Kathimerini.gr
Δημήτρης Ρηγόπουλος
Διχασμός στο εσωτερικό, έκπληξη και ενθουσιασμός στο εξωτερικό. Αν στην Ελλάδα μαίνεται από το βράδυ της Πέμπτης ένας ακόμη σοσιαλμιντιακός «εμφύλιος» για το «Ζάρι» της Μαρίνας Σάττι, εκτός συνόρων η ανταπόκριση των λεγόμενων «eurofans», όσων δηλαδή παρακολουθούν φανατικά και διαχρονικά τον διαγωνισμό, ήταν πολύ περισσότερο από θετική.
Αυτός ο κλειστός πυρήνας «οπαδών» της Γιουροβίζιον δεν πίστευε στα μάτια του (σε αυτό το σημείο υπήρξε κάποιος συντονισμός και με το ελληνικό ακροατήριο) όταν ακριβώς στις 12 το βράδυ το επίσημο κανάλι του διαγωνισμού ανέβασε την ελληνική συμμετοχή στο YouTube. Η αρχική αμηχανία διαδέχθηκε πολύ γρήγορα τον ενθουσιασμό, αν όχι το παραλήρημα: «Επιτέλους, η Ελλάδα επιστρέφει στον διαγωνισμό!», «παιδιά, είμαι ζαλισμένος, τι είναι αυτό που έφτιαξαν οι Ελληνες;», «Θεέ μου, τι έχει να γίνει στη σκηνή του Μάλμε!» ήταν μόνο μερικά από τα πρώτα σχόλια που καταγράφηκαν στα λεγόμενα «reaction video», εκεί όπου δημοφιλείς «ινφλουένσερ» της Γιουροβίζιον απ’ όλο τον κόσμο ακούν για πρώτη φορά το τραγούδι κι εμείς παρακολουθούμε «ζωντανά» τις αυθόρμητες αντιδράσεις τους.
Ο κοινός παρονομαστής ήταν ότι η Ελλάδα έστειλε επιτέλους ένα «ελληνικό στην ψυχή» τραγούδι που ξεσηκώνει, που ξαφνιάζει, που έχει χιούμορ, που παίζει με όλα τα στερεότυπα του ελληνικού εξωτισμού, που «μυρίζει» Ελλάδα από χιλιόμετρα, που έχει ελληνικό στίχο· «ακόμη και να βρίζει την Ισπανία και την παέγια δεν αλλάζω την άποψή μου γι’ αυτό το τραγούδι με τίποτα», σχεδόν ούρλιαζε ένας σχολιαστής από την Ισπανία. Η «ελληνικότητα» (όπως τουλάχιστον οι μη Ελληνες την ερμηνεύουν) ήταν αυτό που τους κέρδισε, κάτι που όπως φαίνεται τους είχε λείψει πολύ από τις ελληνικές συμμετοχές των τελευταίων ετών, οι οποίες χαρακτηρίζονταν «υποτονικές» και «αδιάφορες», χωρίς κάποια ιδιαίτερη μουσική ή αισθητική ταυτότητα.
Παραδόξως (ή ακριβώς γι’ αυτό), η έθνικ συνταγή της Μαρίνας Σάττι και κυρίως η αγρίως αποδομητική ματιά του βίντεο κλιπ (αλλά και γεμάτη χιούμορ, και ιδιαιτέρως τρυφερή και λυτρωτική από μία άποψη) πάνω στη σύγχρονη Ελλάδα, στη σύγχρονη Αθήνα και σε όλο το ελληνικό τουριστικό φολκλόρ αντί να σοκάρει τους «έξω», σόκαρε τους «μέσα», δηλαδή εμάς.
Είναι σαν η Σάττι με την ομάδα της να μας πέταξε έναν υπερβολικά μεγεθυντικό καθρέφτη κι αυτό που είδαμε μέσα να μη μας άρεσε και πολύ. Ο μουσικός «αχταρμάς» του τραγουδιού (καταλανικό ρέγκετον, ζουρνάδες και λίγο ραπ) μπορεί να βασίζεται σε ετερόκλητα ή και σε «φθηνά» υλικά, όμως, στο τέλος όλα βγάζουν κάπως νόημα και νομίζω αυτή είναι η επιτυχία με το «Ζάρι».
Επίσης, δεν μπορούμε να βγάλουμε από την εξίσωση την πατροπαράδοτη ελληνική σοβαροφάνεια, που επιμένει να αγνοεί τους βασικούς αισθητικούς και καλλιτεχνικούς κώδικες της Γιουροβίζιον: μιλάμε για τον διαγωνισμό σαν να πρόκειται για το φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ ή σαν να κρίνεται τελεσίδικα η μοίρα του ελληνικού πολιτισμού. Αυτή η υπερβολική ανησυχία για την αυτοεικόνα μας αγγίζει κάθε χρόνο με τη Γιουροβίζιον τα όρια του γελοίου. Και λέει περισσότερα για εμάς και λιγότερα για τον διαγωνισμό. Ολα τα υπόλοιπα είναι θέμα γούστου.