί ένα μεγάλο πολιτιστικό γεγονός που επηρεάζει όλες τις τάσεις. Ή ακόμα και η παράσταση η δική μου, που είναι ακραία θα έλεγα. Κι όμως επιτρέπεται... Η εικόνα που βγαίνει προς τα έξω νομίζω πως είναι υπερβολική, πως η χώρα αυτή είναι το μαύρο πρόβατο. Υπάρχουν χώρες με «δημοκρατικό πολίτευμα» –η δημοκρατία είναι το άλλοθι όλων των συστημάτων και η δημοκρατία πλέον είναι ουραγός, έχω δει τέχνη εκεί και τα εγχειρήματα είναι πιο τολμηρά, από αυτά που βλέπουμε σε υποτίθεται άλλες δημοκρατικές χώρες. Αλλά βεβαίως υπάρχει μια δεξιόστροφη κίνηση σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, η τάση είναι άλλη πια. Αυτό έχει αλλάξει, το οποίο νομίζω κάποια στιγμή θα αλλάξει και αυτό… και η ζωή συνεχίζεται μέσα σε αυτό όλο το δράμα… που η αλλαγή ποτέ δεν φέρνει την άνοιξη…

 Το διονυσιακό ένστικτο να συναντηθεί με το απολλώνιο

«Ο Διόνυσος, εκφράζει τα επιχειρήματά του, αλλά σαρκάζοντας και πολλές φορές ως αυτοσαρκαζόμενος. Και ακριβώς αυτή η έννοια του σαρκασμού κάνει την πραγματικότητα θέατρο».

–Ο Διόνυσος στις «Βάκχες» στέκεται σχεδόν νίπτων τας χείρας του. Φταίει πάντα κάποιος άλλος ή κάτι μεγαλύτερο από εμάς… Υπάρχει στο τέλος ατομική ευθύνη για τα πράγματα;
Υπάρχει πάντα ατομική ευθύνη, υπάρχει όμως και η συλλογική ευθύνη σαφώς. Συνήθως λέμε αυτός φταίει, αυτός υπουργός, αυτή η κυβέρνηση, αλλά αυτός υπουργός, αυτή η κυβέρνηση είναι καθρέφτης αυτού που την επιλέγει. Είναι η εικόνα του, είναι ο ίδιος. αυτή η εικόνα όμως χάνεται και φταίει ο άλλος, ο άλλος είναι ο εχθρός. Ενώ ο άλλος θα πρέπει να συμφιλιωθεί μαζί μου και εγώ από την άλλη να κάνω μια προσπάθεια συμφιλίωσης… Ο Διόνυσος δεν έχει μια διαλεκτική, γιατί η τραγωδία η ίδια δεν έχει διαλεκτική, δεν έχει διάλογο. Καθείς επιμένει για τις θέσεις. Ο Διόνυσος είναι ο κατ’ εξοχήν αντιδιαλεκτικός θεός. Δηλαδή θέλει αυτό, γιατί φέρει ένα πολύ σημαντικό ζήτημα, το οποίο είναι και μία αρχή της τραγωδίας, φέρει την εκδίκηση. Γιατί από μικρός εκδιώχθηκε από τη χώρα του και επέστρεψε για να εκδικηθεί, να εκδικηθεί τον πρώτο του ξάδερφο, ο οποίος είναι στρατοκράτης θα λέγαμε, είναι υπηρέτης της λογικής και του κράτους. Είναι το ίδιο το κράτος και έτσι υπάρχει η σύγκρουση, η ρήξη, η οποία δεν βγάζει πουθενά. Δηλαδή το ερώτημα που γεννιέται πάλι είναι το διαρκές οντολογικό ερώτημα που γεννιέται και μετά από αυτή την τραγωδία. Τι είναι ο άνθρωπος, αυτός ο άγνωστος;

