Του Απόστολου Κουρουπάκη
Ο συνθέτης Γιώργος Κ. Παπαγεωργίου παρουσιάζει τα «άνθη του κακού» του Σαρλ Μπωντλαίρ στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Λευκωσίας και μιλάει στην «Κ» για τη μουσική αυτή παράσταση. Λέει πως ποίηση, μουσική, χορός και εικαστικά έργα είναι φυσικά ως μορφές και ως έργα τέχνης αυτόνομα και η όλη προσπάθειά του επικεντρώθηκε στο να συνενώνονται αβίαστα ως κομμάτια ενός δημιουργικού παζλ, μιας και στην παράσταση θα υπάρχει και απαγγελία από τον ηθοποιό Φώτη Αποστολίδη. Στα «Άνθη του κακού», αναφέρει ο κ. Παπαγεωργίου πως οι μελωδικές γραμμές ταλαντεύονται ανάμεσα στη νέο-ρομαντική μελαγχολία, στις νευρώσεις των ήχων και στη δαιμονική εναλλαγή των ρυθμών, ενώ κορυφώνονται μέσω των extended techniques, φέρνοντας σε οριακά σημεία τις εκτελεστικές δυνατότητες των ορχηστρικών οργάνων.
–Οι στίχοι του Μπωντλαίρ θεωρούνται ως καταραμένοι… η μουσική σας σε αυτή την παράσταση είναι μέσα σε αυτό το πλαίσιο;
–Η μουσική έχει γραφτεί με σκοπό να πλαισιώσει μεν την ποίηση αλλά και να υπηρετήσει τόσο τη δημιουργική όσο και τη σκηνοθετική προσέγγιση της παράστασης. Εδώ θέλησα να φτιάξω ένα δυστοπικό έργο με ανάμικτα, και όχι κατ’ ανάγκη συμβατά μεταξύ τους στοιχεία, τα οποία να προβάλλονται μέσω της δικής μου μουσικής και της ποίησης του Μπωντλαίρ. Ο κάθε θεατής θα μπορεί να αντιληφθεί διαφορετικά αυτό που του παρουσιάζεται στη σκηνή, έχοντας έτσι πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις και αναγνώσεις τού έργου, όπου το δρώμενο ίσως να πραγματεύεται τον έρωτα, την απώλεια, την ψυχασθένεια, την κοινωνική απομόνωση, την απόγνωση του σύγχρονου ανθρώπου, την ερωτική διαστροφή, τις εξαρτήσεις… Υπό αυτό το πρίσμα θέλησα να πλέξω νοσταλγικές μελωδίες με δαιμονιώδεις ηχητικές εντάσεις, πολυσύνθετα ρυθμικά μοτίβα και σύγχρονες τεχνικές σύνθεσης, έτσι που η μουσική να προσδίδει την ευαισθησία και συνάμα τον εύθραυστο ψυχισμό μιας αρρωστημένης μποέμ ύπαρξης, εωσφορικά φυλακισμένης ανάμεσα στον μελαγχολικό ρομαντισμό του 19ου αιώνα και της νευρωτικής σύγχρονης κοινωνίας.
–Πού κινείστε μουσικά/ενορχηστρωτικά σε αυτή την παράσταση;
–Στα «Άνθη του κακού», οι μελωδικές γραμμές ταλαντεύονται ανάμεσα στη νέο-ρομαντική μελαγχολία, στις νευρώσεις των ήχων και στη δαιμονική εναλλαγή των ρυθμών, ενώ κορυφώνονται μέσω των extended techniques, φέρνοντας σε οριακά σημεία τις εκτελεστικές δυνατότητες των ορχηστρικών οργάνων. Προσπάθησα ώστε η ενορχήστρωση να είναι σκοτεινή και αφαιρετική, όπου τα οργανικά μετα-μοντέρνα στοιχεία πλέκονται με modes και διατονικές κλίμακες και αναδεικνύονται μέσα από την ελεύθερη φόρμα των συνθέσεων, συνδυάζοντας χαρακτηριστικά διαφορετικών τεχνοτροπιών. Τα ιδιαίτερα γνωρίσματά του μεταμοντέρνου μουσικού ιδιώματος (ο πολυστυλισμός, το τυχαίο, η αυτοσχέδια μεταποίηση έτοιμου ή θεμελιώδους υλικού) χρησιμοποιούνται επιτηδευμένα, με τον ήχο να αποδομείται, να κατατέμνεται και να επανασυναρμολογείται, με συχνές αυτο-αναφορικές και ειρωνικές διαθέσεις, συγχέοντας τα όρια ανάμεσα στην «υψηλή» τέχνη και το kitsch, ολοκληρώνοντας έτσι το «Μπωντλαιρικό δράμα», για να κυριαρχήσει μέσω τους το πάντρεμα ανάμεσα στις καλλιτεχνικές αντιλήψεις και πρακτικές της εποχής της συγγραφής του έργου (του 19ου αι.) με τις αντίστοιχες του σήμερα.
