Του Απόστολου Κουρουπάκη
Με την ευκαιρία του ανεβάσματος της παράστασης «Το Ευχαριστημένο» του «Θεάτρου Πορεία» που είναι θεατρική διασκευή του βραβευμένου μυθιστορήματος της Μαρίνας Καραγάτση (απέσπασε το Βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω») το 2009 και το ταξίδι του στο θέατρο Ριάλτο στη Λεμεσό, μιλήσαμε με τη συγγραφέα, η οποία στη θερμή μας κουβέντα μοιράστηκε τις στιγμές του βιβλίου της και την ιστορία του.
Η παράσταση είναι σε σκηνοθεσία του γιου της Δημήτρη Τάρλοου, σε διασκευή της Έρις Κύργια. Η Μαρίνα Καραγάτση, κόρη του συγγραφέα Μ. Καραγάτση, στο «Ευχαριστημένο» κάνει κατάθεση ψυχής και ταυτόχρονα κατάθεση αλήθειας. Όλα όσα περιγράφει στο αφήγημά της η κα Καραγάτση, το οποίο θεωρεί είναι κάτι μεταξύ document και fiction, είναι απόσταγμα από τα ενδότερά της ψυχής. Χωρίς φτιασιδώματα, χωρίς ωραιοποιήσεις, στις οποίες δεν αρέσκεται καθόλου η συγγραφέας αποτυπώνει μια ολόκληρη κοινωνία, μια ολόκληρη οικογένεια και τρεις διαφορετικές γυναίκες. Βασικός ήρωας του «Ευχαριστημένου» και πηγή έμπνευσης είναι η Λασκαρώ, η υπηρέτρια της οικογένειας Καραγάτση, για μία εικοσαετία. «Οφείλω πέραν από ένα ευχαριστώ στη Λασκαρώ και μία συγγνώμη», λέει η κ. Καραγάτση, συγκινημένη.
–Κυρία Καραγάτση, ποια ήταν η αφορμή για να γράψετε «Το Ευχαριστημένο»;
–«Το Ευχαριστημένο» είναι ένα αφήγημα στο οποίο συνυπάρχουν πραγματικές ιστορίες, αλλά και ένα κομμάτι μυθοπλασίας. Αυτό που με ώθησε να γράφω αυτό το βιβλίο είναι η Ανδριώτισσα υπηρέτριά μας, η Λασκαρώ, που ήρθε στο σπίτι μας, λίγους μήνες πριν γεννηθώ, το 1936 και έφυγε το 1956, δηλαδή έμεινα κοντά μας μία εικοσαετία. Η ιστορία της για εμένα πάντα ήταν ένα μεγάλο ερωτηματικό και θέλησα να γράψω ένα αφήγημα αφιερωμένο σε αυτή. Η Λασκαρώ με αποκαλούσε χαϊδευτικά το Ευχαριστημένο, εξ ου και ο τίτλος.
–Ποια ήταν η Λασκαρώ;
–Η Λασκαρώ ήταν μία δραματική περίπτωση. Πήγε υπηρετριάκι στην Αλεξάνδρεια, σχεδόν θα έλεγε κανείς την πούλησε ο πατέρας της. Εκεί κακοποιήθηκε σεξουαλικά από το αφεντικό της, και άρον-άρον τη γύρισαν πίσω στην Άνδρο. Επειδή όμως ήταν στιγματισμένη και ο πατέρας της δεν μπορούσε να την παντρέψει εύκολα, πήρε έναν πολύ μεγαλύτερο άνδρα, ο οποίος ήταν βίαιος απέναντί της. Έκανε δύο παιδιά, αλλά της ήταν αδύνατον να μείνει με αυτόν τον άνδρα και τον εγκατέλειψε, όπως και τα παιδιά της και ήρθε να δουλέψει στο σπίτι μας στην Αθήνα το 1936 και έμεινε μαζί μας είκοσι χρόνια, έως το 1956.
–Τόσα χρόνια ζυμωνόταν η ιστορία της μέσα σας;
–Η πρώτη μου απόπειρα ήταν όταν ήμουν είκοσι ετών, μόλις είχε φύγει από το σπίτι μας. Τότε, λοιπόν, έγραψα ένα μικρό διήγημα, το έδειξα στον πατέρα μου και εκείνος, όπως πάντα αυστηρός μαζί μου, και αμφισβητώντας τις ικανότητές μου –δεν ξέρω να σας πω και για ποιον λόγο–, αφού το διάβασε μου είπε ότι έχει προσόντα, αλλά είμαι τσαπατσούλα, και όπως χαρακτηριστικά είπε πρέπει να το γράφω με περισσότερη προσοχή, και όχι φλαπ-φλαπ-φλαπ. Εγώ απογοητεύτηκα, και φυσικά το κατέστρεψα. Από τότε πέρασαν πενήντα ακόμη χρόνια μέχρι να πάρω την απόφαση να ξαναγράψω την ιστορία της Λασκαρώς. Στα 70 μου πια, και όταν ξανάρχισα να γράφω για τη Λασκαρώ, ανακάλυψα ότι είναι άμεσα συνδεδεμένη με όλη την οικογένειά μου, με πρώτον και καλύτερο τον πατέρα μου, τη μητέρα μου, τη γιαγιά μου, την Ανδριώτισσα, η οποία εκπροσωπούσε την αρχοντική Άνδρο.
–Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αρχικός στόχος σας, γράφοντας αυτό το βιβλίο, ήταν ένα «ευχαριστώ» σε αυτή τη γυναίκα;
–Σαφέστατα, αλλά βεβαίως χωρίς να το ξέρω, αναδύθηκε μέσα από τη δουλειά μου αυτή η προσωπικότητα του πατέρα μου. Φυσικό είναι όταν ζεις με έναν Καραγάτση να είναι αισθητή η παρουσία του, έτσι ούτε από το βιβλίο περνάει απαρατήρητος.
–Ήταν έντονη προσωπικότητα ο πατέρας σας…
–Είχε ένα πολύ ευαίσθητο νευρικό σύστημα, αλλά τον μόνο που τον έσωζε ήταν η τέχνη του. Εγώ ως παιδί δεν μπορούσα να το καταλάβω πώς κατάφερε μέσα σε έξι χρόνια, από το 1933 έως το 1939, έγραψε την τριλογία «O Συνταγματάρχης Λιάπκιν», «Μεγάλη Χίμαιρα» και «Γιούγκερμαν». Τώρα καταλαβαίνω σε τι αγώνα είχε εμπλακεί και πόσο ήταν κατά κάποιον τρόπο φυσικό να του σπάνε τα νεύρα. Δεν είναι εύκολο πράγμα αυτό που έκανε.
–Φοβηθήκατε τη σύγκριση με το έργο του πατέρα σας, γράφοντας αυτό το βιβλίο;
–Όχι, δεν το σκέφτηκα καθόλου, γιατί δεν είχα σκοπό να συγκριθώ μαζί του. Εγώ ήθελα να γράψω την προσωπική μου ιστορία, ένα είδος παραμυθιού. Μάλιστα, το ίδιο το γράψιμο με ώθησε να απελευθερωθώ από πολλά φαντάσματα που με κυνηγούσαν και να υπάρχει ένα τέλος συμφιλιωτικό με όλους.
–Ήταν δηλαδή η τελική συνάντηση στο αυλιδάκι, μία λύτρωση για εσάς…
–Εκεί, στο αυλιδάκι συμβαίνουν όλα, όταν πια όλοι έχουν πεθάνει. Εκεί ο διάλογος μεταξύ τους είναι πια ανάλαφρος και αν θέλετε έχει πολύ χιούμορ, δεν είναι καθόλου μελαγχολικός. Είναι αστείος και τρυφερός μαζί. Για εμένα ήταν πραγματικά μία θεραπεία το να γράψω αυτό το αφήγημα.
Τρεις γυναίκες διαφορετικές
–Πέρα από την ιστορία της Λασκαρώς και των άλλων προσώπων του βιβλίου, αναδεικνύονται νομίζω και τα κοινωνικά ήθη της εποχής.
–Βέβαια, η κοινωνική κατάσταση της Άνδρου, την οποία την έζησα φαίνεται ξεκάθαρα μέσα από το βιβλίο μου, όπως και οι σχέσεις αφεντικών με τις υπηρέτριες. Στην Άνδρο είδα τεράστιες ταξικές διαφορές μεταξύ της οικογένειάς μου, μιας αρχοντικής οικογένειας και από την άλλη των κατοίκων των φτωχών χωριών της Άνδρου, της περιοχής Κορθίου, απ’ όπου καταγόταν και η Λασκαρώ. Αυτές οι διαφορές με επηρέασαν και θέλησα να περιγράφω την κοινωνική κατάσταση μιας εποχής.
–Αυτά όλα που ζήσατε στην οικογενειακή εστία και που περιγράφετε στο βιβλίο «Το ευχαριστημένο» τη Μαρίνα Καραγάτση ως άνθρωπο την επηρέασαν;
–Με επηρέασαν πάρα πολύ και τώρα που πέρασα τα 80, όταν θυμάμαι τις τελευταίες ημέρες της Λασκαρώς στον Ευαγγελισμό, βάζω τα κλάματα. Ο ένας της γιος, που είχε εγκαταλείψει βέβαια στην Άνδρο, όταν ήταν δύο χρονών,, δεν τη συγχώρεσε ποτέ. Έτσι, αν και βρισκόταν στην Αθήνα δεν στάθηκε δίπλα της τις τελευταίες της στιγμές. Είναι σαν να λέω, όπως είπα και παραπάνω όχι μόνο ένα ευχαριστώ, αλλά και μία συγγνώμη. Νομίζω ότι της οφείλω μία συγγνώμη, ακόμη και αν εγώ δεν έφταιγα σε κάτι.