–Στις «Βάκχες», έχω την αίσθηση, υπάρχει πολύ έντονη η έννοια της ύβρεως απέναντι στον θεό, αλλά υπάρχει και η μεγάλη αλαζονεία τού Πενθέα… Σήμερα αυτή την ύβρι πώς θα μπορούσαμε να τη μεταφράσουμε;
Την αλαζονεία της εξουσίας, αυτό εκφράζει ο Πενθέας. Μα δεν είναι αλαζονική πάντα η εξουσία..; Εδώ βλέπουμε φίλους μας και γνωστούς, οι οποίοι ξαφνικά γίνονται η εξουσία και παίρνουν τη μάσκα της εξουσίας και αυτή είναι η μάσκα της αλαζονείας τελικά. Αυτή τη διαδικασία της μεταμόρφωσης τη ζούμε. Και ο λαός βέβαια προσπαθεί ή να κοιμηθεί ή να λειτουργήσει ενστικτικά. Δηλαδή χρειάζεται σε αυτή την περίπτωση η κριτική σκέψη. Χρειάζεται δηλαδή τα ένστικτα να συναντηθούνε, το διονυσιακό να συναντηθεί με το απολλώνιο, για να βγάλουνε μια κριτική σκέψη και την ισορροπία και την αρμονία, ή αυτό που λέγανε οι αρχαίοι ότι δεν υπάρχει αρμονία, υπάρχει ο δρόμος προς την αρμονία, δεν υπάρχει ισορροπία, υπάρχει όμως ο δρόμος προς την ισορροπία. Ή θα το μετέφραζα ως προς τον Καβάφη, δεν υπάρχει Ιθάκη, υπάρχει ο δρόμος προς την Ιθάκη. Είναι αυτός ο δρόμος που δίνει αξία στην προσπάθεια και στον αγώνα και μια ποιότητα και όχι το τέλος, τέλος δεν υπάρχει….

–Νομίζετε ότι στις «Βάκχες» ο Ευριπίδης προσπαθεί να μας δώσει τους δρόμους μεταξύ ενστίκτου και λογικής και να δούμε πώς αυτοί οι δύο δρόμοι μπορούν να συγκλίνουν;
Να συγκλίνουν και να συμφιλιωθούν. Αυτό θέλει να μας δώσει, το οποίο μας το παρουσιάζει ως αδύνατον. Κι έτσι είναι, έτσι δεν είναι στην εποχή μας; Γι’ αυτό είναι διαχρονική αυτή η τραγωδία. Βλέπουμε στην εκδίκηση πώς εκφράζεται η εκδίκηση. Τον εξευτελίζει, του αλλάζει το φύλο. Αυτό πια σήμερα δεν θεωρείται εξευτελισμός και δεν είναι εξευτελισμός η αλλαγή του φύλου. Του αλλάζει την ιδιοσυστασία, την ιδιοσυγκρασία, τη σκέψη. Μπαίνει στο μεδούλι του και αυτό πραγματικά είναι ολέθριο και για τον Πενθέα και για τον άνθρωπο γενικά. Δεν υπάρχει διαλεκτική δηλαδή. Η έννοια της διαλεκτικής και του διαλόγου δεν υπάρχει στην τραγωδία και αυτό το τονίζει πάρα πολύ ο Ευριπίδης, ο Διόνυσος, εκφράζει τα επιχειρήματά του, αλλά σαρκάζοντας και πολλές φορές ως αυτοσαρκαζόμενος. Και ακριβώς αυτή η έννοια του σαρκασμού κάνει την πραγματικότητα θέατρο. Έχουμε δηλαδή την άρση, από την κανονικότητα, από τη ζωή την τρέχουσα στην υπέρβαση.

–Θα μπορούσαμε να πούμε πως οι «Βάκχες» είναι μια μάχη και μεταξύ συντηρητισμού και νεωτερικότητας, της καθεστηκυίας τάξης και μιας άλλης ανερχόμενης. Υπάρχει αυτή η αίσθηση στις «Βάκχες»;
Θα μπορούσαμε να πούμε και αυτό και πολλά άλλα. Γι’ αυτό και οι «Βάκχες» έγινε και αντικείμενο του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού. Έγινε υλικό εργασίας. Θα μπορούσαμε με κάποιο τρόπο να το πούμε, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Εδώ είναι μια αρχετυπική τραγωδία στην οποία υπάρχουν όλα τα στάδια και οι αρχές της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, δηλαδή η υπερβολή, η ύβρις, η τιμωρία, η πτώση και ο θρήνος. Μέσα από το υλικό του πάθους, της ενέργειας. Κι όλα αυτά από τη μεριά του Διονύσου και των Βακχών. Γιατί η τραγωδία δεν είναι ο Διόνυσος, είναι οι Βάκχες, που σημαίνει βακχεία, όπως οι Πέρσες που σημαίνει θρηνωδία, δεν είναι η Άτοσσα ή ο Ξέρξης. Το βασικό, το φονταμεντάλ υλικό της τραγωδίας αυτής είναι η βακχεία, η οποία φέρει μάλιστα και ένα στοιχείο της τρέλας, δηλαδή της κατάστασης χωρίς όρια. Με αυτή την έννοια η βακχεία ο τίτλος είναι το υλικό το οποίο είναι σε εξέλιξη και στο σύγχρονο κόσμο δεν υπάρχει βακχεία, δεν υπάρχει ούτε η λογική, ούτε πρωτόγονη τρέλα που είναι σύμφυτη της τραγωδίας, είναι ταυτόσημη.