–Ποιο στοιχείο της ποίησης του Μπωντλαίρ χάραξε τον μουσικό δρόμο που θελήσατε να ακολουθήσετε με τα έργα σας για να ντύσετε την παράσταση;
–Αναμφίβολα, το πέρασμα από τη φρίκη στην έκσταση και από την έκσταση στη φρίκη, όπου για τον Μπωντλαίρ η φαντασία υποκαθιστά «την παραδοσιακή μετάφραση της υλικής ζωής», υποκαθιστά την πράξη με το όνειρο, κατορθώνοντας έτσι να καταγράψει ποίηση που δεν αποτελούσε λογοτεχνία και είναι απαλλαγμένη από το βάρος της λογικής.
–Η σύζευξη του μουσικού μέρους με την απαγγελία από τον Φώτη Αποστολίδη και την εικαστική παρέμβαση σάς δυσκόλεψε με κάποιον τρόπο; Είδατε σε αυτή τη διαδικασία κάποια μουσική πρόκληση;
–Ποίηση, μουσική, χορός και εικαστικά έργα είναι φυσικά ως μορφές και ως έργα τέχνης αυτόνομα και η όλη προσπάθειά μου επικεντρώθηκε στο να συνενώνονται αβίαστα ως κομμάτια ενός δημιουργικού παζλ. Όλα τα στοιχεία επιλέχθηκαν συνειδητά με σκοπό να εξυπηρετήσουν την πλοκή και το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, κάτι το οποίο ήρθε ως αποτέλεσμα πάρα πολλών ωρών μελέτης και πειραματισμού. Η πρόκληση όσον αφορά τη μουσική ήταν να δημιουργηθεί η ιδανική παλέτα ήχων και μελωδικών γραμμών, που να επιτρέπει όμως στο ποιητικό και το εικαστικό έργο να αναδεικνύονται τόσο ως ξεχωριστές οντότητες όσο και ως μέρη του συνόλου.
–Υπάρχει ενδεδειγμένος τρόπος για μελοποίηση της ποίησης; Στα «Άνθη του κακού» τι σας δυσκόλεψε;
–Πέρα από κάποιες τεχνικές σύνθεσης, που και αυτές πολλές φορές λειτουργούν ως οδηγός περισσότερο παρά ως κανόνες, η μελοποίηση ενός ποιητικού έργου θεωρώ ότι πρέπει να αφήνεται σε μια πιο ελεύθερη οργανική φόρμα, η οποία να αναδεικνύει τόσο την ουσία του λόγου όσο και τη μελωδικότητα των λέξεων. Ο λόγος του Μπωντλαίρ απορρίπτει τις πλάνες του ρεαλισμού και στοχεύει τη θεμελιώδη συμπαντική αλήθεια. Υπό αυτό το πρίσμα, αρχέγονα μουσικά στοιχεία τοποθετούνται διάσπαρτα μέσα στα μουσικά έργα της παράστασης, όπου η δύναμη της τέχνης και των ήχων τα μετουσιώνει, μέσα από βαθιά πίστη, στη μαγική και υπερκόσμια τους ιδιότητα. Αυτή ακριβώς είναι και η δυσκολία στα «Άνθη του κακού», όπου το υπαρκτό αντικαθίσταται από το υπερφυσικό, η λογική με την τρέλα και το ωραίο με το παράξενο.
–Τι σημαίνει σύγχρονη λόγια μουσική και πόσο εκτιμάται στην Κύπρο;
–Αν και δεν θεωρώ καλλιτεχνικά ορθή την κατηγοριοποίηση της μουσικής, αυτή ωστόσο είναι δόκιμο να υπάρχει ακαδημαϊκά. Εννοούμε στην καθομιλουμένη τη «σύγχρονη κλασική μουσική», η οποία φυσικά διασπάται σε πολλές άλλες υποκατηγορίες, όπως η αλεατορική μουσική, δωδεκατονική, ηλεκτρονική, μινιμαλιστική, νεορομαντική και ούτω καθεξής. Δυστυχώς στην Κύπρο, αν και υπάρχει μια σοβαρή και υγιής βάση με μεγάλο όγκο δημιουργίας, η οποία εκφράζεται κυρίως μέσω του Κέντρου Κυπρίων Συνθετών και των δράσεών του, ωστόσο στο πλατύ κοινό ακόμα η λόγια μουσική παραμένει ένας όρος άγνωστος και πολλές φορές παρεξηγημένος. Και ας μου επιτραπεί να επαναλάβω ότι δυστυχώς ακόμα συγχέουμε ως κοινό την τέχνη με τη διασκέδαση και ότι δεν έχουν δημιουργηθεί από την Πολιτεία ούτε οι κατάλληλες υποδομές, αλλά ούτε και οι συνθήκες που θα επιτρέψουν την ανάπτυξη της σύγχρονης μουσικής στον τόπο μας. Χρειαζόμαστε και στον πολιτισμό ένα «βασιλιά φιλόσοφο» όπως μας υποδεικνύει ο Πλάτωνας στην Πολιτεία του, για να δώσει επιτέλους λύσεις, όραμα και ελπίδα.
Πληροφορίες
Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου, ώρα 8:30 μ.μ.
Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας, Μουσείου 4, Λευκωσία.
Την καλλιτεχνική εκπλήρωση υπογράφουν το σχήμα Chronos Contemporary Music Ensemble, που αποτελείται από κορυφαίους μουσικούς της Συμφωνικής Ορχήστρας Κύπρου και τον καταξιωμένο ηθοποιό Φώτη Αποστολίδη, στην απαγγελία των ποιημάτων.