Του Απόστολου Κουρουπάκη
Στο θέατρο Ανεμώνα ανεβαίνει η παράσταση «Φωτιές», και πρόκειται για ελεύθερη διασκευή, βασισμένη στο πρωτότυπο έργο «Feux» [«Φωτιές»] της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, σε σκηνοθεσία και δραματουργική επεξεργασία του Βαρνάβα Κυριαζή. Οι «Φωτιές» αποτελούνται από εννέα μονολόγους μυθικών προσωπικοτήτων, «Φαίδρα ή η απόγνωση», «Αχιλλέας ή το ψέμα», «Πάτροκλος ή το πεπρωμένο», «Αντιγόνη ή η επιλογή», «Λέαινα ή το μυστικό», «Μαρία Μαγδαληνή ή η σωτηρία», «Φαίδων ή ο ίλιγγος», «Κλυταιμνήστρα ή το έγκλημα», «Σαπφώ ή η αυτοκτονία». Ο Βαρνάβας Κυριαζής επιλέγει δύο από τους παραπάνω μονολόγους, της Μαρίας Μαγδαληνής και της Σαπφούς με τους ρόλους να τους κρατούν ο Βαρνάβας Κυριαζής ως Μαρία Μαγδαληνή και ο Κρις Σπύρου ως Σαπφώ, με τη συμμετοχή και της Σεμέλης Κυριαζή ως Γυναίκας, και στο τραγούδι.
Στις «Φωτιές» του ο Βαρνάβας Κυριαζής, διαβάζοντας τη Γιουρσενάρ, ενώνει δύο διαφορετικά –αν υπάρχουν τέτοια– είδη έρωτα, έρωτες ατελείς και μισούς... όμως κατά πάντα απόλυτους και τους βάζει πλάι-πλάι να αφηγούνται το πώς ο έρωτας τους συνέτριψε ή τους λύτρωσε... Ο μονόλογος της Μαρίας Μαγδαληνής πραγματεύεται τον απόλυτο έρωτα, που δεν βιώθηκε, αλλά εν τέλει λύτρωσε από την ευτυχία την ίδια. Ο μονόλογος της Σαπφούς πραγματεύεται τον έρωτα ως μια διά βίου εγκαρτέρηση, που επίσης δεν βιώθηκε.
Ο Βαρνάβας Κυριαζής ως Μαρία Μαγδαληνή είχε μια σιγουριά για το πώς ήθελε να απευθυνθεί στο κοινό, άλλωστε σε παρόμοια εγχειρήματα μετράει πολύ η πείρα, τα λόγια της Μαγδαληνής/Γιουρσενάρ ήταν εκεί, τα άκουγες, και οι εικόνες της Ανατολής και μιας Άλλης Αγάπης ερχόντουσαν μπροστά σου. Η ερμηνεία του Κρις Σπύρου είχε εκείνα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που δεν σε αποπροσανατόλιζαν, παρακολουθώντας την αφήγησή του. Η λάγνα Ανατολή, Πόλη και Σμύρνη, ήταν μέρη που η Σαπφώ εγκαρτερούσε, επί ματαίω... Αυτό που θα διέγραφε περισσότερο στην ερμηνεία του Σπύρου είναι μια περισσότερο στέρεη αντιμετώπιση του χαρακτήρα της λυρικής ποιήτριας Σαπφούς.
Στα λόγια τους και στις ερμηνείες τους, Κυριαζής και Σπύρου, κατάφεραν να εικονίσουν τον έρωτα που είναι απαγορευμένος ή προ-αποφασισμένο να μην ευοδωθεί ποτέ, και ίσως να είναι κάτι που ποτέ να μην πρέπει να ειπωθεί, ούτε φταίχτης να βρεθεί είναι απαραίτητο, αφού η μοίρα κάποιων πραγμάτων έχει αποφασίσει πώς θα γίνουν τα πράγματα. Η δε Σεμέλη Κυριαζή, στο θεατρικό της ντεμπούτο, αν δεν κάνω λάθος, ήταν πολύ καλή, παρακολουθώντας απ’ έξω τις εσώτερες αποκαλύψεις της Μαρίας Μαγδαληνής και της Σαπφούς. Σχετικά με τον ρόλο της Γυναίκας, θα ήθελα να τον έβλεπα να είχε ενταχθεί περισσότερο οργανικά προς τα δύο κύρια πρόσωπα, στα παράθυρα του Γιάννου. Ως η Κλωθώ, που κλώθει το νήμα της ζωής, μέχρι η αυταδέλφη της Άτροπος να ψαλιδίσει την ίδια τη ζωή, τον έρωτα, να μηδενίσει τη μοναξιά, που την ξεγελάμε με την ιδέα του έρωτα και έτσι ο χρόνος διέρχεται.
Η μουσική και οι στίχοι των τραγουδιών ήταν του Γιώργου Κολιά, τα οποία έδεναν αρμονικά με τους μονολόγους της Σαπφούς και της Μαγδαληνής, με τη Σεμέλη να τα ερμηνεύει με την απαραίτητη απαλότητα, που υπέβαλλε η ίδια η παράσταση.
Τα σκηνικά του Γιώργου Γιάννου βοηθούσαν να δει κανείς τη Μαγδαληνή και τη Σαπφώ από το απέναντι παράθυρο ή από τον δρόμο, καθώς περπατάει ή απλώς παρακολουθεί, και να ακούσει τη λαλιά τους και το παράπονό τους... Το ίδιο και τα κοστούμια, επίσης του Γιάννου, νύμφες ανύμφευτες, άμωμες... πρόδιδαν τον έρωτα που δεν έζησαν. Ο φωτιστικός σχεδιασμός του Βασίλη Πετεινάρη λειτουργούσε υπέρ της παράστασης.
Εκτίμησα πολύ ότι ο λόγος της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ ακούγεται διά της θεατρικής πράξης και ακούγεται καθαρά, αρκεί να αφεθείς. Η επιλογή του Κυριαζή τους δύο ρόλους να τους παίξουν άντρες δίνει έναν άλλο αέρα, θεωρώ, στην ίδια την υπόσταση της Μαγδαληνής και της Σαπφούς, έρχεται κοντά με την ίδια τη Γιουρσενάρ. Μπορεί αυτό το θεατρικό είδος να μην είναι από εκείνα που θα κάνει το κοινό, δυστυχώς, να προσέλθει αθρόο στις παραστάσεις, ωστόσο στις «Φωτιές» το στοίχημα κερδίζεται και αξίζει να δει κάποιος/α πώς μπορεί να αναφωνήσει «Με εκριζώνεις» («Αντίστροφη Αφιέρωση» Μάτση Χατζηλαζάρου).