
Η γλώσσα δεν είναι απλώς ένα ουδέτερο εργαλείο επικοινωνίας, αλλά ένας μηχανισμός που αντικατοπτρίζει τις κοινωνικές ανισότητες και συμβάλλει ενεργά στη διαιώνισή τους. Η χρήση της γλώσσας μπορεί να ενισχύσει ή να αναπαραγάγει την πατριαρχία, ιδιαίτερα μέσα από τις δομές και τις λέξεις που χρησιμοποιούνται ευρέως σε διάφορα κοινωνικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα. Παρότι δεν αποτελεί τον πρωταρχικό παράγοντα δημιουργίας των έμφυλων διακρίσεων, λειτουργεί ως φορέας ιδεολογιών, στερεοτύπων και κοινωνικών ιεραρχιών που τις εδραιώνουν.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα της γλωσσικής αναπαραγωγής της ανδρικής κυριαρχίας είναι η χρήση του αρσενικού γένους ως γενικευτικού. Σε επίσημα ή ανεπίσημα κείμενα, το αρσενικό χρησιμοποιείται για να αναφέρεται και στα δύο φύλα, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα τη γλωσσική αορατότητα των γυναικών. Για παράδειγμα, εκφράσεις όπως «οι βουλευτές» αντί για «οι βουλευτές και οι βουλεύτριες» όχι μόνο παρουσιάζουν τον ανδρικό τύπο ως τον «κανονικό» και συμπεριληπτικό, αλλά παράλληλα υπονοούν ότι οι γυναίκες σε αυτόν τον ρόλο είναι δευτερεύουσες ή μη αναμενόμενες.
Η γραμματική της ελληνικής γλώσσας
Ειδικά η γραμματική της ελληνικής γλώσσας, με την ύπαρξη τριών γραμματικών γενών, ενισχύει την έμφυλη ορατότητα αλλά ταυτόχρονα λειτουργεί περιοριστικά όσον αφορά τη συμπερίληψη όλων των ταυτοτήτων. Η επιμονή στη χρήση του αρσενικού ως γενικευτικού γένους (π.χ. «οι μαθητές», «οι πρόεδροι») αποτελεί μία βαθιά ριζωμένη πρακτική που συχνά δεν γίνεται αντιληπτή ως σεξιστική. Επιπλέον, υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι λέξεις που σχετίζονται με το θηλυκό φύλο αποκτούν αρνητικές ή υποτιμητικές συνυποδηλώσεις (σκεφτείτε π.χ. τη διαφορά ανάμεσα στα υποκοριστικά «αντράκι» και «γυναικούλα»).
Επιπλέον, οι κυρίαρχες κοινωνικές στάσεις απέναντι στα επαγγελματικά θηλυκά ουσιαστικά φανερώνουν ότι οι πατριαρχικές ιδεολογίες επηρεάζουν και την κρίση των ατόμων για τα γραμματικά φαινόμενα. Παρατηρείται ότι πολλά επαγγελματικά ουσιαστικά έχουν αρσενικούς τύπους που δηλώνουν κύρος και εξουσία, ενώ οι αντίστοιχοι θηλυκοί τύποι είτε δεν είναι αποδεκτοί είτε φέρουν μειωτική σημασία. Για παράδειγμα, η λέξη «πρόεδρος» χρησιμοποιείται και για τις γυναίκες, ενώ η μορφή «προεδρίνα» απορρίπτεται ως «μη σοβαρή» ή και απαξιωτική. Επίσης, τύποι όπως «βουλεύτρια» ή «κοσμητόρισσα» συχνά χαρακτηρίζονται ως «αδόκιμοι», αν και οι καταλήξεις -τρια και -ισσα υπάρχουν εδώ και χιλιετίες στην ελληνική γλώσσα.
Επομένως, η απόρριψη λέξεων όπως «βουλεύτρια» δεν εξαρτάται από τη γλωσσική δομή, αλλά από τις κοινωνικές και πολιτισμικές αντιλήψεις που συνδέουν τα γλωσσικά στοιχεία με την εξουσία και το κύρος. Η αντίσταση στη χρήση αυτών των τύπων σχετίζεται με την ιδέα ότι οι θέσεις εξουσίας συνδέονται παραδοσιακά με τους άνδρες, και η εισαγωγή ενός εμφανώς θηλυκού τύπου έρχεται να αμφισβητήσει αυτήν την κανονικότητα. Υπάρχει έντονη αντίσταση στη γλωσσική ορατότητα των γυναικών, ιδίως σε επαγγέλματα υψηλού κύρους (ενώ τα «χορεύτρια», «μανάβισσα» κ.λπ. είναι πλήρως αποδεκτά).