–Στη σημερινή εποχή ποια θα ήταν μία έκφανση της βακχείας;
Δεν υπάρχει. Είναι όλα απομιμήσεις πραγμάτων. Η βακχεία είναι η πιο πρωτογενής και η πιο πρωτόγονη κατάσταση. Όταν αρχίζει η επεξεργασία και σιγά σιγά γίνεται εστίαση στο θέατρο και η ζωή θέαμα, τότε παύει να υπάρχει αυτή η πρωτογενής, η πρωτόγονη, η γιγάντια ενέργεια. Η κατάσταση αυτή, που είναι και η θεμελιώδης κατάσταση και η ύλη του αρχαίου μύθου. Η βακχεία είναι ένα υλικό του μύθου και με αυτή την έννοια του μύθου πριν χειραφετηθεί και γίνει πολιτισμός (αρχιτεκτονική, τραγωδία, φιλοσοφία, σκέψη, γραμματεία και λοιπά). Αυτή τη βακχεία η Δύση την έχει εξωραΐσει, την έχει καλλωπίσει, γιατί τη φοβήθηκε. Υπό αυτή την έννοια η κεντρική Ευρώπη εξόρισε τον Διόνυσο και αποδέχτηκε τον Απόλλωνα, μέχρι που τον Απόλλωνα τον καλοδέχτηκε και ο ίδιος ο Χίτλερ και έφτιαξε ένα μόρφωμα και έφτιαξε τον ιδεώδη άνθρωπο. Δεν υπάρχουν αυτά τα πράγμα. Αυτά τα έχει μόνον ο κάθε εθνικισμός και στη συγκεκριμένη περίπτωση του Χίτλερ ο ναζισμός.

 

–Μετά από μια τόσο καρποφόρα διαδρομή έχετε καταλήξει τι σημαίνει τελικά αρχαίο ελληνικό δράμα;
Αρχαίο ελληνικό δράμα σημαίνει το αιώνιο δράμα του ανθρώπου. Είναι αιώνιο το δράμα. Είναι το δράμα του ανθρώπου. Από τη στιγμή που γεννιέται, από το πρώτο κλάμα και ολοκληρώνεται με τον αποχαιρετισμό του από αυτό τον κόσμο. Είναι η διαχρονία, είναι η διαχρονική διάσταση που έχει το αρχαίο ελληνικό δράμα και το εύρος και το άνοιγμα σε όλο τον κόσμο. Τις ίδιες καταστάσεις τις βλέπουμε σε όλους τους μύθους και αν τις μεταφέρουμε στον σύγχρονο κόσμο θα δούμε ότι υπάρχει αυτό το δράμα το οποίο είτε υποβόσκει είτε εξωτερικεύεται και γίνεται γκροτέσκο ή καραγκιοζιλίκι στην πολιτική κλίμακα, θα το έλεγα. Πραγματικά είναι κάτι που υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει όσο υπάρχει ο άνθρωπος. Στον πυρήνα της τραγωδίας βρίσκεται το ερώτημα το οντολογικό ερώτημα «Τι είναι ο άνθρωπος;», αυτός ο άγνωστος. Και αυτό προσπαθούμε να ανακαλύψουμε, αλλά επειδή μπαίνουμε στην εποχή της virtual reality και σε έναν άλλον κόσμο πια της τεχνητής νοημοσύνης, φαίνεται ότι θα χαθεί και ο ανθρωπισμός. Μπήκαμε στη διαδικασία απο-ανθρωπισμού, γιατί υπάρχει ένας μηχανισμός ο οποίος έχει στηθεί σε όλα τα επίπεδα λήθης, να ξεχνάμε, να καταργείται η μνήμη, γιατί το να θυμάσαι είναι επιζήμιο για το σύγχρονο κόσμο. Και η αρχαία τραγωδία έρχεται για να μας υπενθυμίζει τις αρχές, του ανθρώπου, της ζωής. Βασικά θεμελιώδη ζητήματα δεν είναι απλά ανθρώπινα, πολιτικά, είναι βαθιά οντολογικά.

