Του Απόστολου Κουρουπάκη
«Αυτό που στην ουσία πραγματεύεται το έργο είναι η έλλειψη κοινωνικής αλληλεγγύης και εδώ πιστεύω πρέπει να αναζητηθεί η απάντηση στο γιατί «όλα τα αντιμετωπίζουμε ως τραυματικά παροδικά γεγονότα» απαντάει ο Άδωνις Φλωρίδης στην ερώτηση μας για το πώς σχολιάζει ότι ως κοινωνία όλα τα αντιμετωπίζουμε ως «τραυματικά παροδικά γεγονότα. Ο κ. Φλωρίδης λέει ακόμη πως «στόχος» είναι να μεταδώσουν, μέσα από τη δική τους προσέγγιση του έργου της Μάρτα Μπουτσάκα, τις δικές τους ανησυχίες σε σχέση με τη μορφή κοινωνικής βίας, η οποία στρέφεται κατά ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Αναφέρει πως τον απασχόλησε ιδιαίτερα η διάσταση μεταξύ του «τραυματικού γεγονότος» που βιώνει ο θύτης και η ανείπωτη βία στην οποία υπόκειται το θύμα. «Αυτό καθόρισε σε ένα μεγάλο βαθμό και τη σκηνοθεσία».
–Ποιος είναι ο στόχος του ανεβάσματος αυτού του έργου;
–Το ζητούμενο στο ανέβασμα ενός έργου είναι αυτή η «υπόγεια» επικοινωνία με το κοινό. Είναι ένας τρόπος να επικοινωνήσεις ιδέες, ανησυχίες, συναισθήματα. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο θα μπορούσαμε να πούμε ότι «στόχος» είναι να μεταδώσουμε, μέσα από τη δική μας προσέγγιση του έργου της Μάρτα Μπουτσάκα, τις δικές μας ανησυχίες σε σχέση με αυτή τη μορφή κοινωνικής βίας, η οποία στρέφεται κατά ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Το έργο είναι βασισμένο στην προσωπική μαρτυρία της συγγραφέως ενός πραγματικού γεγονότος, μιας φρικτής δολοφονίας από μια παρέα εφήβων από «καλές» μεσοαστικές οικογένειες στη Βαρκελώνη το 2005. Προσωπικά με απασχολεί ιδιαίτερα το προς τα πού στρέφεται αυτή η μορφή κοινωνικής βίας, ποιοι την ασκούν και γιατί. Γιατί τελικά στρέφεται κατά της φτώχιας, των ανυπεράσπιστων και κοινωνικά αποκλεισμένων ανθρώπων; Γιατί ειδικότερα κατά μιας φτωχής και ανυπεράσπιστης γυναίκας;
–Οι ψυχολογικές διαστάσεις που έχει το έργο πόσο επηρέασαν τη σκηνοθετική σας ματιά;
–Στο έργο παρουσιάζονται τα γεγονότα πριν και μετά το έγκλημα. Ασχολείται με τους νέους, με τον τρόπο που μεγαλώνουν αλλά και με το τι βιώνουν και πώς αισθάνονται μετά το έγκλημα. Παράλληλα παρακολουθούμε τους γονείς ενός από τους έφηβους που διέπραξαν αυτό το φρικιαστικό έγκλημα, καθώς βιώνουν αυτό το τραυματικό γι’ αυτούς γεγονός. Εξερευνά την ψυχολογική διάσταση των χαρακτήρων καθώς προσπαθούν να διαχειριστούν τις συνέπειες, περνώντας απ’ όλα τα στάδια από την άρνηση μέχρι την αποδοχή και τη συνειδητοποίηση (ή όχι) του τι έχει συμβεί. Δεν γίνεται σχεδόν καμία αναφορά στο θύμα για το οποίο αυτό που έγινε ήταν κάτι «πολύ περισσότερο» από ένα «τραυματικό» γεγονός. Αυτό μέχρι την τελική αποκάλυψη της ταυτότητας του θύματος στην τελευταία σκηνή. Με απασχόλησε ιδιαίτερα αυτή η διάσταση μεταξύ του «τραυματικού γεγονότος» που βιώνει ο θύτης και η ανείπωτη βία στην οποία υπόκειται το θύμα. Αυτό καθόρισε σε ένα μεγάλο βαθμό και τη σκηνοθεσία.