–Θέλετε να μου μιλήσετε για τη μητέρα και για τη γιαγιά σας, οι οποίες σκιαγραφούνται επίσης στο «Ευχαριστημένο»;
–Η μητέρα μου επειδή ερωτεύτηκε πολύ τον πατέρα μου δέχθηκε τον όρο που της έβαλε να πάψει κάθε άλλη ενασχόληση, πέραν από τα του οίκου. Ωστόσο, όταν μεγάλωσα εγώ, άρχισε πάλι να ζωγραφίζει και έκανε την πρώτη της έκθεση το 1952, και τότε για πρώτη φορά ο πατέρας μου, ο οποίος δεν έτρεφε εκτίμηση στις γυναίκες δημιουργούς, άλλαξε στάση και με μεγάλο σεβασμό πια, παρακολούθησε την πορεία της στη ζωγραφική. Βέβαια, μόνο μετά τον θάνατο του πατέρα μου, εκείνη αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στη ζωγραφική, για να είμαστε ειλικρινείς, όσο ζούσε εκείνος ήταν μισό-μισό. Η γιαγιά μου ήταν ένας άνθρωπος πρακτικός και συμφιλιωτικός, όποτε συνέβαινε κάτι στο σπίτι της τηλεφωνούσε λέγοντας, «μητέρα, ελάτε γιατί εδώ βασιλεύει ένα τρελοκομείο». Ερχόταν, λοιπόν, και τους συμφιλίωνε. Είχαν πολύ καλή σχέση με τον πατέρα μου.
–Έχει ενδιαφέρον που στο βιβλίο σας βλέπουμε τρεις διαφορετικές γυναίκες και τάξεις, με εσάς παρατηρητή, η καθεμιά με τη δική της ιστορία και τον δικό της αγώνα.
–Έχετε απόλυτο δίκιο. Χωρίς να το θέλω μιλάω για τα πάθη των γυναικών. Όλες αυτές τις διαφορές τις σημειώνω στο «Ευχαριστημένο».
Πέτυχε κάτι πολύ ωραίο
–Για τη θεατρική μεταφορά της Έρις Κύργια, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Τάρλοου, του γιου σας, τι έχετε να μου πείτε;
–Κατ’ αρχάς θα πρέπει να σημειώσουμε ότι είναι αδύνατον να συμπεριληφθούν στην παράσταση όλα τα πρόσωπα του βιβλίο. Η Έρι και ο Δημήτρης επέλεξαν τα βασικά πρόσωπα της ιστορίας. Όταν ξεκίνησαν να το δουλεύουν είχαμε μία συνεργασία, αλλά όταν άρχισαν οι πρόβες μού απαγορεύτηκε από τον Δημήτρη να είμαι παρούσα. Το είδα πια όταν είχε ολοκληρωθεί, στη γενική πρόβα και το ευτυχώς το βρήκα πολύ καλό. Ενθουσιάστηκα με τον τρόπο που το αντιμετώπισαν θεατρικά.
–Έπαιξε ρόλο στη σκηνοθετική προσέγγιση του κ. Τάρλοου ότι η παράσταση αφορούσε συγγενικά του πρόσωπα;
–Ο Δημήτρης δίσταζε πάρα πολύ να το ανεβάσει, επειδή τα βασικά πρόσωπα του βιβλίου ήταν οικογένειά του. Γι’ αυτόν τον λόγο μάλιστα δεν επενέβην καθόλου και τον άφησα ελεύθερο, να δώσει τη δική του εικόνα προς τα έξω για τα παρουσιαζόμενα πρόσωπα. Δεν ήθελα να τον επηρεάσω με τη δική μου ματιά. Νομίζω ότι τελικά πέτυχε κάτι πάρα πολύ ωραίο.
–Τι θα σας έλεγε ο Καραγάτσης σήμερα αν διάβαζε το βιβλίο σας και έβλεπε την παράσταση; Εσείς σήμερα τι θα του λέγατε;
–Όλη η οικογένεια έχουμε ένα χαρακτηριστικό, είμαστε ειλικρινείς, καθόλου ψεύτες. Έτσι κι εγώ δεν ωραιοποιώ τίποτα στο βιβλίο μου. Πάντως, νομίζω ότι σήμερα θα μου έλεγε μπράβο, θα τον συγκινούσε. Ξέρετε, κάποτε με είχαν ρωτήσει τι θα έλεγα στον πατέρα μου, αν τον έβλεπα απέναντί μου. Θα του έλεγα πόσο θαυμάζω το ταλέντο του, τη φαντασία του, το κοφτερό μυαλό του και ότι προσπαθώ να ξεχάσω τις φορές που γινόταν ανεξήγητα άδικος και σκληρός, τις βασανιστικές αϋπνίες του. Τόσα χρόνια έχουν περάσει και ακόμα προσπαθώ να σβήσω από τη μνήμη μου αυτές τις σκηνές, δεν τα καταφέρνω όμως. Θα έκλεινα την ερώτησή μου: «Πες μου καλέ μου μπαμπά, γιατί έγιναν όλα αυτά. Γιατί;».
Πληροφορίες
«Το ευχαριστημένο», της Μαρίνας Καραγάτση, σε σκηνοθεσία Δ. Τάρλοου. Θέατρο Ριάλτο, Λεμεσός, Τρίτη 5 Μαρτίου, ώρα 8:00 μ.μ.