 

Εγώ θέλω να είμαι ένας καλλιτέχνης που πειραματίζεται 

–Υπάρχει σωστός τρόπος ανεβάσματος μιας τραγωδίας, μιας κωμωδίας. Υπάρχει όριο στο πώς ανεβαίνει μια παράσταση τέτοιου είδους;
Δεν υπάρχει όριο σε τίποτα και δεν υπάρχει και τρόπος ότι αυτό είναι καλό ή αυτό είναι κακό. Αρκεί να εκφράζεται η αισθητική, η εικόνα δηλαδή αυτό που βλέπουμε, το οποίο πραγματικά φέρει την ιδέα, την οντολογική, την υπαρξιακή και την πολιτική ποιότητα. Όταν η αισθητική έχει ποιότητα, όλα περνάνε και ας είναι μία λοξή μελέτη, και ας είναι η τραγωδία δράμα, ακόμα ως αστικό δράμα, αρκεί να υποστηριχθεί ως τέτοιο. Σαφώς η τραγωδία για το Θέατρο Άττις, όπως την κάνουμε εμείς εδώ και πολλά χρόνια έχει κάποιες αρχές, δηλαδή διατηρούμε τον χορό, αν βγάλεις τον χορό από την τραγωδία η τραγωδία γίνεται αμέσως οικογενειακό δραματάκι, δηλαδή ο μπαμπάς, η μαμά και ο δήμαρχος, ενώ όταν βάλεις τον χορό έχουμε τη φωνή, τη βουή του λαού, τη φωνή του λαού, το οποίο είναι πολύ σημαντικό πράγμα, και το κοίταγμα του ανθρώπου προς τα πάνω, προς τον Διόνυσο. Αυτό σημαίνει ότι είναι παρών ο θεός Διόνυσος, ή ότι είναι παρούσα αυτή η ενέργεια, η οποία μας υπερβαίνει. Αυτό είναι πολύ σοβαρό ζήτημα, το οποίο δεν υπάρχει σε μια αστικού δράματος απόδοση. Όταν όμως είναι καλής ποιότητας η αισθητική και οι ερμηνείες, περνάει και αυτό, είναι ζημιογόνο. Και κακή να είναι μια παράσταση όταν ακούς το κείμενο διορθώνει και το κακό ανέβασμα.

 

Δεν υπάρχει όριο σε τίποτα και δεν υπάρχει και τρόπος ότι αυτό είναι καλό ή αυτό είναι κακό. Αρκεί να εκφράζεται η αισθητική, η εικόνα δηλαδή αυτό που βλέπουμε, το οποίο πραγματικά φέρει την ιδέα, την οντολογική, την υπαρξιακή και την πολιτική ποιότητα

 

–Άρα είναι σημαντικό να ακούγεται το κείμενο σε μια καλή μετάφραση...
Νομίζω δεν υπάρχει καλή μετάφραση. Υπάρχουν μεταφράσεις που κατά κάποιο τρόπο υπηρετούν και τον ρυθμό, αλλά οι μεταφράσεις οι οποίες δεν έχουν ρυθμό, αυτές που περιγράφουν την ιστορία και τον μύθο, τον κάνουν παραμυθάκι της γιαγιάς. Δεν πάει ο θεατής για να ακούσει μια μετάφραση, που απλώς περιγράφει την ιστορία. Την ξέρει την ιστορία, έχει δει 100 φορές ο κάθε θεατής την «Αντιγόνη» ή τον «Οιδίποδα τύραννο». Όλοι τα έχουν δει πια όλα. Με αυτή την έννοια θέλει μια άλλη απόδοση και πώς χειρίζεται ο μεταφραστής τον ρυθμό… αυτό είναι όλο.

–Αυτό ισχύει φαντάζομαι σε κάθε γλώσσα, όπως στις «Βάκχες», στην ουγγρική.
–Σε κάθε γλώσσα, ναι. Η ουγγρική γλώσσα είναι πιο vertical, ενώ η ιταλική είναι πιο κυκλική. Αυτή την καθετότητα την κράτησα και την υποστήριξα πάρα πολύ. Άλλη είναι η γλώσσα των συμφώνων, είναι πιο κοντά στον ρυθμό και στην καθετότητα που έχει η τραγωδία, από την ιταλική γλώσσα ή τη γαλλική, οι οποίες είναι γλώσσες κατά τη γνώμη μου του κλασικισμού και όχι της κλασικής ιδέας της τέχνης και της προκλασικής, θα έλεγα.


