Kathimerini.gr
Νικόλας Ζώης
Την ανυπαρξία του οθωμανικού φιρμανιού που επικαλείται το Βρετανικό Μουσείο για την απόσπαση των Γλυπτών του Παρθενώνα από τον λόρδο Ελγιν υπογράμμισε για άλλη μία φορά η Ζεϊνέπ Μποζ, επικεφαλής του τμήματος καταπολέμησης της παράνομης διακίνησης αρχαιοτήτων της Τουρκίας, σε ομιλία της στο 4ο Ελληνοτουρκικό Φόρουμ ΜΜΕ και Ακαδημαϊκών που πραγματοποιήθηκε χθες στο Μουσείο της Ακρόπολης με θέμα «Ο ρόλος του αθλητισμού και του πολιτισμού στις ελληνοτουρκικές σχέσεις».
Από το «φιρμάνι» του Ελγιν στην κατάσταση των οθωμανικών μνημείων στην Ελλάδα και στη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τέμενος.
Οπως είχε αναφέρει και τον περασμένο Μάιο σε διακυβερνητική επιτροπή της UNESCO, προκαλώντας τότε αίσθηση σε όσους παρακολουθούν το ζήτημα των Γλυπτών, η Ζεϊνέπ Μποζ κάλεσε και χθες τη βρετανική πλευρά να παρουσιάσει το υποτιθέμενο έγγραφο. Σημείωσε επίσης ότι εργάζεται πολλά χρόνια στο τουρκικό υπουργείο Πολιτισμού, πραγματοποιώντας έρευνες στα οθωμανικά αρχεία. «Είμαστε σε θέση να αλιεύουμε τέτοιες πληροφορίες και μπορούμε να καταλάβουμε αν κάποια διεκδίκηση βασίζεται στην πραγματικότητα», είπε ενδεικτικά.
Η κ. Μποζ δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στην περίφημη ιταλική μετάφραση του φιρμανιού, που στην πραγματικότητα επικαλείται το βρετανικό ίδρυμα. «Θα δυσκολευόμουν πολύ να την αποκαλέσω όντως μετάφραση. Θα ήθελα και το πρωτότυπο», παρατήρησε και συμπλήρωσε: «Κανείς δεν μπορεί να παρουσιάσει ένα έγγραφο αναφοράς, μια τεκμηρίωση των διεκδικήσεων της Βρετανίας». Εξέφρασε επίσης την αισιοδοξία ότι τα Γλυπτά θα επιστρέψουν και ότι η ίδια «θα το γιορτάσει» με τους καλούς φίλους της, τους Ελληνες.
Μιλώντας για τις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας σε ζητήματα πολιτιστικής κληρονομιάς, η Ζεϊνέπ Μποζ τόνισε ότι η χώρα της στηρίζει τα ελληνικά αιτήματα, ενώ υπογράμμισε ότι πρέπει να συζητηθεί και η «ηθική του συλλέκτη», πέρα από την ίδια τη λεηλασία αρχαιοτήτων. «Ενα πολιτιστικό αγαθό μπορεί να βγει από μια χώρα παράνομα και να μπει σε μια άλλη νόμιμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δικαιολογείται η πράξη», ανέφερε.
Παίρνοντας τον λόγο, ο διευθυντής του Μουσείου της Ακρόπολης, καθηγητής Νικόλαος Στα-μπολίδης, υπενθύμισε ότι η απόσπαση των Γλυπτών από τον Ελγιν ήταν μια «ιδιωτική πρωτοβουλία, για ίδιον όφελος» και τόνισε ότι «δεν μπορεί ένα κράτος να στηρίζει μια παράνομη πράξη ενός υπηκόου του, ακόμη και αν έγινε στο παρελθόν». Κατέληξε, δε, με την παράκληση να υπάρχει στα μουσεία της γείτονος χώρας ένας «ισομερισμός» στον τρόπο που δίνεται η πληροφορία από τις λεζάντες των εκθεμάτων.
Νωρίτερα, η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη είχε αναφέρει ότι ζητούμενο είναι «μια σχέση πολιτιστικής συνεργασίας με όρους του 21ου αιώνα» και με «θεσμικότητα», ενώ δεν παρέλειψε να εκφράσει και την αγωνία της για την τύχη ορισμένων χριστιανικών μνημείων στην Τουρκία. «Μας θλίβει και μας προβληματίζει σφόδρα η μετατροπή του πλέον εμβληματικού, στην Τουρκία και παγκοσμίως, βυζαντινού μνημείου της Αγίας Σοφίας σε τέμενος», είπε η κ. Μενδώνη, τονίζοντας ότι το ίδιο συνέβη και στη Μονή της Χώρας. Οσον αφορά τα οθωμανικά μνημεία στην Ελλάδα, η υπουργός Πολιτισμού επισήμανε ότι στο πλαίσιο της ισότιμης αντιμετώπισης όλων των υλικών πολιτιστικών μορφών και εκφράσεων «λαμβάνουμε συνεχή μέριμνα για την προστασία, διατήρηση, αποκατάσταση και ανάδειξη των κοσμικών και θρησκευτικών μνημείων της οθωμανικής τέχνης και αρχιτεκτονικής», τα οποία, υπογράμμισε, παρακολουθούνται συστηματικά από τις αρμόδιες υπηρεσίες και λαμβάνουν δίκαιο μερίδιο των διαθέσιμων πόρων.
Από τη μεριά της η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Μαρμαρά Νεβάλ Κονούκ Χαλάσογλου αναγνώρισε μεν ότι η Ελλάδα έχει προβεί σε αναστήλωση πολλών οθωμανικών μνημείων, όμως έκανε λόγο και για «σταγόνα στον ωκεανό» σε σχέση με το σύνολό τους και ανέφερε παραδείγματα όπως το Χάνι του Γαζή Εβρενός, το Σουλεϊμανιγιέ Τζαμί στη Ρόδο, που θα μπορούσαν να διασωθούν στο πλαίσιο συνεργασίας των δύο χωρών.