–Είναι όλα απόρροια της εσωτερικής κατάστασης μιας οικογένειας;
–Αυτό καλείται να το απαντήσει ο θεατής. Το έργο δεν δίνει απαντήσεις. Βάζει ερωτήματα, αν και η απάντηση πιστεύω πρέπει να αναζητηθεί σε πολλαπλά επίπεδα: άτομο, οικογένεια, κοινωνία. Είναι η διαλεκτική των πραγμάτων όπου το ένα επίπεδο καθορίζει το άλλο. Θέλω όμως να πω σε σχέση με αυτό πως ο πρωτότυπος τίτλος του έργου στα ισπανικά είναι «Plastilina» («Plastelina» στα καταλανικά) που σημαίνει «πλαστισίνη». Είναι προφανής η αναφορά στο «πλάσιμο» ενός νέου ανθρώπου. Ο ρόλος της οικογένειας είναι σημαντικός και δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στο έργο σ’ αυτόν. Μια «καλή και κανονική» οικογένεια που κουβαλά όλα τα ταμπού ενός μεσοαστικού καθωσπρεπισμού. Με τους γονιούς να γνοιάζονται για το παιδί τους, να προσπαθούν, ο καθένας με τον τρόπο που νομίζει ότι είναι ο σωστός, το καλύτερο για το παιδί τους. Όμως, πρόκειται για παιδιά που περνούν ώρες παρέα με το διαδίκτυο και τα ΜΚΔ. Πώς επηρεάζει αυτό τις σχέσεις μεταξύ των εφήβων στην εποχή μας, σχέσεις που αποτελούν ένα άλλο σημαντικό παράγοντα στη διαμόρφωση της νεανικής προσωπικότητας. Είναι ένα άλλο καίριο ζήτημα για το οποίο το έργο θέτει αμείλικτα ερωτήματα. Κάπου εδώ είναι που το προσωπικό, το ιδιωτικό και το κοινωνικό (και κατ’ επέκταση πολιτικό) επίπεδο αρχίζουν να διασταυρώνονται, εξυφαίνοντας τον ιστό της κοινωνικής τοποθέτησης του νεαρού ατόμου.
–Πόση βία μπορεί να αντέξει το θεατρικό κοινό;
–Στο έργο δεν υπάρχει, ούτε και το ενδιαφέρει, αυτό που λέμε «γραφική βία». Ασχολείται με τα αίτια της βίας και θέτει ερωτήματα σε σχέση με το τι προκαλεί ειδικότερα αυτή την μορφή κοινωνικής βίας. Είχα πάντα την αίσθηση ότι η «εικόνα της βίας» αποδυναμώνει την πραγματική βία, ότι την αποστειρώνει και ότι τη μεταθέτει σε ένα επίπεδο φαντασιακό, ότι τελικά η αναπαράστασή της αποξενώνει τον θεατή, ίσως επειδή συχνά λειτουργεί ως συναισθηματικός εκβιασμός. Τουλάχιστον στη συγκεκριμένη περίπτωση το ζητούμενο δεν ήταν η αναπαράσταση της φυσικής πραγματικότητας γύρω μας αλλά η δημιουργία μιας «ψυχολογικής πραγματικότητας» μέσα στην οποία να μπορέσει να υπάρξει και να λειτουργήσει ο θεατής.
«Αυτό που στην ουσία πραγματεύεται το έργο είναι η έλλειψη κοινωνικής αλληλεγγύης και εδώ πιστεύω πρέπει να αναζητηθεί η απάντηση στο γιατί «όλα τα αντιμετωπίζουμε ως τραυματικά παροδικά γεγονότα».
Εμφαση στο ψυχολογικό τραύμα
–Νομίζω ότι ως κοινωνία όλα τα αντιμετωπίζουμε ως «τραυματικά παροδικά γεγονότα»... πώς σχολιάζετε;
–Αυτό που στην ουσία πραγματεύεται το έργο είναι η έλλειψη κοινωνικής αλληλεγγύης και εδώ πιστεύω πρέπει να αναζητηθεί η απάντηση στο γιατί «όλα τα αντιμετωπίζουμε ως τραυματικά παροδικά γεγονότα». Σχετίζεται πιστεύω με τον ατομικισμό, ο οποίος, αν και είναι κάτι που ανέκαθεν υπήρχε στην εποχή μας, εκφράζεται με συγκεκριμένους τρόπους και παίρνει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Στις δυτικές τουλάχιστον κοινωνίες φαίνεται να οδηγεί το άτομο, ειδικότερα το νεαρό άτομο, σε μια εσωστρέφεια όπου οτιδήποτε έξω από τον «εαυτό» δεν έχει νόημα ή σημασία. Πιστεύω πως ως κάποιο βαθμό αυτό αποτελεί και ένα από τα βασικά συστατικά αυτού που ονομάζουμε «αξιακή κρίση» της εποχής μας. Της εποχής μιας συνεχούς, συστηματικής και μεθοδευμένης αναθεώρησης των εννοιών από διάφορα κέντρα εξουσίας και των πολλαπλών ερμηνειών των λέξεων που τις αντιπροσωπεύουν στη γλώσσα που μιλούμε για να μπορέσουν να ενταχθούν στο εκάστοτε κυρίαρχο ιδεολογικό/πολιτικό πλαίσιο. Ούτε αυτό βέβαια δεν είναι κάτι που συμβαίνει μόνο στην εποχή μας, πλην όμως σήμερα η διάχυση της πληροφορίας ανά το παγκόσμιο είναι αστραπιαία. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ναι, τότε ένα ανατριχιαστικά βίαιο γεγονός εκλαμβάνεται μόνο ως ένα «παροδικό τραυματικό γεγονός». Στο έργο η έμφαση είναι στο ψυχολογικό τραύμα και όχι στο ότι μια άστεγη και ανυπεράσπιστη γυναίκα δολοφονήθηκε με φριχτό τρόπο. Στο πραγματικό γεγονός στη Βαρκελώνη, οι πραγματικοί νεαροί δράστες θεωρούσαν ότι οι άστεγοι δεν είναι άνθρωποι. Και κάπου εδώ κτυπούμε την πόρτα του κοινωνικού ρατσισμού και εν τέλει του φασισμού.