–Πιστεύετε ότι μετά από τόσα χρόνια έχετε κατακτήσει την τέχνη του θεάτρου ή είστε ακόμα μαθητής;
Εγώ θέλω να είμαι ένας καλλιτέχνης που πειραματίζεται και θα πειραματίζομαι μέχρι να φύγω από αυτόν τον κόσμο και αυτό σημαίνει ότι οίδα ότι ουδέν οίδα.

–Ακόμα και αν κάνετε και λάθη…
Μα μέσα από το λάθος βγαίνει η νέα ιδέα. Όταν πιστέψεις ότι ολοκλήρωσες την ιδέα της τέχνης, την πρότασή σου για την τραγωδία, πάει, τέλειωσες. Όπως τέλειωσε ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός που έφτασε στο απόγειο και τέλειωσε. Όταν όμως έχεις την αγωνία ότι κάτι λείπει, δεν έφτασα ακόμα, κάτι λείπει, δεν μου αρέσει. Αν μου πείτε τι θυμάμαι από τα έργα όλα που έχω κάνει, θα σας πω κάτι ελάχιστα, μερικές στιγμούλες. Ό,τι μένει στη μνήμη, αυτό υπήρξε, αν δεν μένει στη μνήμη είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ.

 

–Το θέατρο είναι παρουσίαση μιας στιγμής της ανθρωπότητας ή ένα μάθημα για την ίδια τη ζωή; Είναι μια φωτογραφία ή ένα μάθημα;
Είναι και τα δύο. Είναι και στιγμή, αλλά είναι και ένα υλικό προς συζήτηση, να μην το πω μάθημα. Είναι ένα ανοιχτό υλικό προς διαπραγμάτευση, προς συζήτηση, προς ζύμωση, είναι υλικό ζύμωσης για την εξέλιξη. Δεν είναι μάθημα, γιατί αν γίνει μάθημα τότε είναι δόγμα και ό,τι είναι δόγμα δεν οδηγεί πουθενά. Δείτε τα δογματικά μυαλά στην πολιτική για παράδειγμα, αλλά και στην καθημερινότητα, αυτό το «δεν πάω παραπέρα» ή «είμαι αυτό και αυτό θα μείνω». Τώρα ήδη είμαστε σε άλλη εποχή και πιστεύουμε ότι θα αλλάξουμε τον κόσμο. Και ο κόσμος έχει αλλάξει, αλλιώς όμως μυαλό και πάει αλλού και εμείς τρέχουμε από πίσω καταϊδρωμένοι.

–Και η τέχνη…;
Και η τέχνη μένει πίσω. Γι’ αυτό χρειάζεται ένα όραμα, που δεν ξέρω αν αυτό το όραμα υπηρετήθηκε, ή αν πάμε με το όραμα του θεατή, που ο θεατής δεν είναι απαραίτητο να έχει όραμα καλλιτεχνικό, εμείς πρέπει να του ανοίγουμε καινούργιους δρόμους και να τον οδηγούμε ακόμα και σε ανοίκεια πεδία, σε άγνωστα. Δηλαδή να βγάζουμε εικόνες του υποσυνειδήτου. Μέσα από το ανοίκειο, όταν φεύγει θεατής και τα έχει καταλάβει όλα κάτι δεν πήγε καλά στην παράσταση. Αν όμως αφήνουμε σκοτεινά σημεία, τότε έχει δουλειά σκέψης, για όταν θα πάει στο σπίτι του. Δηλαδή όταν φεύγει με μία αγωνία ερμηνείας αυτών των κενών, αυτών των σκοτεινών σημείων, να ρίξει ο ίδιος το φως στα σκοτάδια που του έχει δημιουργήσει η παράσταση.

 

Πληροφορίες

«Βάκχες» του Ευριπίδη. Σκηνοθεσία Θεόδωρος Τερζόπουλος. Παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου της Ουγγαρίας. Σάββατο, 29 Ιουλίου, Αρχαίο Θέατρο Κουρίου και Δευτέρα, 31 Ιουλίου Αμφιθέατρο Μακαρίου Γ΄.

www.greekdramafest.com

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Θέατρο-Χορός: Τελευταία Ενημέρωση