Του Απόστολου Κουρουπάκη
Η «Ορέστεια» του Αισχύλου, η μοναδική σωζόμενη τριλογία αρχαίου δράματος («Αγαμέμνων», «Χοηφόροι», «Ευμενίδες»), σε σκηνοθεσία Θεόδωρου Τερζόπουλου, που παρουσιάστηκε την περασμένη Παρασκευή και Σάββατο (3 και 4 Αυγούστου), στο αρχαίο θέατρο του Κουρίου, από το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας, στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Αρχαίου Ελληνικού Δράματος. Το αισχύλειο έργο που παρουσιάστηκε στο αρχαίο θέατρο του Κουρίου είναι από τις παραστάσεις εκείνες που αφήνουν ανεξίτηλο το σημάδι τους στο κοινό και πολύ μετά από την υπόκλιση των ηθοποιών, και όταν σβήσουν τα φώτα και το κοίλον μείνει άδειο.
Ο Τερζόπουλος έφτιαξε μία ακόμη γεωμετρημένη παράσταση, όπου τίποτε δεν ήταν περιττό. Όλα τα συστατικά τής παράστασης είχαν τον χώρο και τον χρόνο που τους αναλογούσε, κίνηση, μουσική, φωτισμός, κοστούμια. Οι άνθρωποι δε της παράστασης, οι ηθοποιοί, έδειξαν επί σκηνής τι σημαίνει μεταφέρω στο κοινό το πάθος του ήρωα που ερμηνεύω, επικοινωνώ τον λόγο του συγγραφέα, γιατί κατ’ αρχάς τον έχουν ακούσει οι ίδιοι.
Οι ερμηνείες τους ακολουθούσαν την αρχιτεκτονική γραμμή του Τερζόπουλου. Ερμηνείες με τέτοιο τρόπο καμωμένες που η τραγικότητά τους διαχεόταν στο κοίλον του θεάτρου αβίαστα, χωρίς υποκριτικούς κομπασμούς, με μόνο μέσο μεταφοράς τα εξαιρετικά ηχοτοπία/μουσική του Παναγιώτη Βελιανίτη (διαβάστε στον σύνδεσμο τη συνέντευξη που έδωσε στην έντυπη Κ») και τους φωτισμούς (Τερζόπουλος-Κωνσταντίνος Μπεθάνης).
Σαφώς και δεν χωρούν υποκριτικοί ακροβατισμοί σε μία τόσο καλά θεμελιωμένη παράσταση, άλλωστε ο Τάσος Δήμας (φύλακας και προπομπός), η Σοφία Χίλλ (Κλυταιμνήστρα), ο Σάββας Στρούμπος (Αγαμέμνων), ο Δαυίδ Μαλτέζε (Αίγισθος), Αγλαΐα Παππά (Αθηνά), η Έβελυν Ασουάντ (Κασσάνδρα), η Νιόβη Χαραλάμπους (Ηλέκτρα), ο Κώστας Κοντογεωργόπουλος (Ορέστης), ο καθένας και η καθεμία από τους/τις ηθοποιούς γνώριζε πολύ καλά πώς να συνομιλήσει με τον χαρακτήρα που έπρεπε να υποδυθεί και ποιο το οριακό σημείο τους.
Όπως συχνά κάνει ο Τερζόπουλος δίνει στον χορό την πρωτεύουσα θέση που πρέπει να κατέχει στο αρχαίο δράμα. Και στην «Ορέστεια» ο χορός ήταν εκ των πρωταγωνιστών, λειτούργησε εν ενί σώματι, αλλά και ως μονάδες, ήταν συμπαγής, ταυτόχρονα όμως ένιωθες τη διαπερατότητά του. Συνδυασμένες κινήσεις και σωματικός λόγος, και ταυτόχρονα εκφράσεις του προσώπου που έδειχναν πώς καθένα από τα μέλη του αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω του, στον κόσμο που ζει, και φυσικά επί σκηνής. Κορυφαία η σκηνή του κόκκινου χαλιού που έφτιαξαν με τα κορμιά τους πάνω στο οποίο πάτησε ο Αγαμέμνονας (Σάββας Στρούμπος) για να μπει στο παλάτι. Αλλά και όταν οι Ερινύες «καταπίνουν» τον Ορέστη… το όλον, ο κόσμος, η κοινωνία, σε δύο αντιστικτικές στιγμές, που την ποδηγετούν ή την καταπίνουν οι βουλές των μεγάλων, φυσικών ή μη πραγμάτων και από την άλλη ο όχλος, ή και η δρώσα και αντιδρώσα κοινωνία. Αυτή την αντίστιξη τη βρήκα και στο πρόσωπο του Πυλάδη (Κωνσταντίνος Ζωγράφος), τον αθώο του αίματος… που απέναντι από τον Ορέστη, έμοιαζε ως ο εγκάθετος, εκείνο το πρόσωπο που υποδαυλίζει καταστάσεις και συνειδήσεις…
Καταληκτικά, ο Τερζόπουλος πέτυχε να δηλώσει το συλλογικό και το ατομικό συμφέρον, την εισαγωγή του νέου κόσμου, και να μας κάνει να αναρωτηθούμε ποιος τελικά είναι ο νέος κόσμος. Δεν θεωρώ ότι ο σκηνοθέτης θέλησε να μας υποβάλει ποιος είναι αυτός ο νέος κόσμος, αλλά να ανοίξει στο κοινό έναν δρόμο, ή και περισσότερους, να φωτίσει ίσως σκοτεινά μονοπάτια του ατομικού ή του συλλογικού και να μας προτείνει να αναστοχαστούμε για ριζωμένες πεποιθήσεις μας. Κοντολογίς άφησε σκοτεινά σημεία, ώστε να έχουμε «δουλειά σκέψης» όταν θα επιστρέψουμε στα καθ’ ημάς ή στα ίδια, για να ρίξουμε εμείς φως στα σκοτάδια που μας έχει δημιουργήσει η παράσταση, όπως μού είχε πει σε συνέντευξή μας το 2023.