–Αντικειμενικά υπάρχει θύτης/ες και θύμα/τα, υπάρχει «αθώος του αίματος»;
–Είναι μια στιγμή στο έργο όπου η μητέρα ενός από τους έφηβους λέει στον πατέρα, ο οποίος θέλει να φύγει μακριά, μετά την καταδίκη και φυλάκιση του γιου τους για το έγκλημα: «Το θέμα δεν είναι να το ξεχάσεις. Είναι να το συνειδητοποιήσεις». Η μητέρα, στη στιγμή της «αναγνώρισης» συνειδητοποιεί ότι είναι θύτης και θύμα μαζί: θύτης σε σχέση με το «τραυματικό γεγονός» που βιώνει, γιατί ευθύνεται ως γονιός για το πώς μεγάλωσε το παιδί της. Θύμα γιατί υποφέρει για την πράξη που διέπραξε κάποιος άλλος –ο γιος της στην προκειμένη περίπτωση– και για την οποία βιώνει το «τραυματικό γεγονός». Η μητέρα όμως συνειδητοποιεί ότι ως γονιός δεν είναι «αθώος του αίματος» αλλά ταυτόχρονα δεν μπορεί να κάνει και κάτι άλλο για να επανορθώσει. Θα πρέπει να ζήσει με αυτό. Ο πατέρας αρνείται να το συνειδητοποιήσει και επιλέγει τη φυγή, για να ξεχάσει. Αρνείται να δεχτεί τη δική του ευθύνη, οπότε ναι, ουσιαστικά αυτή είναι μια ποντιοπιλατική στάση. Όμως στην πραγματικότητα όλα αυτά δεν αφορούν το θύμα του εγκλήματος. Δεν ζει για να την αφορά. Είναι αυτή η διάσταση μεταξύ του «τραυματικού γεγονότος» και της ανείπωτης βίας κατά του πραγματικού θύματος που έχουμε προαναφέρει.
–Μπορεί ένα έγκλημα να γίνεται έτσι απλά;
–Όχι. Το «απλά» είναι σχήμα λόγου που προφανώς εμπεριέχει μια ειρωνεία. Πάντα υπάρχει η αιτία, η οποία πρέπει να αναζητηθεί σε όλα τα επίπεδα που έχουμε προαναφέρει.
–Αρκεί ποτέ μία συγγνώμη ή μία παραδειγματική τιμωρία;
–Η ειλικρινέστατη απάντησή μου είναι ότι δεν ξέρω. Είναι ένα ζήτημα το οποίο, εκτός των νομικών, των νομοθετών, των ακαδημαϊκών, των ακτιβιστών, απασχολούσε ανέκαθεν και την τέχνη, ειδικότερα τη λογοτεχνία, το θέατρο και τον κινηματογράφο. Από το αρχαίο δράμα μέχρι τον Ντοστογιέφσκι και το φιλμ νουάρ. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει οριστική και αμετάκλητη απάντηση. Κάθε φορά βάζουμε ξανά κάτω το ίδιο ερώτημα διαφορετικά διατυπωμένο. Αυτό κάνει και το «Συγγνώμη» της Μάρτα Μπουτσάκα. Είναι μια «συγγνώμη» που διατυπώνεται από τον πατέρα προς την κοινωνία μέσω ΜΜΕ, από τον γιο προς στον πατέρα, από τον πατέρα προς τη μητέρα, η οποία γνωρίζει πολύ καλά ότι μια «συγγνώμη» δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα. Σε κάθε περίπτωση, το θύμα πάντως δεν μπορεί να την ακούσει.