Η φεμινιστική γλωσσολογία
Η φεμινιστική κριτική στη γλώσσα ξεκίνησε με την παρατήρηση του αποκλεισμού των γυναικών από τη γλωσσική αναπαράσταση και εξελίχθηκε μέσα από διάφορες θεωρητικές προσεγγίσεις. Στη δεκαετία του 1980 και του 1990, οι έρευνες εστίασαν στη διερεύνηση πιθανών διαφορών μεταξύ του τρόπου ομιλίας των ανδρών και των γυναικών, με συζητήσεις γύρω από το κατά πόσο αυτές οι διαφορές είναι κοινωνικά κατασκευασμένες ή έμφυτες. Πιο πρόσφατα, η φεμινιστική γλωσσολογία εστιάζει στη γλώσσα ως «επιτέλεση» φύλου, εξετάζοντας πώς οι έμφυλες ταυτότητες διαμορφώνονται και εκφράζονται μέσα από συγκεκριμένες γλωσσικές πρακτικές.
Η φεμινιστική γλωσσολογία δεν στοχεύει μόνο στην αλλαγή της γλωσσικής χρήσης, αλλά και στην ανάδειξη των ιδεολογικών μηχανισμών που διαμορφώνουν τη σημασία των λέξεων. Προτείνεται η ενίσχυση της χρήσης θηλυκών τύπων επαγγελματικών τίτλων και η αποδοχή νέων γλωσσικών δομών που να περιλαμβάνουν τα φύλα με ισότιμο τρόπο. Η συμπερίληψη ουδέτερων ή άφυλων τύπων, όπως το @, είναι μια απόπειρα να δοθεί χώρος σε άτομα που δεν ταυτίζονται αποκλειστικά με το δίπολο αρσενικό-θηλυκό, αν και η εφαρμογή τους συναντά δυσκολίες στην προφορική επικοινωνία.
Σε πρακτικό επίπεδο, τα λεξικά μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στη χαρακτηριστική επισήμανση σεξιστικών όρων και διακρίσεων στη χρήση του λεξιλογίου. Όπως υπάρχουν χαρακτηρισμοί όπως «υβριστικό» ή «λαϊκότροπο», έτσι θα μπορούσαν να προστεθούν χαρακτηρισμοί που να επισημαίνουν σεξιστικές ή μη συμπεριληπτικές χρήσεις. Επιπλέον, μια σημαντική αλλαγή θα μπορούσε να προέλθει από την εκπαιδευτική πολιτική. Η εισαγωγή προγραμμάτων κριτικού γραμματισμού, θα μπορούσε να βοηθήσει τις μαθήτριες να αναπτύξουν γλωσσική ευαισθησία και να κατανοήσουν πώς οι γλωσσικές επιλογές αντικατοπτρίζουν κοινωνικές δομές και δομές ηγεμονίας.
Συμπερασματικά, η γλώσσα δεν είναι στατική ούτε ανεξάρτητη από την κοινωνία. Καθώς αντανακλά και ταυτόχρονα κατασκευάζει κοινωνικές δομές, η κριτική της διάσταση είναι ζωτικής σημασίας για την κατανόηση και την αποδόμηση των έμφυλων διακρίσεων. Ο γλωσσικός σεξισμός δεν αφορά μόνο τις λέξεις και τις γραμματικές δομές, αλλά ευρύτερα ιδεολογικά σχήματα που διαμορφώνουν την κοινωνική πραγματικότητα. Η συζήτηση για τη σχέση της γλώσσας με το φύλο δεν είναι μια επιφανειακή ή περιττή διαμάχη. Αντιθέτως, αποτελεί έναν κεντρικό άξονα στην προσπάθεια για την ισότητα των φύλων, καθώς η ορατότητα στη γλώσσα σχετίζεται άμεσα με την ορατότητα στην κοινωνία. Η συνειδητή χρήση της γλώσσας με κριτικό τρόπο μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο αλλαγής, αμφισβητώντας παγιωμένες αντιλήψεις και προωθώντας ένα πιο συμπεριληπτικό μέλλον.
*Η κα Σταυρούλα Τσιπλάκου είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Γλωσσολογίας & Διευθύντρια ΠΜΣ Ελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου.